Η κακοδαιμονία της Θεσσαλονίκης
Ο Γιάννης Ξενίδης γράφει για τη Θεσσαλονίκη και τη νοοτροπία του κομπάρσου
Λέξεις: Γιάννης Ξενίδης
Τέλη Ιουνίου και εν μέσω καύσωνα συνέπεσε να επισκεφτεί την πόλη μας ένας καλός συνάδελφος από την Πορτογαλία. Όπως επιβάλει η παραδοσιακή φιλοξενία, μετά από ένα σύντομο φρεσκάρισμα, τον πήγα για μια γρήγορη βόλτα στα φώτα της πόλης και για κάτι δροσιστικό. Μόλις καθίσαμε, (κυριολεκτικά) η πρώτη του κουβέντα ήταν: “Διάβασα αρκετά πράγματα για την πόλη σου και μου φάνηκαν τόσο εντυπωσιακά που δεν τα πίστευα. Θέλω λοιπόν να τα ακούσω από σένα”.
Δεν με βρήκε απροετοίμαστο, καθότι δεν ήταν η πρώτη φορά που μου ζητούσαν κάτι ανάλογο. Του είπα λοιπόν για την αδιάλειπτη ιστορική παρουσία της πόλης για σχεδόν 2500 χρόνια, για την αυτοκρατορική πρωτεύουσα του Γαλερίου, τη συμβασιλεύουσα της Κωνσταντινούπολης και τη συμπρωτεύουσα της Αθήνας. Του εξήγησα πώς η γεωγραφική θέση της πόλης την καθιστούσε διαχρονικά ένα σημαντικό θρησκευτικό, πολιτιστικό, οικονομικό και πολιτικό κέντρο σε όλες τις εποχές, με όλες τις εξουσίες. Εκείνο που δεν μπόρεσα να του εξηγήσω ήταν πώς αυτή η πόλη παρέμεινε πάντοτε το νούμερο 2 και ποτέ δεν διεκδίκησε μια αρμόζουσα πρωτοκαθεδρία ή έστω την οφειλόμενη στον εαυτό της αυτοδύναμη ανάπτυξή της.
Στο σήμερα, η πόλη οπισθοδρομώντας ραγδαία στο μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας εξακολουθεί να αυτοϋπονομεύει το μέλλον της και να επιδεικνύει τη φτώχεια της, οικονομική και πολιτική. Να δούμε πώς;
Μια γραμμή μετρό – ούτε δέκα χιλιομέτρων – έκλεισε αισίως τα 15 χρόνια κατασκευής και ίσως αφού δεν πρόλαβε το 2012 για τον εορτασμό των 100 χρόνων από την απελευθέρωση, να προλάβει το 2112 για τα διακόσια χρόνια. Δεν φταίνε τα αρχαία που βρίσκονταν εκεί αιώνες, δεν φταίνε ούτε όσοι και όσες δίνουν έναν “υπέρ πάντων αγώνα” για να μείνουν στη θέση τους “τα μάρμαρα” για τα οποία “πολεμήσαμεν” πολλές φορές ως έθνος είτε τα βλέπαμε μπροστά μας, είτε όχι. Φταίει ότι οι μελέτες του έργου παρέβλεψαν το πασίγνωστο υπόβαθρο της Θεσσαλονίκης και την στρωματοποιημένη δομή της ανάπτυξής της ανά τους αιώνες. Φταίει, δηλαδή, ότι το έργο ξεκίνησε πολύ λάθος, γιατί αγνοήθηκε η πόλη!
Μια ανάπλαση του χώρου της ΔΕΘ που προτείνεται από τη διοίκησή της να δοθεί αντιπαροχή με οικοπεδούχο το δημόσιο και άγνωστο εργολάβο που θα φροντίσει για νέο ξενοδοχείο δίπλα στα άδεια ξενοδοχεία της πόλης, για νέο εμπορικό κέντρο δίπλα στο καθημαγμένο ιστορικό εμπορικό κέντρο της πόλης, και για νέο θηριώδη χώρο ελεγχόμενης στάθμευσης πλέον των 2000 θέσεων, χωρίς κυκλοφοριακή μελέτη και σε προφανή αναντιστοιχία με τα έργα δημοσίων συγκοινωνιών της πόλης. Και κυρίως έναν εργολάβο που θα φροντίσει για μπετόν…, πολύ μπετόν…, πάρα πολύ μπετόν…. στην πόλη με το λιγότερο κατά κεφαλήν πράσινο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αλλά δεν φταίει ο εργολάβος, ούτε ο χώρος που έχει μείνει, ουσιαστικά ανέπαφος, από το 1917 να θυμίζει ότι ο Χορτιάτης και ο Θερμαϊκός, το Επταπύργιο και ο Λευκός Πύργος είναι και πρέπει να παραμείνουν ενιαία σύνολα. Φταίνε συγκεκριμένοι άνθρωποι και φορείς της πόλης που σε μια εποχή που ήδη “κραυγάζει” την απαιτούμενη αλλαγή πορείας (φευ, εις ώτα μη ακουόντων) επιμένουν στο ίδιο, παρωχημένο μοντέλο ανάπτυξης που χρεωκόπησε την πόλη.
Αυτό το ίδιο παρωχημένο μοντέλο με εκείνο που η Θεσσαλονίκη συνάντησε με τον Τζειμς Πάρις το 1966 και τις τυχαίνει να το ξανασυναντήσει αυτή τη φορά ως Barracuda για να αναδείξει το πόσο καλούς και πολλούς κομπάρσους διαθέτει και πόσο καλά μπορεί να μασκαρεύεται σε Μαϊάμι και να γίνεται αγνώριστη. Και όλα αυτά με κρατική ενίσχυση και εργατικό και τεχνικό δυναμικό κυρίως από τις γειτονικές χώρες! Δεν φταίει βέβαια ο Αντόνιο Μπαντέρας, ο Ρόμπερτ Βαν Νόρντεν ή το Χόλυγουντ, αλλά οι τοπικοί και κρατικοί φορείς που θεωρούν ότι η πόλη μπαίνει στον χάρτη των οπτικοακουστικών παραγωγών παγκοσμίως, όχι με συμπαραγωγές και προβολή της εγχώριας δημιουργίας, αλλά με τον τζίρο των γυράδικων και των καφέ που θα εξυπηρετούν τις επισιτιστικές ανάγκες των μελών των κινηματογραφικών συνεργείων.
Τελικά, δεν φταίει ούτε το πολιτικό, επιχειρηματικό, πνευματικό, κλπ. προσωπικό αυτής της πόλης. Φταίει ότι η πόλη έμαθε στους αιώνες να είναι δεύτερη. Φταίει ότι δεν ξέρει να είναι πρώτη και, το χειρότερο, ότι δεν θέλει να είναι πρώτη. Φταίει η νοοτροπία του κομπάρσου. Αυτή είναι η κακοδαιμονία της και δεν θα μπορέσει να απαλλαγεί από αυτήν με μεγαλοστομίες που κρύβουν αλλότρια συμφέροντα. Χρειάζεται πάρα πολύ και επίμονη προσπάθεια σε όλα τα επίπεδα. Και θα προσπαθήσουμε!
Υ.Γ.: Το κομμάτι των δημοσιολογούντων που έχουν επιλέξει το ρόλο του κουραστικού φερέφωνου της ντόπιας έκφρασης του αρχοντοχωριάτη έχει μεγαλύτερες ευθύνες από τους ταγούς του. Το θέμα όμως είναι πολύ θλιβερό και ψυχοφθόρο για περαιτέρω αναφορά.
* Ο Γιάννης Ξενίδης, είναι Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ