Καλοκαιρινό όνειρο
Τα Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού οι γονείς της έφευγαν για το εξοχικό τους στη Χαλκιδική. Θυμόταν την πρώτη φορά που τον είχε καλέσει σπίτι της.
Καθόταν και περίμενε στις άβολες καρέκλες της αίθουσας αναμονής, δεν ένιωθε και τόσο άνετα. Λίγο η αποστροφή του για τα νοσοκομεία, λίγο οι νοσηλεύτριες με τα πονηρά γέλια που δεν του έδιναν καμία απολύτως σημασία είχαν κάνει την ψυχολογία του σκατά. Την κατάσταση χειροτέρευε μια υπέρβαρη ή απλά χόντρη γυναίκα που έπαιζε φωνάζοντας με την μικρή της κόρη. Σε κάποια φάση η υπέρβαρη, χόντρη κύρία γύρισε προς την μικρή και της είπε: « Αν δεν κάτσεις καλά, απόψε δεν θα κοιμηθούμε μαζί» Η πρώτη σκέψη που του ήρθε στο μυαλό ήταν «Χριστέ μου, αυτό ακούγεται περισσότερο σαν λύτρωση παρά σαν τιμωρία» Κοίταξε τη μικρή μεσα στα ματια σαν να ήθελα να της πει «κάνε περισσότερη φασαρία, μόνο έτσι θα μπορέσεις να αποφύγεις να περάσεις την νύχτα σου με μια φάλαινα» Το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει το κοριτσάκι να κλάψει και τη χόντρη να του ρίξει ένα ξινισμένο βλέμμα γεμάτο μίσος. «Σκατά. Τι θέλω και ανακατεύομαι στις ζωές των άλλων», σκέφτηκε.
Την είχε προσέξει από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι της στο λύκειο. Στο λύκειό του καλύτερα. Ειχε μείνει ήδη δυο χρονιές στο γυμνάσιο και άλλη μια στην πρώτη λυκείου. Εκεί πρέπει να παραδεχτώ πως ήταν άτυχος, καθότι έπεσε σε χρόνια μεταρρυθμίσεων του εκπαιδευτικού συστήματος και όσο και αν ήθελαν οι καθηγητές να τον ξεφορτωθούν, προάγοντάς τον, εκείνη τη μοναδική χρόνια είχε καταργηθεί ο θεσμός των μετεξεταστέων. Δηλαδή αν έμενες έστω και σε ένα μάθημα έμενες για τα καλά. Δηλαδή σκέτη γκαντεμιά.
Περνούσε όλα τα υπόλοιπα παιδιά 3 χρονια. Ήταν ο μοναδικός που στην τριήμερη, εκτός από χίλιες δυο άχρηστες μαλακίες, ειχε μαζί του ένα mach 3, gel ξυρίσματος και after shave Nivea. Tα ξυραφάκια του έκαναν 15 εύρώ και κάθε φορα που η μάνα του έφερνε καινούρια ανταλλακτικά, γκρίνιαζε για το ποσο ακριβά και για το ποσο αποτυχημένος ήταν. Πότε, πότε ανταπέδιδε και εκείνος τις προσβολές αλλά μετά πάντα ένιωθε τύψεις για το γεγονός πως μίλησε άσχημα στην μητέρα του και έτσι είχε πάρει την απόφαση να κλείνεται στο δωμάτιό του (το οποίο έμοιαζε υπερβολικά παιδικό για έναν άνθρωπο της ηλικίας του) και να δυναμώνει προκλητικά την ένταση της μουσικής. (Πράγμα επίσης παιδικό).
Ήταν ο άρχοντας του σχολείου και αυτό το γνώριζαν όλοι. Όποιον έβλεπε να της κολλάει του έκανε τη ζωή μαύρη, με κάθε τρόπο. Με τα κορίτσια δεν τα πήγαινε και τόσο καλά, μάλλον τoν φοβόντουσαν. Ναι μεν είχε κάποια ατού σε σχέση με τους υπόλοιπους ανταγωνιστές, όπως ένα φτιαγμένο cub 90cc, δυο τρύπες στο αριστερό αυτί και αναπτυγμένη σωματική διάπλαση,έχανε όμως σημαντικά στον πρόλογο. Έπρεπε να καταλαβει πριν είναι πολύ αργά και εκείνος καταλήξει στην οικοδομή με τον πατέρα του και εκείνη σε κάποιο πανεπιστήμιο της επαρχίας, γλεντώντας και αλλάζοντας καθημερινά σεντόνια στο ημίδιπλο κρεβάτι της, πως σε κανένα κορίτσι δεν αρέσει να το φτύνουν, να του κολλάνε τσίχλες στα μαλλιά η να το φωνάζουν “μπάζο” .
‘Oλα αυτά ήταν απλά εκφάνσεις μιας ανώριμης σεξουαλικότητας. Πρόταση της οποίας η μόνη λέξη που γνώριζε ήταν το «μιας» και αυτή όχι με τόσο μεγάλη σιγουριά για το πού και πώς πρέπει να χρησιμοποιηθεί.
Τα Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού οι γονείς της έφευγαν για το εξοχικό τους στη Χαλκιδική. Θυμόταν την πρώτη φορά που τον είχε καλέσει σπίτι της. Ο θόρυβος από τη Sebring εξάτμιση θα ξυπνούσε σίγουρα τη γιαγιά της που έμενε ακριβώς δίπλα. Έσβησε τη μηχανή δυο στενά πριν φτάσει, το πήγε τσουλώντας και πάρκαρε κάτω από μια λάμπα. Εκείνο το βράδυ η ασημόλευκη πέρλα πάνω στα πλαστικά έλαμπε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, λίγο πριν ξημερώσει, με τους γονείς της να κοιμούνται ήσυχοι στο εξοχικό τους, ήσυχοι πως κανένας δεν πρόκειται να τους διαφθείρει τη μονάκριβη κορούλα και με τον υπόλοιπο κόσμο να στροβιλίζεται στη δίνη του καλοκαιρινού Ονείρου, εκείνοι ήταν απλά εκεί, κοιτάζοντας το ταβάνι και απαριθμώντας τα γλυκά που τραβούσε η όρεξη τους. «Λοιπόν, εγώ θα ήθελα.. χμ, ίσως μια τρούφα. Αλλά όχι με τη φτηνιάρικη σοκολάτα, με την καλή, εκείνη που είναι σαν κρέμα» «Ίσως ένα φρέσκο ροξ» συμπλήρωσε εκείνη. «Όχι, όχι το βρήκα! Ένα σουφλέ σοκολάτας, να χώνεις μεσα το κουτάλι και να τρέχει ζεστή σοκολάτα».
Μπορούσαν να το κάνουν για ώρες αυτό. Άφηναν την φαντασία τους ελεύθερη και λέγανε για φαγητά, για ταξίδια που θα ήθελαν να κάνουν, για μέρη που θα ήθελαν να δουν, για πράγματα που θα ήθελαν να αποκτήσουν.
Το πρώτο φως του ήλιου τους έβρισκε πάντα με άδεια χέρια.
Τα λεπτά περνούσαν αργά και ένιωθε τον κώλο του να ιδρώνει στην κίτρινη πλαστική καρέκλα. Γιατροί πηγαινοέρχονταν πέρα δώθε, άλλοτε βιαστικοί κρατώντας μεγάλους πράσινους φακέλους και άλλοτε χαλαρά φλερτάροντας με τις νοσοκόμες. Το μέτωπο του έσταζε, το στομάχι του πονούσε και δυο σκέψεις του βασάνιζαν το μυαλό: «Ποιο θα είναι το επόμενο πιστόνι που θα βάλω στο παπί και γαμώτο έπρεπε να είχα φορέσει προφυλακτικό». Λούφαξε πίσω την πλάτη και άφησε ελεύθερο το λαιμό του.
Κοιτούσε τις μεγάλες λάμπες φθορίου. Έμεναν μόνο δέκα μέρες για το Σεπτέμβριο.