Jour fixe
του Γρηγόρη Βιόπουλου Ήταν ένα έρημo και καυτό αυγουστιάτικο σαββατόβραδο, από εκείνα, που σε οδηγούν σε πλήρη σωματική και πνευματική αδράνεια. Ο Ηρακλής βρισκόταν ακριβώς σε αυτή την κατάσταση. Ήταν ξαπλωμένος γυμνός πάνω σε ένα λευκό σεντόνι στον καναπέ του. Το κλιματιστικό του τον είχε εγκαταλείψει, όπως και οι ηλεκτρολόγοι την πόλη. Ήταν μόνος και […]
του Γρηγόρη Βιόπουλου
Ήταν ένα έρημo και καυτό αυγουστιάτικο σαββατόβραδο, από εκείνα, που σε οδηγούν σε πλήρη σωματική και πνευματική αδράνεια. Ο Ηρακλής βρισκόταν ακριβώς σε αυτή την κατάσταση. Ήταν ξαπλωμένος γυμνός πάνω σε ένα λευκό σεντόνι στον καναπέ του. Το κλιματιστικό του τον είχε εγκαταλείψει, όπως και οι ηλεκτρολόγοι την πόλη. Ήταν μόνος και αντιμέτωπος με τη φύση και μόνο σύμμαχο έναν παλιό ανεμιστήρα οροφής, που διέθετε το διαμέρισμά του. Ένα οποιοδήποτε άλλο Σάββατο θα βρισκόταν έξω. Ήταν η καθορισμένη μέρα συνάντησης με τους φίλους του. Έπεσε και αυτή θύμα της καλοκαιρινής ραθυμίας του. Κοινώς, είχε μείνει μόνος στην πόλη, αλλά από επιλογή. Αρνήθηκε να ακολουθήσει τους φίλους του στην μετατόπιση του ραντεβού τους εκτός πόλης. Είχε μια διάθεση καλοκαιρινής απομόνωσης φέτος. Δεν του έφταιγαν οι φίλοι, αν και τους είχε βαρεθεί. Δεν ήθελε απλά να επαναλάβει ένα ακόμα προβλέψιμο καλοκαίρι. Ήθελε να δελεάσει το ανέλπιστο. Σκεφτόταν βέβαια ότι το μόνο ανέλπιστο που του είχε συμβεί από τότε που είχε ξεκινήσει η άδεια του ήταν ότι είχε χαλάσει το κλιματιστικό. Έπρεπε μέσα στις επόμενες μέρες να δραστηριοποιηθεί. Και αυτό, του φαινόταν ανέλπιστο. Το μόνο που μπορούσε να του δώσει ελπίδα εκείνη τη στιγμή ήταν ένα δροσερό κοκτέηλ, που έπρεπε δυστυχώς να παρασκευάσει ο ίδιος. Σηκώθηκε αργά από τον καναπέ και πλησιάσε την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Στάθηκε και κοίταξε απέναντι προς τον σκοτεινό όγκο της πολυκατοικίας, που ορθωνόταν στο βάθος. Έμοιαζε να την έχει απορροφήσει το μαύρο του ουρανού. Μόνο ένα φως στο ρετιρέ του τελευταίου ορόφου της έδινε μια υλική υπόσταση. Μετακινήθηκε από την μπαλκονόπορτα, για να πάει να φτιάξει εκείνο το κοκτέηλ. Και θα ήταν νεγκρόνι, στιφό και καλοκαιρινό. Έβγαλε πάγο από την κατάψυξη και αισθάνθηκε τον ξερό δροσερό αέρα που απελευθερώθηκε. Ο πάγος έπεφτε κάνοντας θόρυβο μέσα στον αλουμινένιο νεροχύτη και σκέφτηκε ότι μπορεί να ακουγόταν μέχρι απέναντι. Ετοίμασε το κοκτέηλ και άρχισε να το απολαμβάνει καθισμενός χαλαρά στον καναπέ του, παρακολουθώντας μια ταινία που πέτυχε τυχαία στην τηλεόραση. Στο καρρέ της μπαλκονόπορτας, το φως του ρετιρέ εξακολουθούσε να τον συντροφεύει. Ο θόρυβος της εξάτμισης μιας μηχανής που περνούσε από το δρόμο κάτω, τον ξύπνησε. Το κοκτέηλ, η ζέστη, η ταινία, τον είχαν ρίξει, χωρίς να το καταλάβει, σε μια γλυκιά θερινή νάρκη.
Ο ηχός ακουγόταν αμετακίνητος ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι του. Ήταν τόσο διαπεραστικός, που σηκώθηκε, για να βγει στο μπαλκόνι να δει τί συνέβαινε. Και είδε σταματημένη τη μηχανή ενός ντιλίβερι. Μόλις εμφανίστηκε ο ντιλιβεράς από την πιλοτή, τραβήχτηκε μέσα, γιατί ήταν ακόμη γυμνός. Σκέφτηκε ότι προφανώς έψαχνε κάποια διεύθυνση. Τότε χτύπησε το θυροτηλέφωνο. «Ο κ. Μενελάου;». Το ντιλίβερι ήταν γι’ αυτόν. Αισθάνθηκε μεγάλη έκπληξη. Ντύθηκε γρήγορα και σε ένα λεπτό βρισκόταν με ένα κουτί πίτσας στα χέρια. Εξήγησε στον νεαρό ότι δεν είχε παραγγείλει, αλλά ο νεαρός το ήξερε ήδη. Γιατί είχε παραγγείλει κάποιος άλλος γι’ αυτόν. Η πίτσα ήταν κερασμένη. Φιλοδώρησε το παιδί, έκλεισε την πόρτα και έμεινε όλος απορία να κρατά το κουτί με την πίτσα στα χέρια. Τί αστείο ήταν αυτό σκέφτηκε. Λες τα παιδιά να του έκαναν πλάκα, επειδή δεν είχε φύγει μαζί τους, αναρωτήθηκε. Κατευθυνόμενος προς την κουζίνα, πήρε το μάτι του το φως του ρετιρέ να αναβοσβήνει. Άναβε και έσβηνε, ανά δύο δευτερόλεπτα. Κοντοστάθηκε και κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι για να δει καλύτερα. Τότε χτύπησε πάλι το ξεχασμένο στο μπαλκόνι τηλέφωνο. Ήταν μια κλήση χωρίς αναγνώριση. Απάντησε. Μια γυναικεία φωνή, τον καλησπέρισε, του έλυσε την απορία για τον αποστολέα της πίτσας, και τον κάλεσε να επισκεφθεί το απέναντι ρετιρέ. Μετά από μια σύντομη συνομιλία, που περιορίστηκε σε ανταλλαγές προθέσεων, και που τόνωσε περισσότερο τη διάθεσή του να δεχθεί την πρόσκληση, βρισκόταν στην είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας με την πίτσα ανά χείρας. Είχαν συμφωνήσει με την κοπέλα ότι ήταν κρίμα να την αφήσουν να πάει χαμένη. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, όπως του είχε πει. Πήρε το ασανέρ για τον όγδοο και σύντομα ήταν μπροστά στην πόρτα του μοναδικού διαμερίσματος του ορόφου και χτυπούσε το κουδούνι. Τη μικρή καθυστέρηση στην απάντηση τη θεώρησε κομμάτι του παιχνιδιού. Καθώς περίμενε και επειδή στη βιασύνη του δεν είχε ανάψει το κοινόχρηστο φως, διαπίστωσε, μόλις το έκανε, ότι η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Μπήκε μέσα. Στο σπίτι δεν υπήρχε φως, παρά μόνο μια αδύναμη λάμψη από κεριά που έκαιγαν έξω στη βεράντα. Κατευθύνθηκε εκεί. Δεν ήταν κανείς. Άρχισε να παραξενεύεται. Τα κεριά ήταν μικρά ρεσώ αραδιασμένα κάτω στο παλιό μωσαϊκό, και φέγγιζαν δυνατά μέσα στο σκοτάδι, καθώς το διαμέρισμα στεκόταν μόνο του στον τελευταίο όροφο της μάλλον ψηλότερης πολυκατοικίας στο δρόμο. Κοίταξε απέναντι και είδε μπροστά του την δική του πολυκατοικία το ίδιο σκοτεινή με τις γειτονικές, με δυο τρεις εξαιρέσεις φωτισμένων δωματίων. Αν και είχε αρχίσει να αισθάνεται μια υποτυπώδη αγωνία, λόγω του κλίματος μυστηρίου που επικρατούσε, είχε περισσότερο την περιέργεια να δει επιτέλους την κοπέλα, που κρυβόταν πίσω από όλα αυτά. Αυτό όμως που είδε ξαφνικά μπροστά του, έτσι όπως ήταν στραμμένος προς την κατεύθυνση της πολυκατοικίας του, ήταν το φως του δικού του διαμερίσματος να αναβοσβήνει με τον ίδιο τρόπο που αναβόσβηνε λίγο πριν το φως του ρετιρέ στο οποίο βρισκόταν. Αυτό τον τρόμαξε. Άκουσε τότε θόρυβο από βήματα μέσα στο σπίτι. Έτρεξε μέσα και πρόλαβε μόνο να δει μια φιγούρα να βγαίνει γρήγορα από την εξώπορτα, που έκλεισε με θόρυβο πίσω. Την άνοιξε, βγήκε στο διάδρομο, αλλά δεν είδε κανέναν και δεν άκουγε τίποτα. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, αλλά ήταν μάταιο. Δεν υπήρχε κανείς. Η επόμενη μέρα τον βρήκε σωριασμένο στον καναπέ του να αποτιμά την προηγούμενη νύχτα, με πολύ φλεγματώδη τρόπο. Ένα κοκτέηλ που μάλλον ήταν δυνατό, ένα date που ακυρώθηκε κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες και ένα αναπάντητο ερώτημα. Τί σήμαιναν όλ’ αυτά? Πέρασε την ημέρα στο σπίτι προσπαθώντας να καταλάβει, αν το είχε ζήσει όλο αυτό ή αν απλά οι ευσεβείς του πόθοι είχαν γεννήσει ένα όνειρο. Η αλήθεια ήταν ότι δεν θυμόταν πώς επέστρεψε στο σπίτι, αν όντως είχε αρχικά φύγει, ούτε και τίποτα άλλο από τη στιγμή που βρέθηκε από το ρετιρέ στο δρόμο. Δεν μίλησε με κανέναν για το θέμα, γιατί αισθανόταν πολύ περίεργα για ό,τι είχε συμβεί. Παρατηρούσε μόνο το ρετιρέ απέναντι μήπως αντιληφθεί κάποια κίνηση, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Την επομένη το πρωί, που ήταν Δευτέρα, ξαναπήγε στην απέναντι πολυκατοικία, μήπως βρει κάποιον να ρωτήσει, αν έμενε κανείς στο ρετιρέ και ποιός. Έμαθε ότι το διαμέρισμα ήταν ακατοίκητο και ότι η τελευταία ένοικος ήταν μια φοιτήτρια που την ίδια μέρα με το περιστατικό του Σαββάτου, ακριβώς πριν ένα χρόνο, είχε πεθάνει εκεί, μέσα στο σπίτι από ανακοπή. Η πληροφορία αυτή του φάνηκε σαν συνέχεια της φάρσας που αισθανόταν ότι του είχαν στήσει το Σάββατο. Δεν επέμεινε περισσότερo και δεν αποκάλυψε τί του είχε συμβεί, γιατί φοβήθηκε ότι θα τον περνούσαν για τρελό. Σκέφτηκε να ανέβει ξανά στο ρετιρέ, αλλά δεν το έκανε. Δεν ήθελε να ασχοληθεί άλλο μ’ αυτή την ιστορία, η οποία όμως τον είχε βάλει ήδη σε μια σκοτεινή διάθεση. Το ενδεχόμενο του ξαφνικού θανάτου τον είχε τρομάξει. Μια έντονη αίσθηση ότι όλα αυτά του είχαν στ’ αλήθεια συμβεί τον πλημμύρισε. Ένιωσε να του λείπουν οι φίλοι του. Επέστρεψε στο σπίτι και πριν τηλεφωνήσει στον κολλητό του, σκέφτηκε ότι ίσως για όλα να υπάρχει μια καθορισμένη μέρα, και ότι ίσως στο μέλλον να χρειαζόταν να σεβαστεί περισσότερο αυτήν την πιθανότητα.
*Η φωτογραφία είναι της Ελένης Παπαϊωάννου της Stereosis