Και τώρα τι; Οι επιλογές που μας περιμένουν
Η ζυγαριά των αποφάσεων: Ισορροπώντας όνειρα και πραγματικότητα.
Τα φοιτητικά χρόνια αποτελούν μια από τις πιο καθοριστικές και συναρπαστικές περιόδους στη ζωή κάθε νέου. Οι μικρές αποφάσεις, οι αυθόρμητες βόλτες, οι νύχτες με φίλους που διαρκούν μέχρι το ξημέρωμα, όλα αυτά και άλλα πολλά συνθέτουν τον καμβά των φοιτητικών μας αναμνήσεων. Είναι σαν τα λιθαράκια που τοποθετούνται για να χτίσουν τα θεμέλια ενός σπιτιού, αυτά είναι που δρομολογούν ανεπαίσθητα την μελλοντική μας πορεία.
Δεν είναι η θέση διαφορετική. Εδώ κρύβεται όλη η μαγεία. Διαφορετικός είναι ο τρόπος με τον οποίο βιώνεται αυτή η θέση. Συνεπώς και πρόκειται για ένα ταξίδι ανεπανάληπτο, που όμοιο του δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε. Θες να ανέβεις;
Θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι και σήμερα. Οι τάσεις φυγής άρχισαν να ριζώνουν βαθιά μέσα μου από τη στιγμή που άρχισα να νιώθω ξένος στην πόλη που ζούσα για 19 ολόκληρα χρόνια. Αυτό, βέβαια, δεν συμβαίνει σε όλους, αλλά στη δική μου περίπτωση, οι φίλοι και τα αγαπημένα μέρη ήταν μακριά από εμένα. Ήταν σχεδόν απροσπέλαστα. Βλέπεις, η Λεμεσός δεν είναι φιλική για περιπατητές.
Αυτοεξόριστος εγώ, μα αυτά έχουν οι καιροί μας. Οι πιο νεαρές γενιές γνωρίζουν πως κάτι ή κάπως, δεν μπορώ να ονοματίσω επ’ ακριβώς, είναι αυτό που μας κάνει να το φτάνουμε στα άκρα. Λέω ευτυχώς, γιατί υπήρχε τουλάχιστον μια αιτία σημαντική σε αυτή τη φυγόστρατη μου στάση. Ήθελα να νοσταλγήσω, να πεθυμήσω και να φύγω επιτέλους μακριά για να νιώσω ξανά, έστω, λίγο περισσότερο κοντά. Κοντά σε όσα με δένουν με αυτό τον τόπο, αυτή την πόλη. Κι όλοι αυτοί οι στόχοι μπορούσαν να επιτευχθούν πολύ απλά με τη φοιτητική ζωή, όχι όμως στην μητέρα πατρίδα… αλλά στο εξωτερικό, κάπου αλλού τέλος πάντων. Έτυχε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή πιο σημαντικό ήταν για μένα η φυγή, όχι τόσο η φρόνιμη επιλογή που θα μου εξασφάλιζε, ρε παιδί μου αν θες να πούμε, μια ενδεχομένως ευκατάστατη μελλοντική ζωή. Ίσως τώρα να το θέτω με αυτό τον τρόπο γιατί πάτησα το μαξιλαράκι των 25. Τότε δεν το σκεφτόμουν καν. Λογικό; Είχα την εντύπωση πως δεν θα έμπαινα ποτέ σε αυτή τη διαδικασία. Βέβαια δεν είχα και τίποτα αξιόλογο που να με κάνει να στρέψω το κεφάλι προς τα πίσω. Και όλος παραδόξως είχα τόσα πολλά που με έκαναν να έχω στραμμένο το κεφάλι εδώ, μπροστά, σε όλα αυτά που συμβαίνουν στην πόλη που βρίσκομαι μέχρι και σήμερα.
Θεσσαλονίκη, 2018.
Έλα όμως που πέρασαν 6 ολόκληρα χρόνια. Κι όμως είμαι ακόμη εδώ. Πολλοί φίλοι που μου κρατούσαν συντροφιά μέχρι το ξημέρωμα έχουν φύγει, κι εγώ ακόμα εδώ. Σαν εναπομείναντας ποδοσφαιριστής από μια ομάδα μεγάλης κλάσης, δεν ξέρω αν έχεις δει. Είναι κάτι φωτογραφίες που κάνουν τον γύρο του διαδικτύου και φέρουν κάποιους τίτλους του τύπου “Δες ποιοι έχουν απομείνει από την ιστορική ενδεκάδα της Μπαρτσελόνα του 2011”.
Καλά ενδεκάδα δεν ήμασταν, αλλά κατάλαβες τι θέλω να πω. Ήταν η ομάδα μου. Αλλά έτσι είναι η ζωή συνεχίζει και χωρίς εμένα-κι’ αυτό δεν είναι κακό. Τρέφω μονάχα μια ελπίδα για όλους τους φίλους που είναι μακριά, σε αυτούς εναποθέτω τη μεγάλη ελπίδα. Στο να είναι, αυτοί που είναι. Όχι αυτό που γνώρισα, ή νομίζω πως ξέρω. Αλλά αυτό που πραγματικά είναι με όλες τις εμπειρίες που μας χωρίζουν. Το ίδιο βάρος και σε μένα.
Φαίνεται πως υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί που σχεδιάζουν τα επόμενα βήματά τους με ακρίβεια και αυτοί που αφήνουν τα πράγματα να κυλήσουν, ό,τι φέρει η ζωή. Εγώ, μάλλον, ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Αυτό σημαίνει ότι, πολλές φορές, οι αποφάσεις μου δεν είναι πραγματικά δικές μου, αλλά περισσότερο το αποτέλεσμα των περιστάσεων στις οποίες βρίσκομαι. Συχνά σκέφτομαι πως οι επιλογές μου δεν είναι παρά χωροχρονικές συγκυρίες, καθορισμένες από το σημείο στο οποίο βρίσκομαι στη ζωή μου και το λεγόμενο timing. Μάλιστα, τείνω να πιστεύω πως αυτή η σκέψη, ότι τα πράγματα απλώς συμβαίνουν, μπορεί να είναι ένας τρόπος να με παρηγορώ. Ίσως έτσι αποφεύγω την ανάληψη πλήρους ευθύνης για τις αποφάσεις μου. Ακόμα και η επιλογή να αφήσω τα πράγματα στην τύχη τους είναι, τελικά, μια επιλογή από μόνη της. Τώρα, όμως, βρίσκομαι σε μια κρίσιμη στιγμή: να μείνω ή να φύγω; Το παράδοξο είναι ότι πολλοί Θεσσαλονικείς, επιλέγουν να φύγουν από την πόλη τους, καθώς η κατάσταση εδώ δεν προσφέρει το κατάλληλο έδαφος για τους νέους να χτίσουν τη ζωή τους. Εγώ, από την άλλη, δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου πουθενά αλλού αυτή τη στιγμή. Η ιδέα να επιστρέψω στην Κύπρο μου φαίνεται ξένη, παρόλο που αρκετοί φίλοι εκεί έχουν ήδη χτίσει τις ζωές τους.
Βέβαια, οι ζωές τους συχνά στεγάζονται κάτω από την πρώτη οικία, αφού οι περισσότεροι νέοι στην Κύπρο, ειδικά στη Λεμεσό, μένουν αναγκαστικά με τους γονείς τους. Τα ενοίκια είναι απλησίαστα, και η οικονομική ανεξαρτησία δύσκολα κατακτάτε. Πώς θα μπορούσα εγώ, μετά από τόσα χρόνια που έχω τον δικό μου χώρο, να επιστρέψω σε μια τέτοια συνθήκη;
Όχι πως εδώ τα πράγματα είναι ιδανικά, κάθε άλλο, αλλά στην Κύπρο οι συνθήκες σε ωθούν να μην είσαι τόσο απλοϊκός σε ό,τι αφορά τις ανάγκες σου. Τώρα αυτό είναι καλό ή κακό; Πάντως, οι απαιτήσεις της καθημερινότητας διαμορφώνονται έντονα από το κοινωνικό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει πως οι προσδοκίες για την οικονομική ανεξαρτησία ή την προσωπική σου εξέλιξη επηρεάζονται από το τι θεωρείται “φυσιολογικό” ή αναμενόμενο. Επιστρέφοντας εκεί, θα έπρεπε να ξανασκεφτώ πολλές πτυχές της ζωής μου, γιατί οι ανάγκες και οι επιλογές μου θα κρινόντουσαν από διαφορετικά δεδομένα.
Ο μεγαλύτερος μου φόβος, όμως, είναι ότι ίσως τραβάω την παραμονή μου εδώ επειδή έχω δημιουργήσει ένα ασφαλές σημείο, ένα “safe zone”. Λέω συνεχώς στον εαυτό μου ότι η παραμονή μου εδώ θα έχει αξία μόνο αν υπάρχει κάτι που να αξίζει τόσο, ώστε να δικαιολογεί την απουσία μου από το νησί.
Η μικρή μου ζυγαριά είχε χαθεί για καιρό στις μεγάλες τσέπες των παντελονιών μου. Πάει καιρός που αισθάνομαι πως κάτι με βαραίνει. Ο συνωμότης καιρός, ίσως, να ευθύνεται. Το βούλιαγμα των χεριών, μια νοερή ζύγιση και οι ζεστές τσέπες αφορμή για να ξεκινήσω να τοποθετώ από τη μια πλευρά της πλάστιγγας προβληματισμούς, ανησυχίες και πρακτικά ζητήματα και από την άλλη τα όνειρα, τις ελπίδες και τυχόν φιλοδοξίες για το μέλλον.