Καλοκαιρινές απουσίες
Άνθρωποι που έχουμε συνδυάσει με τα καλοκαίρια μας, αλλά φεύγουν ξαφνικά και μένει μόνο η ανάμνησή τους - Γράφει η Γωγώ Τέτου
Λέξεις: Γωγώ Τέτου
Δεκαεφτά συνεχόμενα καλοκαίρια κάνω διακοπές στη Νικήτη.
Με το που θα ξυπνήσω, νωρίς το πρωί, πλένω δόντια, βάζω αντηλιακή, σορτσάκι, μπλουζάκι ανοιχτόχρωμο, σπορτέξ, πίνω το χάπι του θυρεοειδούς, παίρνω το καπελάκι μου και βγαίνω στο δρόμο.
Κάνω μια διαδρομή πέντε χιλιομέτρων κατά μήκος της παραλίας. Μη φανταστείτε ότι τρέχω, δεν κάνω τζόκιγκ, απλώς περπατάω με ρυθμό, χωρίς σταματημό.
Την ώρα εκείνη τα μαγαζιά είναι κλειστά, καμιά φορά δύο τρία είναι ανοιχτά και δουλεύουν οι καθαρίστριες, στην ακροθαλασσιά κοιμούνται δύο τρία σκυλιά, επικρατεί ησυχία, ακούω μόνο τη φωνή της θάλασσας, όταν έχει αέρα.
Σε όλη τη διαδρομή συναντάω δέκα με δεκαπέντε περιπατητές, ανταλλάσσουμε μια σκέτη καλημέρα και προχωράμε .
Όλα τα χρόνια, κάθε φορά που περνούσα μπροστά από το χαμηλό σπιτάκι της φωτογραφίας έβλεπα να κάθεται στο μικρό μπαλκόνι μια μαυροφορεμένη ηλικιωμένη γυναίκα. Μαλλί κοντό, σπαστό, άσπρο σαν χιόνι, ίδιο της συγχωρεμένης της μάνας μου. Πρόσωπο σταρένιο, γεμάτο ρυτίδες και καλοσύνη. Πρέπει να ήταν πολύ όμορφη στα νιάτα της και χρυσοχέρα. Το είχα καταλάβει από τις πλεκτές με τσιγκελάκι κουρτίνες που είχε στα παράθυρα και την κεντρική είσοδο του σπιτιού.
Πάνω στο τραπεζάκι υπήρχε μια γλάστρα με σγουρό βασιλικό.
Προέκταση του χεριού της ήταν το μπαστούνι της. Κάθε φορά που την έβλεπα να σκουπίζει το δρόμο από τα φύλλα και τα πεσμένα άνθη της βουκαμβίλιας έσερνε το πόδι της. Κούτσαινε.
– Καλημέρα, έλεγα. – Καλημέρα, απαντούσε. – Όλα καλά; – Όλα καλά!
Αυτή ήταν η καθιερωμένη συνομιλία μας.
Φέτος, όσες φορές πέρασα μπροστά από το σπίτι, δεν την είδα. Για ένα περίεργο λόγο, άρχισα να ανησυχώ για αυτή την γυναίκα που δεν ήξερα τίποτα για τη ζωή της.
Μήπως αρρώστησε; αναρωτιόμουν. Μήπως είναι στο κρεβάτι και δεν μπορεί να σηκωθεί; Μήπως έφυγε από τη ζωή;
Τις προάλλες, στη δική της καρέκλα καθόταν ένας κύριος (ήταν ο γιος της όπως μου είπε) , πήρα το θάρρος και τον ρώτησα:
– Δεν βλέπω τη μητέρα σας… είναι καλά;
– Εκεί επάνω που πήγε, μάλλον είναι καλά, μου απάντησε δείχνοντας τον ουρανό.
Α! Πόσο, στ’ αλήθεια, λυπήθηκα για αυτή τη γυναίκα. Και πόσο πολύ μου λείπει η “καλημέρα” της.
Τώρα, κάθε φορά που περνάω από αυτό το σημείο, ακούω τη φωνή της Μπέλλου:
Τα σπίτια είναι χαμηλά σαν έρημοι στρατώνες τα καλοκαίρια μας μικρά και ατέλειωτοι οι χειμώνες
*Η Γωγώ Τέτου είναι δημοσιογράφος