Κανένα νέο απ’ τις παπαρούνες
Έχω να βγω βράδυ απ’ το σπίτι κάτι αιώνες. Την τελευταία φορά φύσαγε ένας βοριάς τόσο λυσσασµένος που στην επιστροφή, µέσα απ’ τα τζάµια του ταξί, µέτραγα παγωµένα αρνάκια και κοκαλωµένους βοσκούς. Μουδιασµένος µπροστά σ’ αυτή τη σκοτεινή βουκολική εικόνα, έβγαλα κι έδωσα στον ταξιτζή αντί για πεντάευρο ένα εκπτωτικό κουπόνι από κατάστηµα ειδών κουζίνας, […]
Έχω να βγω βράδυ απ’ το σπίτι κάτι αιώνες. Την τελευταία φορά φύσαγε ένας βοριάς τόσο λυσσασµένος που στην επιστροφή, µέσα απ’ τα τζάµια του ταξί, µέτραγα παγωµένα αρνάκια και κοκαλωµένους βοσκούς. Μουδιασµένος µπροστά σ’ αυτή τη σκοτεινή βουκολική εικόνα, έβγαλα κι έδωσα στον ταξιτζή αντί για πεντάευρο ένα εκπτωτικό κουπόνι από κατάστηµα ειδών κουζίνας, απ’ όπου προ καιρού είχα αγοράσει ένα ωραιότατο τηγάνι (µε καπάκι). Ο ταξιτζής ήταν πολύ ευγενικός, δε νευρίασε, δε µε γαµοσταύρισε – πάνε τα χρόνια που οι ταξιτζήδες σε γαµοσταύριζαν για κάτι τέτοιες αστοχίες – απλώς κοίταξε για λίγο µια το κουπόνι, µια τα παγωµένα αρνάκια έξω και µια εµένα και στο τέλος, έχει λήξει, µου είπε. Ισχύει µόνο για δυο µήνες. Άρα από το απόγευµα (ή µήπως ήταν πρωί;) της αγοράς του τηγανιού είχαν περάσει δυο µήνες, γεγονός που µε σόκαρε κάπως, δεδοµένου ότι σε αυτούς τους δύο µήνες δεν θυµόµουν να έχω µαγειρέψει τίποτα στο συγκεκριµένο τηγάνι (όπως και σε οποιοδήποτε άλλο σκεύος).Τέλος πάντων, βρήκα πεντάευρο (θαύµα, θαύµα!) και του το ‘δωσα, κατέβηκα απ’ το ταξί, µε πήρε ο βοριάς απ’ τα µούτρα, µια πλαστική σακούλα πέρασε από πάνω µου και µετά ξεψύχησε µπροστά στα πόδια µου ακριβώς τη στιγµή που ο Απέναντι πάρκαρε τη µηχανή του στην πυλωτή της πολυκατοικίας του. ∆ευτερόλεπτα πριν εξαφανιστεί πρόλαβα να σκεφτώ ότι τελικά είναι πιο κοντός απ’ ό,τι δείχνει στο µπαλκόνι του. Αλλά µπορεί και να έφταιγε η πυλωτή αφού, χωρίς να µπορώ να το αιτιολογήσω, στις πυλωτές όλοι δείχνουν κοντοί ή, τουλάχιστον, πιο κοντοί απ’ όσο είναι στα µπαλκόνια τους. Αυτή λοιπόν ήταν και η τελευταία φορά που µε είδαν οι νυχτερινοί δρόµοι της πόλης. Μου λένε ότι τα βράδια στη Θεσσαλονίκη γίνονται διάφορα άσχετα πράγµατα και πριν προλάβω να ρωτήσω (δεν θα ρωτούσα, έτσι κι αλλιώς) απαριθµούνε µαγαζιά που ανοίγουν εκεί που άλλα κλείνουν και σ’ όλα γίνονται κάτι «τρελά πάρτι» µε λάιβ, θεατρικές παραστάσεις και εικαστικές περφόρµανς (δυσοίωνος όρος) και, κυρίως, µε πλήθος κόσµου, ένα πλήθος που αποτελείται, φαντάζοµαι, απ’ όλους εκείνους που αδιαφορούν τόσο για το βοριά που τ’ αρνάκια παγώνει όσο και για τα φρεσκοαγορασµένα τηγάνια µε καπάκι που σκονίζονται στα ντουλάπια. Μαγκιά τους. Εµείς εδώ γύρω (εγώ δηλαδή, ίσως και ο Απέναντι) είµαστε καταδικασµένοι να απέχουµε από τις ξέφρενες νύχτες της πόλης και µε βοριά και µε νοτιά. Παρατηρούµε απλώς – χωρίς κανέναν ιδιαίτερο φανατισµό, σχεδόν τυχαία – τις εποχές ν’ αλλάζουν προσπαθώντας ν’ απαντήσουµε σε διάφορες επείγουσες ερωτήσεις όπως what are you doing next in your life ή πού εξαφανίστηκαν ξαφνικά τα ανοιξιάτικα ταγέρ, αυτά που κάποτε τα λέγανε ντεµί σαιζόν και τα φόραγε η Λίλυ Παπαγιάννη (επίσης: πού βρίσκεται η Λίλυ Παπαγιάννη;). Αρχίσαµε κιόλας να ιδρώνουµε λίγο, ο Απέναντι τ’ απογεύµατα φοράει ένα µωβ πόλο και καπνίζει κοιτώντας τον ακάλυπτο ρεµβαστικά, λες και βρίσκεται σε κατάστρωµα πλοίου και µπροστά του ξετυλίγεται µια πανηγυρική θάλασσα µε κύµατα αποτσίγαρα, πολλά από τα οποία είναι δικά του (και δικά µου). Αλλά εντάξει, όποιος θέλει να βαφτίζει τον ακάλυπτο Αιγαίο Πέλαγος δικαίωµά του, θα µπορούσα να πω και µαγκιά του αλλά την ξαναέγραψα τη λέξη πιο πάνω, ας µην επαναλαµβάνοµαι. Γενικά δε ζεις εύκολα σ’ αυτή την πόλη αν δεν αλλάξεις λίγο τα ονόµατα και το βλέµµα σου, αν δε δεις ό,τι θες όπου θες µ’ άλλα λόγια. Νοµίζω ότι σ’ αυτό – πες το ψευδωνυµία πες το ψυχαναγκασµό – πρέπει να ασκηθούµε όλοι αν θέλουµε να τη βγάλουµε καθαρή. Εγώ προσωπικά κάνω ό,τι µπορώ και πολλά (ανησυχητικά πολλά) απογεύµατα, από τότε που µεγάλωσε η µέρα, σκέφτοµαι τη ∆ελφών σαν λίµνη µε νούφαρα ή λιβάδι µε παπαρούνες ή κάτι, τέλος πάντων, αντίστοιχα ανακουφιστικό και παρήγορο, προσπαθώντας να µην πτοηθώ από το γεγονός ότι εδώ και χρόνια δεν έχω κανένα νέο απ’ τις παπαρούνες και τα νούφαρα, όπως και απ’ τις νύχτες στην πόλη. Στην πραγµατικότητα η πόλη είναι ένα άγονο λιβάδι, µόνο που κάποια στιγµή ζεσταίνει ο καιρός, δεν φυσάει πια άρα δεν υπάρχουν παγωµένα προβατάκια και µπορείς να φανταστείς ότι στους δρόµους ανθίζει (ή βόσκει) ο,τιδήποτε. Ή να µη φανταστείς τίποτα, να µπεις στο διαµέρισµα και να σαπίσεις στους καναπέδες φλερτάροντας ανελέητα το ταβάνι, ενώ κάπου εκεί έξω χίλιοι κι ένας ξεφαντώνουν σε «τρελά πάρτι» χορεύοντας άγαρµπα σουίνγκ ή παρατηρώντας µια εικαστική µαλακία, χύνοντας κατά λάθος το τζιν τόνικ τους στα µπούτια του διπλανού τους, τσεκάροντας ανά πεντάλεπτο τις εισερχόµενες κλήσεις τους, ξεφλουδίζοντας φιστίκια ή µαδώντας µαργαρίτες, και µόνο µαργαρίτες αφού, είπαµε, από τις παπαρούνες δεν έχουµε νέα.-
(Από το ηµερολόγιο του Θεόφιλου Παπάγου)
*Η φωτογραφία είναι του Θάνάση Σταθόπουλου