Κανένας λόγος τελευταία, για να είμαστε «εθνικά υπερήφανοι»

Για να γίνουμε «εθνικά υπερήφανοι» λοιπόν για κάτι, δεν θα αρκεί να μπουν μερικά χρήματα στη τσέπη μας. Θα χρειαστούν πολύ περισσότερα.

Θάνος Στρατάκης
κανένας-λόγος-τελευταία-για-να-είμαστ-941587
Θάνος Στρατάκης

Υπάρχουν λόγοι που κάνουν τους λαούς να αισθάνονται υπερήφανοι για τα επιτεύγματα τους σε πεδία όπως αυτό του πολιτισμού, του αθλητισμού, της υγείας κ.α. Κανένας λόγος τελευταία, για να είμαστε εθνικά υπερήφανοι στην Ελλάδα. Μάλλον έχουμε βυθιστεί στην μελαγχολία.

«Ένα μεγάλο έργο θα αλλάξει τη φυσιογνωμία της πόλης». «Μία Ελληνίδα σκακίστρια κέρδισε το πρώτο διεθνές βραβείο». «Η Ελλάδα πρωταθλήτρια στον τουρισμό». «Ένα υπερσύγχρονο F-16, και ένα πυρηνικό εργοστάσιο».

Αν εξαιρέσεις το αστυνομικό ρεπορτάζ, που έχει πάντα την τιμητική του σε εποχές ανασφάλειας και μαγνητίζει διαχρονικά τους ανθρώπους, από τα ρεπορτάζ πρέπει επίσης κάθε μέρα να νιώθουμε «εθνικά υπερήφανοι» για τις επιτυχίες των συμπατριωτών μας ή για τα έργα των πολιτικών και οικονομικών μας ελίτ που «αλλάζουν την Ελλάδα».

Παρατηρώντας όμως τη δική μας Ελληνική κοινωνία σήμερα, διαπιστώνει κανείς ότι τα τελευταία 20 χρόνια –τουλάχιστον- δεν υπάρχει πραγματικά κανένας λόγος σε αυτή τη χώρα για να νιώθεις εθνικά υπερήφανος ή να ελπίζεις.

Ή ακόμα και όταν γίνεται, αυτό είναι για πράγματα που έχουν συμβεί σε ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Ή συμβαίνουν στο παρόν, μάλλον όμως χάρη στις προσωπικές προσπάθειες και στερήσεις των ανθρώπων που φέρνουν επιτυχίες, σε ένα περιβάλλον Ελληνικό που ήταν όμως «εχθρικό» ή βοήθησε ελάχιστα (βλ. Γιάννης Αντεντοκούμπο, Αντιγόνη Ντρισμπιώτη κ.α.).

Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη και στα άλλα μέτωπα, πέραν του αθλητισμού, ερασιτεχνικού ή επαγγελματικού.

Γιατί ο Έλληνας να είναι υπερήφανος για το εθνικό σύστημα υγείας του, για τις υποδομές, ή για τις σιδηροδρομικές γραμμές της ή η Ελληνίδα, όπως μπορεί να συμβαίνει σε κάποια κράτη του προηγμένου βορρά που δεν χρειάζεται να ξοδεύουν σκασμούς για να πάνε στο εξωτερικό ή ακόμα και στην πρωτεύουσα τους;

Γιατί να αισθάνεται περήφανος που οι περισσότεροι άνθρωποι του πολιτισμού ψωμολυσσάνε και μεγάλο μέρος της νεολαίας της χώρας συνεχίζει να μεταναστεύει, προοδεύει μεν στο εξωτερικό, αλλά δεν βρίσκει για να επιστρέψει πίσω στη χώρα της, κάτι που δεν μπορεί να ισχύει σε τέτοιο βάθος σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες;

Ή γιατί να είναι υπερήφανος για το ποσοστό πρασίνου, ποδηλατοδρόμων, δημοσίων εγκαταστάσεων για μία πόλη φιλική προς τον πολίτη; Ή για τις μισθολογικές ανισότητες ανάμεσα στις γυναίκες και τους άντρες, και τις γυναικοκτονίες; Ή γιατί κοντεύουμε 21ο αιώνα και ακόμα δεν έχουμε χτίσει ολοήμερα σχολεία ή δομές ψυχολογικής υποστήριξης για τα παιδιά μας που βιώνουν ένα συνεχές bullying; Πράγματα που πετύχαν οι ταλαιπωρημένοι από τους πολέμους γείτονες μας στα Βαλκάνια. Και που εμείς τους κοιτάμε και νεοαποικιακά, θέλοντας να μετατρέψουμε πχ. τη Θεσσαλονίκη σε «πρωτεύουσα των Βαλκανίων» (τρομάρα μας).

Μέχρι τώρα φημιζόμασταν για τη φιλοξενία μας, για τα προϊόντα της γης μας, για τα γλέντια μας. Για λόγους που ο χώρος δεν μου φτάνει να αναλύσω εδώ μπορεί να συνεχίζουμε να τα πηγαίνουμε καλά και σε άλλους τομείς, αλλά αυτοί δεν είναι λόγοι για να είναι κανείς εθνικά υπερήφανος, όπως δεν είναι λόγος το αν ο Μεγάλος Αλέξανδρος ή ο Περικλής ήταν επίσης Έλληνες.

Μάλλον η σημασία της εθνικής υπερηφάνειας είναι όταν επιτυγχάνονται συλλογικοί στόχοι, στόχοι που συμμετέχουμε όλοι και όλες χωρίς αποκλεισμούς με σχέδιο και σωστή οργάνωση, και όταν αυτοί οι στόχοι μας ξεπερνούν ατομικά και μας κάνουν να νιώθουμε μέρος μίας κοινότητας σε ισότητα με τους άλλους ανθρώπους.

Η Ελλάδα σήμερα με βάση αυτό τον ορισμό δεν είναι εθνικά υπερήφανη και ας είναι μία χώρα με υψηλή ποιότητα ζωής χάρη στο Ελληνικό της τοπίο και τον ήλιο της, έτσι που να την γλυκοκοιτάνε οι Βόρειοι για τη σύνταξη τους. Η Ελλάδα σήμερα δεν έχει θέσει ούτε έναν στόχο που να μη σχετίζεται με το χρέος-τα νούμερα, τις τράπεζες-την οικονομία. Ακόμα και το σχέδιο Ανάκαμψης μας για την μετά την πανδημία εποχή το δανειζόμαστε από την διάλεκτο των επιχειρήσεων, όπου κανείς για να προκόψει πρέπει να κερδίσει τον ανταγωνιστή του και να βγάλει λεφτά ως άτομο, και μόνος, αποκομμένος από τους γύρω του – «Ελλάδα 2.0».

Για να γίνουμε «εθνικά υπερήφανοι» λοιπόν για κάτι, δεν θα αρκεί να μπουν μερικά χρήματα στη τσέπη μας, όπως γίνεται μάλιστα, δυσανάλογα περισσότερα για αυτούς που έχουν και λιγότερα για αυτούς που δουλεύουν για αυτούς που έχουν και προσπαθούν μάταια να αποκτήσουν. Θα χρειαστούν πολύ περισσότερα.

Κυρίως θα χρειαστεί ένα σχέδιο το οποίο θα μπορούν από κοινού να διαπραγματευτούν οι πολιτικές ελίτ και θα δείχνει το σεβασμό μας στο περιβάλλον, την έμπρακτη συστηματική προσήλωση μας στη δημόσια υγεία και παιδεία, στον πολιτισμό και στον αθλητισμό, στην ισότητα, στις ίσες ευκαιρίες για όλα τα άτομα. Ένα συμμετοχικό σχέδιο που να εμπνέει, θα τηρηθεί με συνέπεια, και που λείπει τα τελευταία χρόνια εκκωφαντικά. Βυθίζοντας μας τελικά στη μοναξιά της αβέβαιης επιβίωσης σε μία καταναλωτική κοινωνία, και στην Εθνική μελαγχολία, χωρίς αξίες μεγαλύτερες από εμάς για να αγωνιζόμαστε και να αισθανθούμε συλλογικά υπερήφανοι.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα