Κανιβαλιστάν
Μοιάζει κανονικός ο Έλληνας της διπλανής πόρτας, όσο και αν κάτω από τη προβιά του νοικοκυραίου κρύβει ένα εν δυνάμει δολοφόνο με σκοτεινά ένστικτα και παρορμήσεις
Λέξεις: Στρατής Βογιατζής
Η σύγχρονη ελληνική καθημερινότητα δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από μια διαρκής κανιβαλιστική επιτέληση. Δεν σταματάμε σε αυτή τη χώρα να βιάζουμε τον τόπο, να σκοτώνουμε, να καίμε, να πνίγουμε τον άλλον και ευθύς αμέσως να αλλάζουμε κανάλι και να βλέπουμε μπάλα.
Όπως τώρα που ενώ διαπράχθηκε το έγκλημα το πλοίο συνέχισε κανονικά το ταξίδι του δείχνοντας βίντεο στο κοινό για τους κανόνες ασφαλείας στο σκάφος. Οι ανθρωπολόγοι που μελέτησαν κανιβαλιστικές κοινωνίες μιλάνε για τον κανιβαλισμό ως μια “παγιωμένη αρχέγονη συνήθεια που αντλεί κανείς δύναμη από τη βρώση του όμοιου”.
Η σημερινή ελληνική κοινωνία επιδίδεται σε μια διαρκή ανθρωποφαγία δίχως όρια που της εξασφαλίσει ασύνειδα τη σφριγηλότητα της και την αρρενωπή της κορμοστασιά.
Μοιάζει κανονικός ο Έλληνας της διπλανής πόρτας, με εργασία και πρόσωπο στον κόσμο, όσο και αν κάτω από τη προβιά του νοικοκυραίου κρύβει ένα εν δυνάμει δολοφόνο που κατατρύχεται από σκοτεινά ένστικτα και παρορμήσεις.
Nέοι που βγάζουν μαχαίρια με το ψύλλου πήδημα, συνεχιζόμενες γυναικοκτονίες, ανθρωποειδή που το παίζουν σερίφηδες, πρόσφυγες που τους πνίγουν ή τους αφήνουν να πνιγούν στο Αιγαίο, ομαδικοί τουριστικοί βιασμοί στα σώματα των νησιών μαρτυρούν την ανενδοίαστη αποκτήνωση μας ως κοινωνία.
Όπου και να γυρίσει να κοιτάξει κανείς σε αυτή τη χώρα, από τις πόλεις έως τα χωριά, από τη κεντρική εξουσία ως τον απλό πολίτη αντικρίζει μια βίαιη ναρκισσιστική αποχαύνωση, μια διαρκή αναισθητοποίηση και μια αποστροφή για τον Άλλον. Το κακό λέει η Άρεντ θριαμβεύει μέσα στην απάθεια και δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς αυτήν.
Η ηθική της παρακμής προωθεί ως ύψιστη αξία την αυτοσυντήρηση, παγιώνει την ιδιώτευση ως μόνιμη έκφραση αποδεκτής υποκειμενικότητας.
Ο “Άλλος” δεν είναι παρά ένα μίασμα, μια πιθανή εστία μόλυνσης της ατομικής μας χωροταξίας: είναι η απαιτούμενη θυσία στους Θεούς της ιδιοτέλειας που θα μας εξασφαλίσει τον κοινωνικό μας βαυκαλισμό. Σε καιρούς εκφυλισμού εξοικειωνόμαστε με το αποτρόπαιο, το τέρας σταδιακά αρχίζει να μας μοιάζει ωσότου να καταλήξει να γίνει το μόνιμο προσωπείο μας.
Ακόμη όμως και τέτοιους ζοφερούς καιρούς οφείλουμε να σκεφτόμαστε γιατί είναι η σκέψη που υπερβαίνει την εγγενής ρηχότητα του κακού, το μονολιθικό προσωπείο του φόβου.
Κυρίως όμως ριγμένοι καθώς είμαστε σε αυτήν την έρημο του μισανθρωπισμού να μην θεωρήσουμε την ανθρωπιά που αχνοφαίνεται ως οφθαλμαπάτη, αλλά να πασχίσουμε να διατηρήσουμε την εικόνα της ζωντανή γιατί είναι αυτή που σαν φανοστάτης θα μας οδηγήσει σε εκείνο το ξέφωτο να συναντήσουμε τον Άλλο και να χορέψουμε από κοινού τραγουδώντας αγκαλιά το λυπητερό μας τραγούδι.
Ακόμα και αν τίποτα δεν βγάζει νόημα πια και όλα έχουν τελειώσει, οφείλουμε να σκεφτόμαστε και να δρούμε όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, όταν έλεγε ότι ακόμα κι αν ήξερα, ότι αύριο ο κόσμος θα εξαφανιζόταν, εγώ πάλι θα φύτευα σήμερα τη μηλιά μου.