Καθισμένες σε καρφιά: Στη γυναικολογική καρέκλα
«Ανοίξτε τα πόδια σας». Η Ολυμπία, που κακοποιήθηκε κατά τη διάρκεια γυναικολογικής εξέτασης και η Δρ. Ε. Λεοντίδου, γυναικολόγος και φεμινίστρια μιλούν για το πώς (δεν) πρέπει να ασκείται η Ιατρική.
«Ανοίξτε τα πόδια σας». Η Ολυμπία, που κακοποιήθηκε κατά τη διάρκεια γυναικολογικής εξέτασης και η Δρ. Ευτυχία Λεοντίδου, γυναικολόγος και φεμινίστρια μιλούν για το πώς (δεν) πρέπει να ασκείται η Ιατρική.
Οι απαντήσεις κρύβονται στις ιστορίες των γυναικών. Αρκεί να κάνουμε την ερώτηση. «Σου έχει συμβεί ποτέ;». Ένα ραντεβού σε οποιονδήποτε γιατρό σπανίως περιγράφεται ως κάτι ευχάριστο. Ένα ραντεβού, όμως, στον γυναικολόγο περιγράφεται συχνά ως πολύ δυσάρεστο. Είναι η α λα καρτ προτροπή ν’ ανοίξουν οι γυναίκες τα πόδια τους χωρίς ντροπή; Ή μήπως αυτή η αίσθηση ευαλωτότητας στη γυναικολογική καρέκλα; Το γυναικείο –σχεδόν συλλογικό- βίωμα δείχνει πως πρόκειται για ένα πιο σύνθετο φαινόμενο.
Όλο και περισσότερες γυναίκες μιλούν ανοιχτά για τις τραυματικές εμπειρίες τους από το γυναικολογικό ιατρείο. Στριμώχνουν στις περιγραφές τους από προσβολές ή ανάρμοστα κομπλιμέντα για την ανατομία τους, μέχρι κριτική για την ηθική τους, τη σεξουαλική τους ζωή και τον αριθμό των συντρόφων τους. Κι αυτές είναι λίγες μόνο από τις καταστάσεις που μπορεί να αντιμετωπίσει μια θηλυκότητα, τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες γιατρούς. Η Ολυμπία, μετά από έναν αιφνίδιο πόνο που δεν υποχωρούσε, έκλεισε ραντεβού στον πρώτο διαθέσιμο γυναικολόγο που βρήκε.
«Το περιστατικό έγινε το καλοκαίρι. Ο γιατρός μου ήταν διακοπές. Ένιωσα έναν οξύ πόνο, χαμηλά, στα γυναικολογικά, δεν πήγα όμως στο νοσοκομείο, γιατί φοβόμουν λόγω κορωνοϊού. Έψαξα, λοιπόν, στο ίντερνετ για να δω τι γιατροί υπάρχουν κοντά στο σπίτι μου.
Τηλεφώνησα σ’ αυτόν που είχε τις περισσότερες κριτικές. Για καλή μου τύχη, του τηλεφώνησα οχτώ το πρωί και με δέχτηκε στις έντεκα, ήταν δηλαδή πολύ άμεση η εξυπηρέτηση, δε χρειάστηκε να περιμένω σε ραντεβού. Πήγα εκεί στα δύο κομμένη από τον πόνο. Στην αρχή ήταν φιλικός. Έκατσα να με εξετάσει. Κάποια στιγμή την ώρα της ψηλάφησης άρχισε να με ρωτάει αν πονάω. Του απάντησα όχι. Έβαλε τότε περισσότερη δύναμη. “Τώρα, πονάς;”. Του είπα πάλι όχι. Και τότε γύρισε και μου είπε: “Εσύ είσαι για πολύ σκληρό σεξ!”. Πάγωσα. Συνέχισε την εξέταση κι ενώ εγώ είχα μαγκώσει, με ξαναρωτούσε αν πονάω, επαναλαμβάνοντας “α, εσύ είσαι για πολύ δυνατό σεξ, έχεις πολύ δυνατό κόλπο!”. Περίμενα να ολοκληρωθεί η εξέταση, αλλά ανυπομονούσα να πληρώσω και να σηκωθώ να φύγω».
Με το κίνημα metoo να βρίσκεται πια στην κορύφωσή του και με τα αντανακλαστικά μας καλά ακονισμένα σε σχέση με το παρελθόν, οι περιπτώσεις ιατρικού σεξισμού ή σεξουαλικής παρενόχλησης πλέον αναγνωρίζονται και καταγγέλλονται με μεγαλύτερη συχνότητα.
Ωστόσο, τα εμπόδια δεν ξεριζώνονται σε μια νύχτα. «Μπήκα στη διαδικασία να κάνω καταγγελία στον Ιατρικό Σύλλογο, αλλά χρειαζόταν πενήντα ευρώ παράβολο, μόνο και μόνο για να γίνει» μου λέει η Ολυμπία. «Προσπάθησα να πάρω οργανώσεις, για να μου δώσουν έστω μια κατεύθυνση. Δυστυχώς τότε έλειπαν οι περισσότεροι σε διακοπές. Δεν έβγαλα κάποια άκρη και το άφησα ως έχει. Έγινε δηλαδή μια καταγγελία σε φεμινιστικές σελίδες, με το όνομα του συγκεκριμένου γιατρού για να το ψάξουν, αλλά εγώ δεν έδωσα συνέχεια, γιατί πριν γίνει το οτιδήποτε έπρεπε να δώσω το παράβολο στον Ιατρικό Σύλλογο».
Η ιατρική, και συγκεκριμένα η γυναικολογία, δεν μπορεί να κλείνει την πόρτα στις κοινωνικές εξελίξεις. Οφείλει να βρίσκεται σε διαρκή διάλογο τόσο μ’ αυτές, όσο και με τις κοινωνικές επιστήμες. Η ανάγκη για μια «φεμινιστική γυναικολογία» διεκδικεί όλο και πιο έντονα τη θέση της στον δημόσιο διάλογο.
Η Δρ. Ευτυχία Λεοντίδου, μαιευτήρας-γυναικολόγος και διδάκτωρ του πανεπιστημίου Αθηνών, αναλύει τον όρο και τη σημασία του.
«Η φεμινιστική γυναικολογία δεν είναι κάτι που ξεκινάει τώρα. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, πολλές επιστημόνισσες σε πολλούς κλάδους έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν και την οπτική του φύλου. Η φεμινιστική γυναικολογία είναι όταν στην ίδια τη γυναικολογία βάζουμε μέσα την οπτική του φύλου. Είναι η επιστήμη που αξιοποιεί και την εμπειρία των γυναικών.
Βλέπουμε, δηλαδή, τη γυναικολογία και από την πλευρά της γυναίκας. Η γυναίκα, λοιπόν, δεν αντιμετωπίζεται μόνο σαν ασθενής, αλλά και σαν κοινωνικό υποκείμενο, με επίγνωση της κοινωνικής της θέσης και των καταστάσεων τις οποίες μπορεί να βιώνει. Αντιμετωπίζεται σαν άνθρωπος και όχι σαν ένα μηχάνημα με εξαρτήματα τα οποία προσπαθούμε να αντικαταστήσουμε. Πιστεύω ότι η Ιατρική είναι επιστήμη αλλά και τέχνη, επομένως στην άσκηση της ιατρικής τέχνης πρέπει να πλησιάζουμε τον άνθρωπο σαν άνθρωπο, σε συνθήκες ισότητας και με επίγνωση της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει.
Οι βάσεις γι’ αυτήν την αντιμετώπιση έχουν τεθεί ήδη από τις δεκαετίες 70’, 80’, 90’, από το λεγόμενο δεύτερο κύμα του ριζοσπαστικού φεμινισμού, μέσα από τις ομάδες αυτοεξέτασης – αλληλοεκπαίδευσης –αλληλοβοήθειας. Έβαλαν, δηλαδή, οι φεμινίστριες κάποιες βασικές αρχές για το πώς πρέπει να ασκείται η γυναικολογία. Η εμπειρία των γυναικών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Πρέπει να επικρατούν συνθήκες ισότητας και όχι εξουσίας, οι οποίες σχέσεις εξουσίας είναι σε έναν βαθμό εγγενείς στη σχέση ιατρού – ασθενούς, πρέπει όμως να τις υπερβαίνουμε».
Ένα ακόμη συχνό φαινόμενο είναι η ταύτιση των γυναικών με την αναπαραγωγική διαδικασία. Η επιθυμία για ένα παιδί θεωρείται από τον γυναικολόγο δεδομένη για κάθε γυναίκα, μ’ έναν εντελώς αυθαίρετο τρόπο. Η «μητέρα» μπαίνει σε πρώτη μοίρα. Η γυναίκα σε τελευταία. Ένας δηλαδή υπαρκτός ρόλος θυσιάζεται για έναν ρόλο δυνητικό -ίσως και ανεπιθύμητο. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που η υγεία μιας γυναίκας μπαίνει σε κίνδυνο μπροστά στο ενδεχόμενο μιας εγκυμοσύνης.
Η κυρία Λεοντίδου μιλά γι’ αυτό το φαινόμενο.
«Η ταύτιση της γυναίκας με τον αναπαραγωγικό ρόλο είναι πολύ παλιά. Η μητρότητα πάντα αποτελούσε ένα σημείο κλειδί, που έχει θετικές και αρνητικές πλευρές. Πρώτα απ’ όλα η μητρότητα μπορεί να μην είναι επιθυμητή και να γίνεται εξαναγκαστικά, για κοινωνικούς λόγους, οδηγώντας και σε αποτυχημένους γάμους. Είναι λίγο δύσκολο να ξέρεις αν είναι πραγματικά επιθυμητή, ακόμα κι όταν είναι επιλογή της γυναίκας. Συχνά, πρόκειται για αποτέλεσμα κοινωνικών πιέσεων. Όταν η γυναίκα ταυτίζεται με τον αναπαραγωγικό ρόλο, τότε οι δικές της φιλοδοξίες μένουν πίσω, τόσο από πλευράς χρόνου, όσο και επειδή η ίδια συχνά δεν πιστεύει στις υπόλοιπες ικανότητές της. Επίσης, ένα άλλο αποτέλεσμα της ταύτισης αυτής είναι ότι η αντισύλληψη και η έκτρωση βιώνονται μονίμως ως παραβατικές συμπεριφορές, ως υπέρβαση του γυναικείου ρόλου. Ακόμα και όταν νομικά επιτρέπονται, είναι μονίμως υπό αίρεση και κυνηγημένες. Ελλοχεύει ο κίνδυνος το νομικό πλαίσιο να ανατραπεί ανά πάσα ώρα και στιγμή. Αποφασίζουν άλλοι για τις γυναίκες, χωρίς να έχουν καν το δικαίωμα. Άλλοι αρπάζουν και σφετερίζονται το δικαίωμα της απόφασης για το αν η γυναίκα αυτή θα ασχοληθεί με την αναπαραγωγή ή όχι. Αξίζει, επίσης, να τονιστεί ότι η αναπαραγωγικότητα οδηγεί και σε διακρίσεις λόγω ηλικίας, σεξουαλικού προσανατολισμού ή ακόμα και ταυτότητας φύλου».
Όσον αφορά τις καλές πρακτικές στην άσκηση της γυναικολογίας, η κυρία Λεοντίδου σημειώνει τις βασικότερες.
«Χρειάζεται προσεκτική και λεπτομερής εξήγηση στην ασθενή για το τι συμβαίνει με την υγεία της, ποια είναι τα προβλήματα και τι πρέπει να κάνει. Ακόμη, χρειάζεται παραδοχή των γνώσεων που ήδη έχει η γυναίκα. Οι γυναίκες πάντα έχουν κάποιες γνώσεις, αλλά μπροστά στην αυθεντία του επιστήμονα που έχουν απέναντί τους τις χάνουν ή τις ξεχνούν. Χρειάζεται, λοιπόν, ενθάρρυνση να ξαναθυμηθούν αυτές τις κεκτημένες γνώσεις, χωρίς καμία βία, πίεση ή πατερναλισμό. Η αντιμετώπιση πρέπει να χαρακτηρίζεται από μια σχέση ισότητας, χωρίς να επιβάλλουμε τις απόψεις μας και χωρίς ασκούμε εξουσία. Βοηθάμε με φιλικά προς το σώμα μηχανήματα -όχι παγωμένα- και χρησιμοποιούμε ρούχα ή σκεπάσματα για να μην αισθάνεται εκτεθειμένη.
Όσον αφορά τους άντρες συναδέλφους, είναι καλό να έχουν μια φιλική βοηθό μέσα στο εξεταστήριο, μια μαία ή μια νοσηλεύτρια, ούτως ώστε να αποσοβείται η πιθανότητα παρενόχλησης ή φόβου παρενόχλησης.
Επίσης, γνωρίζοντας τις πιθανότητες ενδοοικογενειακής κακοποίησης, είναι καλό όταν εξετάζεται μία γυναίκα οι συγγενείς να μην είναι στον ίδιο χώρο, ακόμα και οι σύζυγοι – για να μην πω κυρίως οι σύζυγοι. Οι γυναίκες που κακοποιούνται δεν το αναφέρουν φυσικά μπροστά στον σύζυγό τους. Πολλές φορές λοιπόν, η γυναίκα εκφράζει την επιθυμία να έχει τον σύζυγο μαζί της ως αποτέλεσμα πίεσης και φόβου, δε σημαίνει πάντα ότι το θέλει δηλαδή. Πρέπει να έχουμε την ευαισθησία και την ενσυναίσθηση να καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει και πότε. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπάρχει κοινωνική ευαισθησία προς τη γυναίκα, να έχουμε συναίσθηση ποια είναι η κοινωνική της θέση και πόσο υποτιμημένη είναι από τον κόσμο στον οποίο ζούμε».
Σεβασμός στη γυναίκα και καλή επικοινωνία με την ασθενή. Αν δεν υπάρχουν, το ραντεβού μας και σ’ άλλο ιατρείο.