Κατεδαφίζοντας μια πόλη
Υπάρχουν δυο γεγονότα που συνέβησαν τις τελευταίες μέρες και ομολογώ πως με έβαλαν σε ένα βαθύ προβληματισμό. Αν και η διαδοχή κακών ειδήσεων και εξελίξεων με έχει κάνει σχετικά αναίσθητο, διότι είναι διαρκής και σοκαριστική, τα δύο συγκεκριμένα γεγονότα μου τριβελίζουν το μυαλό διαρκώς. Το πρώτο είναι μια σειρά φωτογραφιών που έβγαλε στη διάρκεια του […]
Υπάρχουν δυο γεγονότα που συνέβησαν τις τελευταίες μέρες και ομολογώ πως με έβαλαν σε ένα βαθύ προβληματισμό. Αν και η διαδοχή κακών ειδήσεων και εξελίξεων με έχει κάνει σχετικά αναίσθητο, διότι είναι διαρκής και σοκαριστική, τα δύο συγκεκριμένα γεγονότα μου τριβελίζουν το μυαλό διαρκώς.
Το πρώτο είναι μια σειρά φωτογραφιών που έβγαλε στη διάρκεια του πρωινού της Κυριακής ο ένας εκ των δύο αρχιτεκτόνων των πάρκων της νέας Παραλίας της Θεσσαλονίκης, Πρόδρομος Νικηφορίδης. Το θαλάσσιο μέτωπο της πόλης μεταμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια χάρη στην εξαιρετική δουλειά του καθώς και του Μπερνάρ Κουόμο σε έναν υποδειγματικό τόπο που μετέτρεψε ένα ‘’κουρασμένο’’ τοπίο που είχε παραμείνει στατικό από την πρώτη του διαμόρφωση στα χρόνια του εβδομήντα. Στη διάρκεια της προηγούμενης Κυριακής λοιπόν ο αρχιτέκτονας φωτογράφισε την πτώση και την κατάντια αυτών των πάρκων, την καταστροφή που έχουν υποστεί, χάρη στο μένος μερίδας πολιτών της πόλης αυτής και της παντελούς αδιαφορίας των άρχων.
Ταυτόχρονα ένα ρεπορτάζ της εφημερίδας Θεσσαλονίκη περιέγραφε μια μέρα μετά την κατάσταση που επικρατεί στο μνημείο και τον περιβάλλοντα χώρο της Ροτόντας και την επαπειλούμενη άρση της προστασίας της Unesco που έχει εδώ και δεκαετίες εντάξει το μνημείο σε κείνα που προστατεύει παγκόσμια. Μια βόλτα στην περιοχή σε πείθει πως το ιστορικό κτίριο και οι πλατείες που το περιβάλλουν έχουν μεταμορφωθεί στο πιο ζοφερό σήμερα σημείο της πόλης, ένα συλλέκτη απεγνωσμένων ψυχών που αργοσβήνουν στα πέριξ του μνημείου.
Προσπαθώ λοιπόν να καταλάβω πως φτάσαμε ως εδώ. Πως καλλιεργήθηκε όλη αυτή η κουλτούρα του μίσους απέναντι στην Ιστορία μας, στην αισθητική, την ομορφιά, την τάξη, το σεβασμό και την προστασία, την αυτονόητη προστασία όσων θα έπρεπε να μας κάνουν περήφανους. Αν αξίζει να παλεύεις ακόμα;
Σκέπτομαι τι είδους μόρφωση πήραν τα παιδιά που βεβηλώνουν με ψευτογκράφιτι ρωμαϊκά και βυζαντινά τείχη, τι δάσκαλοι δίδαξαν τέτοιες αρχές και ποια παιδεία δεν κατάφερε να μεταδώσει την παραμικρή ευαισθησία σε νέους ανθρώπους ώστε να σεβαστούν και κυρίως να αγαπήσουν το ωραίο, το ένδοξο και το διαφορετικό.
Κάνω μια αναγκαστική επιστροφή σε όσα είδαμε και ακούσαμε ας πούμε σε τηλεοπτικά προγράμματα τα τελευταία είκοσι χρόνια στα μεγάλα κανάλια της τηλεόρασης. Αυτά με τα οποία μεγάλωσαν οι τελευταίες γενιές. Θυμάστε εσείς Κάποιο πολιτιστικό πρόγραμμα, μια είδηση σε δελτίο θετικής ενέργειας που θα έκανε τους ανθρώπους να αγαπήσουν τον τόπο τους, την αρχιτεκτονική, την ιστορία, την αισθητική;
Και κρατώ για το τέλος τον ιδιωτικό μας βίο. Τη ζωή πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών. Πόσοι από μας αφιερώσαμε ώρες για να κάνουμε τις νεότερες γενιές να αγαπήσουν το δημόσιο χώρο, να μεταφυτεύσουμε την έννοια της συν ευθύνης για τη χρήση και τη διατήρηση του;
Αφήνω στην άκρη την ευθύνη της πολιτείας, των δήμων, των πολιτικών που έδωσαν εξετάσεις ικανότητας και έμειναν μεταξεταστέοι, διδάσκοντας με τη συμπεριφορά και την αδιαφορία τους μόνο την απαξίωση των πάντων. Μιλώ για την ιδιωτική ευθύνη. Δασκάλων, πνευματικών ανθρώπων, δημοσιογράφων, γονιών, πολιτών. Που μοιάζει πια τεράστια βλέποντας τέτοιες εικόνες. Όσο η κρίση βαθαίνει το μίσος για Κάθε τι το δημόσιο ανεξήγητα μεγαλώνει. Από τα μάρμαρα της πλατείας Συντάγματος που γίνονται πολεμοφόδια, μέχρι τη βεβήλωση του Λευκού Πύργου από οπαδούς ομάδων, η κατεδάφιση της χώρας συντελείται με την ανοχή όλων μας.
Και είναι το τελευταίο στάδιο μιας χώρας που υποδύονταν την πολιτισμένη.