Κατασκευές και καταστροφές των διακοπών
Υπερφίαλα resorts και εξωφρενικές επαύλεις εξαπλώνονται στα βραχώδη τοπία των Κυκλάδων
Λέξεις: Κώστας Μανωλίδης
Αυτό το μουδιασμένο καλοκαίρι θα το θυμόμαστε εκτός των άλλων γιατί εκφράστηκε πρώτη φορά μια συλλογική δυσθυμία για τις σφοδρές αλλαγές στο περιβάλλον των καλοκαιρινών μας διακοπών. Ειδικά στα μέχρι πρόσφατα κάπως αλώβητα νησιά του Αιγαίου, τα εκατομμύρια των αφίξεων και ο παροξυσμός της κτηματαγοράς έχουν εξαντλήσει την φέρουσα ικανότητα φυσικών και κοινωνικών οικοσυστημάτων. Και παράλληλα καθιστούν οικονομικά απαγορευτική την πρόσβαση στον μικρομεσαίο Έλληνα παραθεριστή. Θα καταθέσω λοιπόν κι εγώ κάποιες σκέψεις, πάντα με τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης.
Είναι γεγονός ότι στην περίοδο των Μνημονίων και ειδικά τα τρία τελευταία χρόνια ξηλώθηκαν κάθε είδους προστατευτικές ρυθμίσεις και δόθηκε γη και ύδωρ στο τυχοδιωκτικό κεφάλαιο των επενδύσεων. Υπερφίαλα resorts και εξωφρενικές επαύλεις εξαπλώνονται στα βραχώδη τοπία των Κυκλάδων υλοποιώντας την τοξική και αβυσσαλέα ταξική αναπτυξιολαγνεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Όμως στην πραγματικότητα, το κύμα που ξεβράζει βέβηλες οικοδομικές υπερπαραγωγές στις ακτές των νησιών έπαιρνε ώθηση εδώ και δεκαετίες από κάτι που κανένας δεν τόλμησε να βάλει σοβαρά στο στόχαστρο. Από την, αδιαπραγμάτευτη για την νεοελληνική βιοθεωρία, δυνατότητα εκτός-σχεδίου-δόμησης, δηλαδή την θέσπιση όλης της επικράτειας ως ένα εν δυνάμει οικόπεδο.
Στις κυρίαρχες κοινωνικές πρακτικές ο χώρος της υπαίθρου δεν έγινε ποτέ αντιληπτός ως αυταξία αλλά ως ένα φαντασιακό αντίβαρο στην προβληματική σχέση με την πόλη. Έτσι ετεροκαθορισμένος, αντιμετωπίστηκε ως ανοχύρωτο πεδίο ιδιοποίησης, εκμετάλλευσης και εκδίπλωσης στρατηγικών απόλαυσης. Η επακόλουθη οικιστική διασπορά αφού άλωσε προνομιακές περιοχές της ενδοχώρας επεκτάθηκε και στα νησιά δεσμεύοντας τη γη τους σε ιδιωτικά ή επιχειρηματικά σχέδια. Οι τοπικές αντιστάσεις κάμφθηκαν είτε με το εύκολο χρήμα του τουρισμού είτε μέσω υπονόμευσης της αυτάρκειας τους με μέτρα όπως η επιδοτούμενη καταστροφή των καϊκιών.
Αντίστοιχα, η ιδέα του παραθερισμού σταδιακά μεταλλάχτηκε. Κάποτε απόδραση από κοινωνικές συμβάσεις, ευκαιρία γεωγραφικής μαθητείας και νεανικής περιπέτειας, δεν άργησε να υποταχτεί στους κώδικες του νεοπλουτισμού. Από ευδαιμονική αναβάπτιση στην εγκαρδιότητα της φύσης και στην λιτότητα του εξωαστικού βίου, εξελίχτηκε για πολλούς σε ταχύρρυθμη εκπαίδευση στις ιεροτελεστίες του lifestyle. Η αλληλεπίδραση με την φύση, με τον τόπο και τους ανθρώπους χειραγωγήθηκαν δραστικά από καταναλωτικές διαμεσολαβήσεις, ανάγοντας για παράδειγμα την ξαπλώστρα του μπιτσόμπαρου σε αυτονόητο σωματικό εξάρτημα της επαφής μας με τη θάλασσα.
Όταν λοιπόν οι διεθνείς τουριστικές ροές στράφηκαν μαζικά στην Ελλάδα και τα χαρτοφυλάκια των υπερπλουσίων βάλανε στο μάτι τις Κυκλάδες, βρήκαν ένα ήδη αλλοτριωμένο και ηττημένο τοπίο, έτοιμο για πλήρη συνθηκολόγηση.
Σε όλον αυτόν τον σύνθετο μηχανισμό η αρχιτεκτονική αποδείχτηκε ένα πρόθυμο γρανάζι. Μπορεί να είναι μικρός ο αριθμός των αρχιτεκτόνων που επωφελούνται από τα μεγάλα και ακριβά έργα, ωστόσο συνολικά ο κλάδος, όπως και όλος ο τεχνικός κόσμος, ποτέ δεν αμφισβήτησε θεσμικά την οικιστική διάχυση στην ύπαιθρο ή την ασυλία των τουριστικών επενδύσεων, ούτε ανέδειξε τον βαθιά αποδιοργανωτικό τους ρόλο.
Από την άλλη, νέοι αρχιτέκτονες αλλά και μερίδα των ακαδημαϊκών τους δασκάλων, έχουν ενστερνιστεί και εσωτερικεύσει την διογκωμένη από το μηντιακό σύμπαν σημασία του τουρισμού και της αναψυχής. Ένας, κατασκευασμένος από επιτελεία μάρκετινγκ, ψυχαναγκασμός της θετικότητας και της ευφορίας (ως μετωνυμία της υπακοής) μοιάζει να έχει στοιχειώσει το σύγχρονο αρχιτεκτονικό φαντασιακό. Χωρίς να το καταλάβουμε, όροι όπως «η αρχιτεκτονική της καλοπέρασης» κι ετικέτες τύπου leisure, wellness ή easy living άρχισαν να νομιμοποιούνται σαν ιδεώδεις αποβλέψεις του σχεδιασμού. Ενός σχεδιασμού αποκομμένου από αξιακές δεσμεύσεις και κοινωνικά οράματα, που χωρίς προσχήματα υπηρετεί το νεοφιλελεύθερο όνειρο απεριόριστης χειραγώγησης της φύσης κι αφανισμού ανεπιθύμητων κομματιών της ανθρώπινης ιστορίας.
*Ο Κώστας Μανωλίδης είναι Καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας