Καημένη μου Νικήτη…
Όπου και να γυρίσεις στην ευρύτερη περιοχή του χωριού κτίζονται νέα τουριστικά καταλύματα. Μπορεί να σταματήσει αυτή η κατρακύλα;
Λέξεις: Ελευθερία Δέλτσου
κεντρική εικόνα: Ilko Gochev, εικόνες: Ομάδα Φίλοι της Νικήτης
Νικήτη, παλιό χωριό, Αύγουστος 2023
Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα περνώ τα καλοκαίρια μου (και όχι μόνο) στη Νικήτη. Τόπος καταγωγής της μητέρας, τόπος παραθέρισης, τόπος συγγενών, φίλων αγαπημένων και γνωστών, τόπος κατοικίας όχι μόνιμης, αλλά με δυνατότητες και προοπτική για μόνιμη.
Παρακολουθώ τις αλλαγές στο χωριό εδώ και πολλές δεκαετίες και ήδη από τις αρχές του 1990 ξεκίνησα να ασχολούμαι μ’ αυτές ως κοινωνική ανθρωπολόγος, αρχικά με τη διδακτορική μου διατριβή. Τότε είχαν αρχίσει να κτίζονται και τα πρώτα συγκροτήματα, τα οποία αποκαλούσα τρενάκια, γιατί τα σπίτια -γνωστά και ως μεζονέτες- ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο, με μια μικρούτσικη αυλή το καθένα μπροστά του και το κοινόχρηστο γκαζόν στη μέση.
Οι πρώτοι εργολάβοι μπαίναν στην τοπική οικονομία με την πρακτική της αντιπαροχής, μια πρακτική που κατέστρεψε πραγματικά τα αστικά κέντρα σε όλη την Ελλάδα.
Για τους μόνιμους κάτοικους της Νικήτης επιθυμία ήταν η τουριστική ανάπτυξη και ο τότε φόβος ήταν μην τυχόν και εξελιχθεί η κατάσταση όπως στην Καλλικράτεια, με τα αυθαίρετα σπιτάκια να κτίζονται μέσα σε μια βραδιά σε οικόπεδα που βρίσκονταν εκτός σχεδίου και απείχαν από το να πληρούν τις προϋποθέσεις οποιουδήποτε πολεοδομικού κανονισμού.
Και έτσι η Νικήτη προχώρησε τολμηρά σε μια ρυμοτόμηση και έναν πολεοδομικό κανονισμό που φαινόταν να βάζει τάξη σε κάτι που θα μπορούσε να είναι αιτία απερίγραπτης αταξίας. Από τότε έχουν ακολουθήσει αρκετές ακόμα αλλαγές.
Η Νικήτη είναι ένα χωριό με μεγάλη έκταση: οι ιδιοκτησίες των κατοίκων του ξεκινούσαν έξω από την Μεταμόρφωση και τελείωναν ακριβώς πριν από τον Νέο Μαρμαρά, καθώς και αυτά τα δυο χωριά ήταν προσφυγικά με πολύ μικρότερες ιδιοκτησίες γης.
Έτσι οι δυνατότητες για τουριστική ανάπτυξη από τη δεκαετία του 1990 και μετά απογειώθηκαν, και τόσο εντός, όσο και εκτός οικισμού οι τουριστικές εγκαταστάσεις και οι θερινές κατοικίες ξεφύτρωσαν και συνεχίζουν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, πλέον όπου υπάρχει κάποιο ελεύθερο κομμάτι γης.
Και τι το κακό μ’ αυτό; Δεν έχουν οι ιδιοκτήτες της γης το δικαίωμα να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που τους δίνουν οι περιουσίες τους στο πλαίσιο μιας τουριστικής ανάπτυξης που επελαύνει; Ποιοι έχουν το δικαίωμα να πουν όχι σε κάποιους, ενώ κάποιοι άλλοι πρόλαβαν και αποκομίζουν από την «ανάπτυξη»;
Το ζήτημα, φυσικά, δεν είναι αν κάποιοι πρόλαβαν και αν οι υπόλοιποι δικαιούνται ή όχι να μπουν κι αυτοί στο παιχνίδι. Το ζήτημα είναι τι έχει δημιουργηθεί και τι συνεχίζει να δημιουργείται σε μια περιοχή που, όπως και να το κάνουμε, ούτε απεριόριστους φυσικούς πόρους έχει, κυρίως το νερό, ούτε τη δυνατότητα να διαχειρίζεται αυτά που προκαλεί η τουριστική ανάπτυξη: απίστευτες ποσότητες αποβλήτων, σκουπιδιών (βιοδιασπώμενων, αλλά κυρίως μη), μόλυνση των οικοσυστημάτων (ακόμα κι αν οι θάλασσες παραμένουν με μπλε σημαίες, αυτό είναι μια πολύ ευάλωτη ισορροπία), κ.ο.κ.
Πόσο μάλλον που το αρχικό τουριστικό προϊόν, το φυσικό περιβάλλον (που δεν περιορίζεται μόνο στη θάλασσα και τις παραλίες), και η ζωή στο χωριό αποτελούν πλέον επαπειλούμενα είδη.
Δεν νοείται ως χωριό ένα οικιστικό περιβάλλον, όπου ο πληθυσμός από 3000 εκτός σεζόν πηγαίνει, όπως λέγεται, στις 70000 το καλοκαίρι, που μετά το καλοκαίρι μετατρέπεται σε πόλη-φάντασμα, η πυκνότητα των κατοικιών είναι αντίστοιχη με αυτή ενός πυκνού αστικού ιστού, όπου δεν υπάρχουν πλατείες, δημόσιοι χώροι, δέντρα, και με μια απερίγραπτα προβληματική κυκλοφοριακή ρύθμιση στο μεγαλύτερο μέρος του χωριού.
Η Νικήτη χτίζεται συνέχεια και φαίνεται πως εδώ και κάποια χρόνια έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αδειών ανά κάτοικο πανελλαδικά. Όπου και να γυρίσεις στην ευρύτερη περιοχή του χωριού κτίζονται νέα τουριστικά καταλύματα. Και δεν είναι πια αποκλειστικά οι κάτοικοι του χωριού που επενδύουν στον τουρισμό.
Οι περισσότεροι κάτοικοι ήδη έχουν χάσει τον έλεγχο της τουριστικής οικονομίας και ανάπτυξης, αξιοποιώντας στιγμιαία την μετατροπή της γης από αγροτική σε τουριστική, αφήνοντας από εκεί και πέρα στο μεγαλύτερο βαθμό την οικονομία της περιοχής στα χέρια όσων δεν ενδιαφέρονται ουσιαστικά για την πορεία του χωριού, αλλά για τις -περισσότερο ή λιγότερο προσωρινές- ευκαιρίες μεγιστοποίησης του κέρδους τους, είτε αυτοί είναι Έλληνες, ντόπιοι και μη, είτε «Βαλκάνιοι» και «Ρώσοι» επενδυτές.
Αυτή η τουριστική ανάπτυξη εντάσσεται και σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο ενός τρόπου ζωής, όπου ο πλουτισμός με την επιδεικτική κατανάλωση έχουν συγκροτήσει ένα κοινωνικό ιδεώδες, το οποίο δεν επιτρέπει ιδιαίτερα την κριτική σκέψη, τον προβληματισμό, την αναθεώρηση επιλογών, πριν να είναι πολύ αργά.
Αλλά, δυστυχώς, αργά ήδη είναι και αν θέλει το χωριό, και όχι όσοι το εκμεταλλεύονται, να σταματήσουν την κατρακύλα, θα πρέπει να ξαναδεί τις επιλογές που οδήγησαν στην εγκατάλειψη δραστηριοτήτων οι οποίες όχι απλώς δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τον τουρισμό, αλλά αποτελούν μια δυναμική κατεύθυνση για το μέλλον. Στη δεκαετία του 1980 το «ένα στρέμα στο σφυρί, ένα ντάτσουν στην αυλή» δήλωνε την μετατροπή της αξίας της γης από αγροτική σε τουριστική για να τροφοδοτηθεί όμως η αγροτική οικονομία.
Η αγροτική οικονομία έχει σχεδόν ολοκληρωτικά εγκαταλειφθεί, αλλά υπάρχουν κάποιοι που βλέπουν την πορεία των πραγμάτων και πηγαίνουν ξανά (και) σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Είτε γιατί βλέπουν τον τουριστικό κορεσμό και την καταστροφή του τουριστικού προϊόντος, είτε γιατί τους ενδιαφέρει μια πορεία που, όπως φαίνεται από την παγκόσμια ιστορία του τουρισμού, θα αναστείλει τις μόνιμες και μεγάλες καταστροφές.
Εγώ, παρότι οριακά είμαι του χωριού, θέλω πολύ το χωριό ως αυτοδιοίκηση και μόνιμοι κάτοικοι του να σκεφτούν το καλό το δικό τους και όχι όλων αυτών που «επενδύουν» και ουσιαστικά «ληστεύουν» τις ζωές τους.
*Η Ελευθερία Δέλτσου είναι καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στο Βόλο