Καλοκαίρι με τους Φίσερ
Κι όμως, δεν ήταν ένα καλοκαίρι φτωχό σε γεγονότα. Παρά την ασφυκτική πολιορκία του από τον κολοσσό της Κρόνιν, το γραφείο κηδειών της οικογένειας Φίσερ συνέχισε να λειτουργεί, πράγμα λογικό, αφού ο κόσμος δεν σταμάτησε να πεθαίνει και μάλιστα με τη συχνότητα ενός θανάτου ανά πενήντα λεπτά. Θάνατοι άλλοι αναμενόμενοι –καρκίνοι γεράματα-, άλλοι ξαφνικοί –πολλά […]
Κι όμως, δεν ήταν ένα καλοκαίρι φτωχό σε γεγονότα. Παρά την ασφυκτική πολιορκία του από τον κολοσσό της Κρόνιν, το γραφείο κηδειών της οικογένειας Φίσερ συνέχισε να λειτουργεί, πράγμα λογικό, αφού ο κόσμος δεν σταμάτησε να πεθαίνει και μάλιστα με τη συχνότητα ενός θανάτου ανά πενήντα λεπτά.
Θάνατοι άλλοι αναμενόμενοι –καρκίνοι γεράματα-, άλλοι ξαφνικοί –πολλά τροχαία κι ατυχήματα στο σπίτι-, κι άλλοι λίγο κουτοί ή αστείοι, όπως εκείνος του Εβραίου δικηγόρου που παρέδωσε το πνεύμα απολαμβάνοντας το «παιχνίδι της αναπνοής» (το ξέρεις;). Με αφορμή τα της κηδείας του δικηγόρου γνώρισε ο Νέϊτ τη ραβίνο Άρι και την ψιλοερωτεύτηκε, με τον τρόπο που κάποιος που δεν μπορεί να πιστέψει σε τίποτα γοητεύεται από κάποιον που έχει βρει κάπου να πιστέψει. Και για το Νέϊτ – τώρα που όλα τέλειωσαν μπορούμε να το πούμε δυνατά- το χαρτί της πίστης ήταν πάντα σημαδεμένο, αν και προσπάθησε πολύ, μέχρι το τέλος προσπαθούσε. Κι ούτε της Λίζας η εξαφάνιση του έφταιγε ούτε της Μπρέντα η κατατονία, άλλα του έλειπαν. Σ’ όλους έλειπαν άλλα αλλά δεν τους έλειπαν τα ίδια, κι αυτό ήταν που έκανε τη μεταξύ τους επικοινωνία τόσο αναιμική και τις σχέσεις τους δραματικά δυσλειτουργικές (τι σου θυμίζει αυτό;).
Έζησα με τους Φίσερ ολόκληρο τον Ιούλιο, η ζωή πήγαινε κι ερχόταν με την ταχύτητα επεισοδίων καλομονταρισμένης τηλεοπτικής σειράς, γραμμένης και σκηνοθετημένης δεξιοτεχνικά, σαν υπαρξιακή παραβολή. Όλα συνέβαιναν εκεί που δεν το περίμενα. Λίγα, πολύ λίγα τα ευχάριστα αλλά έτσι έπρεπε: η Μπρέντα γέννησε ένα κοριτσάκι –στο τέλος, ήθελε σαν τρελή ένα παιδί, επιθυμούσε να ζήσει μια «φυσιολογική» ζωή, αγνοώντας έναν τοίχο στη Δελφών που ισχυρίζεται, καιρό τώρα, ότι «η κανονικότητα είναι μιζέρια». Αλλά τι άλλο απ’ τη μιζέρια μένει να νοσταλγήσεις όταν έχεις μεγαλώσει με δυο γονείς ψυχοθεραπευτές, μητέρα τη Τζοάνα Κάσσιντυ και αδελφό σχιζοφρενή; Η Λίζα χάθηκε άδοξα αφήνοντας πίσω της μια κόρη κι ένα μυστικό που παραλίγο να τρελάνει το Νέϊτ, η Κλαιρ ερωτεύτηκε έναν Ρεπουμπλικάνο (ή την ερωτεύτηκε αυτός κι αυτή έμεινε – συμβαίνει να μένεις με κάποιον που σ’ ερωτεύεται ενώ εσύ όχι, ή, τέλος πάντων, όχι και πολύ, που είναι σκληρότερο κι από όχι, αν με πιάνεις), ο Κηθ και ο Ντέϊβιντ υιοθέτησαν δυο νεγράκια και η μητέρα Φίσερ έζησε στο τέλος μακριά απ’ όλους τους άντρες της, συντροφιά με την κολλητή της, που την λένε Κάθυ Μπέϊτς και μπορεί να την έχεις δει στο «Μίζερι». Ανθρώπινοι όλοι τους, φανατικά «μη ορθοί» πολιτικά, μέχρι τους τίτλους του τέλους. Ίσως και μετά απ’ αυτούς, δεν ξέρω.
Έκαιγε ο Ιούλιος, ευτυχώς το σπίτι των Φίσερ ήταν δροσερό, αν και ευήλιο. Χτισμένο στις παρυφές του Λος Άντζελες του Μπους (τον οποίον, παρεμπιπτόντως, η οικογένεια ούτε να τον χέσει), άνετο, με μεγάλη αυλή, μόνο που κανείς δεν έβγαινε να παίξει. Μια βαθιά, ξύλινη σκάλα έβγαζε κατευθείαν στο ισόγειο με τα πτώματα. Κατέβαινα διακριτικά και παρατηρούσα το Ρίκο να προετοιμάζει τους νεκρούς για την τελευταία τους δημόσια εμφάνιση. Δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθώ. Ακόμα κι όταν κάποιος νεκρός εμφανιζόταν και ακολουθούσε τους ζωντανούς – τις πιο πολλές φορές ο πατέρας της οικογένειας, ονόματι Ναθαναήλ – δεν ήταν για να τρομάξεις αλλά για να μάθεις, ακόμα και για να χαρείς, γιατί όχι; Υπάρχουν, βλέπεις, πάντοτε χρωστούμενα, δεν κλείνουν όλοι λογαριασμοί με το που πεθαίνει κάποιος, τι φαντάστηκες; Κανείς, εξάλλου, απ’ αυτούς που σ’ αγάπησε δεν τελειώνει ποτέ, εκτός αν τελειώσει μέσα σου. Όλοι συνεχίζονται και συνεχίζουν το βιολί τους. Και παίζεις κι εσύ το δικό σου, όχι με κανένα σπουδαίο ταλέντο αλλά με τον τρόπο σου, φτάνει να τον βρεις, φυσικά και μπορείς, ο Σινάτρα δηλαδή πώς τον βρήκε;
Αυτά λέγαμε με τους Φίσερ, λίγο πριν – λίγο μετά την κάθε κηδεία, ντάλα καλοκαίρι, μετά το ποδήλατο. Τσιγάρα, μπύρες, μελιτζάνες και μια φορά φακές, κεράσια, μαύρα γέλια και το κινητό στο αθόρυβο. Κάποιος που πέθαινε, κάποιοι που ζούσαν, κάποιος που έκοψε το νήμα των ημερών του, ηθελημένα ή αθέλητα, και γύρω εμείς οι υπόλοιποι που συνεχίζαμε να πλέκουμε το δικό μας. Αφού σε λίγο ψύχρα, θέλουν καινούργια ζακέτα τα βράδια.- Οι έξι κύκλοι επεισοδίων της πολυβραβευμένης αμερικάνικης σειράς « Six feet under» (2001 – 2005), που υπογράφει ο σεναριογράφος του “American Beauty” Άλαν Μπολ, κυκλοφορούν σε dvd από την HBO, με ελληνικό τίτλο «Γραφείο κηδειών Φίσερ».