Και η αγκαλιά είχε τη δική της ιστορία
Αφότου περάσει το κακό, ας μη σταματήσουμε να αγκαλιαζόμαστε με τους ανθρώπους μας. Θα φοβόμαστε, αλλά ας προσπαθήσουμε.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει: ‘’Τρώγε το φαγητό σου. Είσαι τυχερή που τα έχεις όλα αυτά. Όχι όπως εμείς στα χρόνια μας…’’. Ο παππούς μου, από την άλλη, είχε αυτό που λέμε…κατοχικό σύνδρομο.
Όταν πήγαινε στην αγορά για ψώνια, πάντα μας σκεφτόταν και ρωτούσε τη μαμά μου τι χρειαζόμασταν. Άλλοτε δε ρωτούσε και απλά εμφανιζόταν με σακούλες γεμάτες με τα απαραίτητα. Και στις δυο περιπτώσεις, πάντως, υπήρχε μια υπερβολή στην ποσότητα. Η ποιότητα πάντοτε η καλύτερη. Θυμάμαι τη μαμά μου να γκρινιάζει γιατί δε χωρούσαν τόσα κρέατα στην κατάψυξη. Θυμάμαι τον παππού μου να επιμένει ότι κάλλιο να έχεις περίσσιο κρέας παρά να σου λείπει. Ζητούσε η μαμά ένα κιλό κιμά και ένα κοτόπουλο και ο παππούς προσγείωνε στο τραπέζι της κουζίνας τουλάχιστον τρία κιλά κιμά και δύο κοτόπουλα και μπριζόλες και λίγο κατσικάκι, το οποίο δεν αποτελούσε καν αγαπημένη γεύση για εμάς, αλλά ‘’αφού ήταν φρέσκο και καλής ποιότητας τι σε πειράζει να το έχεις στην κατάψυξη κι ας το φάτε του χρόνου’’, έλεγε ο παππούς. Το ίδιο και με τα χαρτιά υγείας και τα απορρυπαντικά.
Στο πρώτο lockdown έφερνα στο μυαλό μου τον παππού μου τον κουβαλητή σε κάθε επίσκεψή μου στο σουπερμάρκετ. Έψαχνα να βρω καμιά ‘’ψαγμένη’’ μπύρα να αγοράσω για να τη δοκιμάσω βλέποντας ταινίες. Home alone για κάνα δίμηνο…πήγε η ταινία και το βιβλίο σύννεφο με συνοδεία καινούριων γεύσεων στα φαγητά και στη μπύρα, έτσι για αλλαγή στη μονότονη καθημερινότητα. Όσο έψαχνα εγώ να βρω ιδιαίτερες μπύρες, συμπολίτες μου άδειαζαν τα ράφια με το χαρτί υγείας. Και όσο έβλεπα την –αναμενόμενη- έλλειψη χαρτιού υγείας στα ράφια των υπεραγορών τόσο σκεφτόμουν τον παππού μου που μας έφερνε πέντε πέντε τις συσκευασίες με τα χαρτιά υγείας ‘’γιατί ήταν σε προσφορά’’ ή απλά ‘’γιατί χρειάζονται μωρέ παιδάκι μου’’. Έτσι έλεγε.
Έπειτα έγινε της μόδας το χειροποίητο ψωμί, μάλλον υπό τη σκιά της τρομακτικής σκέψης: ’’Κι αν όντως μας χρειαστεί; Μάθε τέχνη κι άστηνε κι άμα πεινάσεις πιάστηνε’’. Μετά από δέκα μέρες αναζήτησης μαγιάς, βρήκα επιτέλους και πήρα τηλέφωνο τη γιαγιά μου να μάθω τη συνταγή. Φτιάξαμε μαζί το ψωμί. Μαζί, εννοώ τηλεφωνικώς. Γιατί το δια ζώσης ‘’μαζί’’ είχε ήδη περάσει στην ιστορία, τουλάχιστον για όσους/ες ζούμε μόνοι/ες μας. Πέτυχε κι ας ήταν η πρώτη φορά που ζύμωνα ψωμί. Μου εξήγησε και πώς να φυλάξω τη μαγιά, το προζύμι για την επόμενη φορά. Το έκανα. Στόκαρα ψωμί, προζύμι, άλλοι/ες στόκαραν χαρτιά υγείας… Πάντως, γενικώς στοκάραμε. Ο καθένας ό, τι θεωρούσε απαραίτητο.
Στο κεφάλι μου από τότε σιγά σιγά βόλταραν όλο και πιο συχνά τα λόγια της γιαγιάς μου που με προέτρεπε να φάω όλο μου το φαγητό γιατί τότε στον πόλεμο δεν είχανε και ‘’φάε τώρα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις’’ και η εικόνα του παππού μου του κουβαλητή που μας τίγκαρε με τα απαραίτητα μήπως και χρειαστούν, ‘’γιατί ποτέ δεν ξέρεις’’. Φόβος, οικονομική δυσχέρεια, αγωνία, εικόνες τρομακτικές με κόσμο να πεθαίνει γιατί δε μπορεί να πάρει ανάσα, εθνικά συστήματα υγείας να παραλύουν και πάλι φόβος και πάλι αγωνία… Μετά καλοκαίρι και λίγη ελευθερία. Λίγη και με αποστάσεις, με μάσκες, πάντα με φόβο και αγωνία, ευτυχώς όχι με έλλειψη χαρτιού υγείας, αλλά με έλλειψη ηρεμίας. Κι άλλο lockdown, φίλοι και συγγενείς να αρρωσταίνουν με covid 19, γνωστοί να πεθαίνουν από την covid 19, κούραση, καμία έλλειψη στα ράφια των σουπερμάρκετ από υλικά αγαθά, μεγάλη έλλειψη ανθρώπινης επαφής και πάντα φόβος και αγωνία.
Το puzzle είχε φτιαχτεί στο μυαλό μου. Πόλεμος. Διαφορετικός, χωρίς βόμβες και πιστολίδια, αλλά πόλεμος. Πόλεμος και κακουχίες. Αυτές που έμαθαν στον παππού και στη γιαγιά μου να τρώνε όταν έχουν γιατί ‘’ποτέ δε ξέρεις’’ και να αποθηκεύουν ό, τι μπορούν, πάντα για τον ίδιο λόγο. Πέρασε ο πόλεμος , μεγάλωσαν, έκαναν οικογένεια και όμως αυτά είχαν αποτυπωθεί μέσα τους, ήταν πια ένα με αυτούς. Γι’ αυτό όσο και η γιαγιά να βλέπει ότι πλέον δεν εκλείπει το φαγητό, εκείνη συνεχίζει με το ‘’Φάε τώρα που έχεις’’. Το ίδιο και ο παππούς, ο οποίος έχει πεθάνει πια, αλλά όσο ζούσε έφερνε περίσσιο το κρέας και τα είδη πρώτης ανάγκης γιατί όσο και να έβλεπε ότι δεν υπήρχε πια απειλή, κάτι μέσα του τον ωθούσε να φέρεται σαν να υπήρχε. Το αποτύπωμα της πείνας και των δυσκολιών, του φόβου και της αγωνίας. Τα χρόνια του πολέμου, της Κατοχής…
Το δικό μας αποτύπωμα από τον πόλεμο των δικών μας χρόνων ποιο θα είναι άραγε; Θα λέμε στα εγγόνια μας όταν μας ρωτάνε για την πανδημία του 20: ‘’Ε, παιδάκι μου…Εμείς τότε δεν είχαμε όσα εσείς τώρα. Ένα Netflix είχαμε, tablets και βιντεοκλήσεις μόνο. Έτσι περνούσαμε τους μήνες καραντίνας μας’’. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Το πιο σημαντικό, βαθύ, καθοριστικό αποτύπωμα, νομίζω, θα είναι άλλο. Αυτό της επαφής. Της ζεστασιάς της αγκαλιάς, της σιγουριάς του σφιξίματος του χεριού από έναν δικό μας άνθρωπο.
Νιώθω τυχερή που είμαι έτσι καμωμένη και αγαπάω την επαφή. Π.Κ (προ κορώνα) αγκάλιαζα και φιλούσα όσο μπορούσα συχνότερα τους αγαπημένους μου ανθρώπους. Τόσο που καμιά φορά ίσως και να τους κούραζα. Όμως, η αγκαλιά και η ζεστασιά αυτής δεν είναι χαρτιά υγείας και κιμάδες για να τα μαζέψουμε, να έχουμε απόθεμα. Αυτό είναι το ζόρικο του πολέμου που ζούμε. Μαζεμένες μυρωδιές από αγκαλιές και μαζεμένες αισθήσεις και συναισθήματα έχουμε. Στοκ αγκαλιές, δεν έχουμε. Δε γίνεται να έχουμε. Και έτσι περνάνε οι μέρες της καραντίνας εδώ και έναν χρόνο που ζούμε ένα επαναλαμβανόμενο ‘’ η επόμενη εβδομάδα είναι κρίσιμη’’.
Ίσως να είμαστε η γενιά που θα αγκαλιάζει πιο πολύ από κάθε άλλη. Τους φίλους/ες, τους/τις συντρόφους, τους συγγενείς, αλλά ακόμη περισσότερο τα παιδιά και τα εγγόνια της…Θα τα αγκαλιάζουμε συνέχεια και σφιχτά προτρέποντάς τα να αγκαλιάζουν κι εκείνα με τη σειρά τους όσο περισσότερο μπορούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις…
Μόνο μη γίνουμε η γενιά που μετά από αυτή την εφιαλτική εμπειρία, θα έχει φοβηθεί την επαφή και το αποτύπωμα όλου αυτού που ζούμε θα είναι να κάνουμε δέκα βήματα πίσω, κάθε φορά που μας πλησιάζει κάποιος/α και ας έχουν περάσει χρόνια από τον καιρό της πανδημίας. Σε ένα τέτοιο αποτύπωμα πρέπει, θαρρώ, να αντισταθούμε. Το χρωστάμε στους αυτούς μας και στις γενιές που θα μεγαλώσουμε. Αφότου περάσει το κακό, ας μη σταματήσουμε να αγκαλιαζόμαστε με τους ανθρώπους μας. Σφιχτά, παθιάρικα, τρυφερά, αγαπησιάρικα…Θα φοβόμαστε, αλλά ας προσπαθήσουμε να είναι το αποτύπωμα όλης αυτής της τρέλας το ‘’αγκάλιασε τώρα που μπορείς γιατί ποτέ δε ξέρεις’’ και όχι το ‘’κάνε δέκα βήματα πίσω’’.
Έχουν τη σημασία τους η αγκαλιά και το χάδι. Επιστημονικά τεκμηριωμένο αυτό. Ας μη μεγαλώσουμε οι ίδιοι/ες αλλά και την επόμενη γενιά με τον φόβο της αγκαλιάς, αλλά με τη σοφία του’’ κάνε το τώρα που μπορείς, γιατί μετά μπορεί να μη μπορείς’’. Ό, τι και να είναι αυτό. Και ας κάνουμε αγκαλιές… Λίγο πριν την αναχώρηση του τρένου, μετά από καβγά, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον έρωτα, στα γενέθλια, στις αποτυχίες, στις επιτυχίες, όταν υπάρχει λόγος και όταν δεν υπάρχει…Γιατί ποτέ δε ξέρεις!…