Κακός Αύγουστος για μακαρόνια
Ένα αιώνιο κείμενο για αυτό το μήνα.
Έβραζαν τα μακαρόνια πάνω στο γκάζι, στην αποθήκη, που την είχε για δεύτερη κουζίνα, για να μην λερώνει την πρώτη. Την πρώτη, όπου έμπαινες από την μπροστινή πόρτα του σπιτιού, μια σιδερένια πόρτα με τζάμι, την είχε πάντα τσίλικη. Καθαρή. Εκεί μας έβαζε όλους, δικούς και ξένους. Σαλόνια και τραπεζαρία τα είχε πάντα κλειστά, τα άνοιγε μόνο σε γιορτές, αρραβώνες και γάμους. Κι από γλέντια και τραπεζώματα άλλο τίποτα. Να οι αρραβώνες της Ρούλας με τον Λάκη, να ο Αντώνης και η Ντίνα που κλέφτηκαν, η Ελένη και ο Τάκης, η Δέσποινα με τον Τάκη, ο Δημητρός με την Μαρία. Ποιά ήταν τα σουξέ σ’ αυτά τα γλέντια; «Τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε» και «Δε μπορώ μανούλα μου, δε μπορώ άσυρε να φέρεις το γιατρό». Ντυσίματα-υπερπαραγωγές 70ς, σαν επίδειξη μόδας του Τσεκλένη. Η Ρούλα στον αρραβώνα της έραψε ένα κομψό ροζ φόρεμα, σαν αυτό που φορούσε η Χλόη Λιάσκου στο «Κορίτσια για Φίλημα» στη σκηνή που χορεύουν με τον Βουτσά μπροστά σε όλα τα αξιοθέατα της Ρόδου. 5 παιδιά, 12 εγγόνια. Δεν είχε προλάβει να σουρώσει τα μακαρόνια κι ο νους της ήταν εκεί. Μη λασπώσουν και δεν τρώγονται.
Δεν παραπονιότανε ποτέ, δεν την είδα μια φορά να λυγίζει, όλα τα προλάβαινε, μας είχε όλους βασιλιάδες. Στην γύρα όλη τη μέρα, από κοριτσάκι. Μισούσε το καθισιό όπως ο διάολος το λιβάνι. Φορούσε σκούρα φορέματα ακόμα και το καλοκαίρι, δεν έβγαζε από το κεφάλι της ποτέ, παρά μόνο στον ύπνο, το λευκό της τσεμπέρι, γυάλιζε στο μέτωπό της μια μαύρη γραμμή, τα μαλλιά της κατάμαυρα, μακριά, λαμπερά, τα φρόντιζε με ελαιόλαδο.
Γέμιζε μια κούπα, βουτούσε μέσα τα δάκτυλά της κι έτριβε μετά τα μαλλιά της… Όταν ήμασταν μόνοι κι έβγαζε τη μαντήλα από το κεφάλι της, ήταν μια άλλη γυναίκα, άλλη εικόνα, διάφανος εαυτός. Κοιταζότανε στον μικρό καθρέφτη της κουζίνας, τα χτένιζε, τα ίσιωνε, πετούσε τις νεκρές τρίχες, τα στριφογύριζε, έφτιαχνε τον κότσο, έβαζε τα τσιμπιδάκια της, μια τελετή όλο αυτό, μέσα στη σιωπή. Δεν της μιλούσα, δεν την ρώτησα ποτέ γιατί δεν αφήνε ελεύθερα τα μαλλιά της, έτσι την γνώρισα, έτσι έμαθα να την αγαπώ, ως τον ουρανό κι ακόμα παραπάνω, έτσι κέρδιζε τους πάντες. Λιγομίλητη, σκληρή με τον εαυτό της, και με μας, έφτανε το βλέμμα της να σε γονατίσει από θυμό, λατρεία, απορία, πόνο. Δεν μιλούσε, δεν άνοιγε θέματα, ρωτούσε τα νέα μας, στα δικά της έκανε πάντα κάτι μορφασμούς, δεν ήξερες, χαίρεται, λυπάται, αδιαφορεί, υπομένει, ζει, αρρωσταίνει…. κουβέντα δεν έπαιρνες από το στόμα της, μόνο οι μορφασμοί της την πρόδιδαν.
Έβραζαν τα μακαρόνια κι αυτή πηγαινοερχότανε. Μιλούσε με τους γείτονες, χώριζε τα τάπερ για να βάλει μέσα το φαγητό, να το μοιράσει στον άνδρα της και στα αγόρια της, που την περίμεναν κάθε μεσημέρι την ίδια ώρα να τους πάει «τι καλό είχε μαγειρέψει» στη δουλειά. Έθιμο ήταν αυτό, άγραφος νόμος, η μέρα της μαρμότας. Με τις πλαστικές σακούλες στα χέρια, έπαιρνε, κάθε μεσημέρι στη 1, το δρόμο για το γκαράζ, μια 20λεπτη διαδρομή με το δικό της βάδισμα.
Οι δυο της γιοι και ο άνδρας της, όταν παρατήσανε τους στάβλους και τα ζώα, άνοιξαν ένα βενζινάδικο, όλοι το λέγαμε γκαράζ. Ο Δημητρός κι ο Αντώνης, οι γιοι της, παντρεμένοι, με τις οικογένειές τους, αλλά το φαγητό τους ήταν δική της υπόθεση. Στα κορίτσια της δεν έκανε το ίδιο, γιατί και η Ρούλα και η Ελένη και η Δέσποινα είχανε φτιάξει τα νοικοκυριά τους. Δεν δεχότανε όμως να την βοηθήσουν οι νύφες της, το φαγητό για το γκαράζ, μεσημεριανό και βραδινό, αυτή το ετοίμαζε. Δεν της έπαιρνε κανείς αυτό το «μεροκάματο». Θύμωνε έτσι και της έλεγες, «κάτσε ξεκουράσου….»
«Τα μακαρόνια…» ήταν η τελευταία λέξη που βγήκε από το στόμα της, καθώς ξεψυχούσε στα πλακάκια της αυλής. Αύγουστος, κακός μήνας, πριν από 20 χρόνια, νέα στα 60 της, με τον καύσωνα να βαράει στο ψαχνό, ζαλισμένη από το λιοπύρι, μόνη της, να νιώθει την καρδιά της να μεγαλώνει, την ανάσα της να κόβεται, λιποθυμιά…. «Τα μακαρόνια…». Μια γειτόνισσα ειδοποιεί το ΕΚΑΒ. Η σειρήνα του ασθενοφόρου ουρλιάζει από μακριά, τρυπάει τα στέρνα, παγώνει τον Αύγουστο, ο οδηγός δεν μπορεί να εντοπίσει το σπίτι, Μακεδονομάχων 21 ρε άνθρωπε, τόσο δύσκολο;
Η Ελένη και η Δέσποινα πετάνε τα παπούτσια τους και τρέχουν ξυπόλητες στους δρόμους, κατά κει που ακούγεται η σειρήνα, να βρούνε το ασθενοφόρο, μπας και προλάβουν το μοιραίο. Η Ρούλα μέσα σ’ ένα χρυσαφί Φόρντ Κορτίνα, επιστρέφει από τη Γερακινή, αλατισμένη από την θάλασσα, συντρίμμι μπροστά στο οριστικό. Εγώ; Στα πρώτα μου βήματα στο ραδιόφωνο, χτυπάει το τηλέφωνο του σταθμού, με ψάχνει η Χρυσούλα που έμαθε από τη ξαδέλφη μας τη Ζωή, πως η γιαγιά δεν είναι καλά. Τηλεφωνώ στο σπίτι της Μακεδονομάχων, το σηκώνει μια γυναικεία φωνή, δεν ξεχωρίζω ποια είναι, ούτε θέλω να μάθω, το νιώθω όμως, πως κάτι τρελό πάει να ξεστομίσει. Κι ανοίγει το ηλίθιο-κακεντρεχές-κουτσομπόλικο και βάρβαρο στόμα της και πετάει μια ξερή και τρισάθλια κοτσάνα: «Αχ Κωστάκη μου, η γιαγιά σου πέθανε». Της έκλεισα το τηλέφωνο, έβαλα μπρος το Ντε Σε Βο κι έκανα την απόσταση Καλαμαριά- Εύοσμος σε 5 λεπτά. Η γιαγιά Χρύσα άλλαξε διεύθυνση στις 16 Αυγούστου 1994, 11 παρά τέταρτο το πρωί. Και ναι, χωρίς να έχει σουρώσει τα καταραμένα μακαρόνια (που είναι πάντα άνοστα, τέτοια εποχή).