Κάτω τα χέρια από τον Κώστα Γαβρά!
Φαίνεται το έχει η μοίρα του Κώστα Γαβρά να προσελκύει τα fake news. Σκέψεις με αφορμή την παραφιλολογία γύρω από τη νέα του ταινία.
Λέξεις: Γιάννης Γκροσδάνης
Φαίνεται το έχει η μοίρα του Κώστα Γαβρά να προσελκύει τα fake news. Γιατί όλο αυτό που ξέσπασε ως αντίδραση από χτες το απόγευμα, όταν υποτιθέμενα ενημερωτικά sites ανέβασαν με παραπλανητικούς πηχυαίους τίτλους και ελάχιστες εξηγήσεις την απόφαση της διαύγειας που δίνει το δικαίωμα στην πρόσφατη ταινία του Γαβρά να συμμετέχει στο πρόγραμμα cash rebate του ΕΚΟΜΕ και του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής μόνο ως σαχλαμάρα, παραπληροφόρηση και fake news μπορείς να το εκλάβεις.
Και ακόμα πιο ενοχλητική είναι η αντίδραση που βλέπεις στα σχόλια αυτών των δημοσιεύσεων στα οποία εγκαλείται ένας διεθνής σκηνοθέτης γιατί πήρε λεφτά της φτωχής Ψωροκώσταινας ενώ πιάνουν τις γιαγιάδες με τα τερλίκια στις λαϊκές αγορές (!!!) ή ανόητα και αγράμματα όντα να αξιολογούν έναν καλλιτέχνη για το έργο του ονομάζοντας τον σκηνοθέτη της πλάκας. Ποιον; Τον Κώστα Γαβρά, που έχει γυρίσει μερικές από σημαντικότερες (πολιτικές) ταινίες των τελευταίων 50 χρόνων και έχει συνεργαστεί με τα σπουδαιότερα ονόματα πίσω και μπροστά από την κάμερα στη Γαλλία, στην Ευρώπη και στο Χόλιγουντ. Για γέλια και για κλάματα μαζί να βλέπεις αυτό το αγράμματο αυριανίστικο κιτσαριό να έχει άποψη και να την εκθέτει με θράσος στους τοίχους της ψηφιακής δημόσιας σφαίρας.
Και όλα αυτά μέσα σε ψέματα και μισόλογα για μια δήθεν κυβερνητική επιδότηση, για πεταμένα λεφτά σε μια ταινία που και καλά επαινεί την κυβέρνηση. Από ένα λαϊκίστικο πλήθος που μάλλον έχει συνηθίσει να παρακολουθεί μαντινάδες προς τους πολιτικούς.
Πάμε λοιπόν πάλι από την αρχή να δούμε συνοπτικά τι συμβαίνει. Για να μάθουν επιτέλους και οι άσχετοι ή έστω να σταματήσουν να εκτίθενται άσχημα σχολιάζοντας ημιμαθώς.
Η ταινία του Γαβρά αξιοποιεί (όπως είχαν ανακοινώσει και οι παραγωγοί και ο σκηνοθέτης πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα) τον σχετικό νόμο προσέλκυσης κινηματογραφικών παραγωγών του 2017.
Με βάση αυτό το νόμο οι ενδιαφερόμενοι συμμετέχοντες δεν επιδοτούνται αλλά απολαμβάνουν το διεθνώς γνωστό και ως cash rebate, μια έκπτωση από ένα επενδεδυμένο κεφάλαιο μέσω κινηματογραφικής παραγωγής στην χώρα γυρισμάτων.
Στην προκειμένη περίπτωση και με βάση το νομοθετημένο 35% στην επιστροφή του επενδεδυμένου ποσού κόστους γυρισμάτων στην Ελλάδα η επένδυση φτάνει στο 1,6 εκ. € άρα η επιστροφή εκτιμάται περίπου 629 χιλ €. Ο νόμος αυτός θεσπίστηκε το 2017 – αίτημα δεκαετιών για την κινηματογραφική κοινότητα – και είναι καρμπόν με την αντίστοιχη νομοθεσία που ισχύει εδώ και δεκαετίες σε περισσότερες από 100 χώρες. Μάλιστα αρκετές ανταγωνίστριες χώρες όπως η Μάλτα, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, η Κροατία διαθέτουν το ίδιο πλαίσιο προσφέροντας ελκυστικά κίνητρα σε κινηματογραφικές παραγωγές από την Αμερική, την Ινδία και την Ευρώπη. Ας θυμηθούμε μόνο τα πρόσφατα γεγονότα με το Mamma mia 2 και το sequel του Τζεϊσον Μπορν που παρουσίασαν τις ακτές της Κροατίας και της Ισπανίας ως ελληνικό τοπίο αφού δεν βρήκαν ευήκοα ώτα στη χώρα μας λόγω της πολιτικής αδιαφορίας και της απρόσωπης γραφειοκρατίας για να καταλάβουμε σε τι εξυπηρετεί αυτός ο νόμος.
Για να κάνει χρήση των προνομίων του νόμου μια ταινία πρέπει να πληροί μια σειρά αντικειμενικών, τεχνοκρατικών, οικονομοτεχνικών κριτηρίων. Και ναι, για όσους ενδιαφέρονται, μέσα σε αυτά τα κριτήρια δεν προβλέπεται να εξετάζεται το σενάριό της εκάστοτε ταινίας από κάποια επιτροπή, αν είναι ευνοϊκό προς τους κρατούντες την εξουσία κάθε φορά για να τύχει των προνομίων του ή όχι. Οι προϋποθέσεις αφορούν να είναι πολιτιστικό προϊόν και να μην έχει πορνογραφικό ή διαφημιστικό ή reality περιεχόμενο. Ας μην αναφερθούμε στις πρακτικές ωφέλειες αυτού του νόμου σε σχέση με τα κεφάλαια που έρχονται στη χώρα και τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται, είναι μάλλον αυτονόητα.
Και όποιος ενοχλείται που αυτός ο νόμος έγινε από αυτή την κυβέρνηση (γιατί υπήρξαν και τέτοια σχόλια) ας αναζητήσουν ευθύνες στις υπόλοιπες κυβερνήσεις των προηγούμενων 40 ετών που ήξεραν να πετάνε έξω από τα γραφεία των αρμοδίων τον Όλιβερ Στόουν και τον Γκοντάρ, οι οποίοι ήθελαν να γυρίσουν τις ταινίες τους εδώ αλλά αναγκάζονταν να το κάνουν τελικά σε άλλες χώρες.
Σε ό,τι αφορά τέλος στο σενάριο που ενοχλεί αρκετούς και αφορά στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη: Αν και θα ήταν ορθό να περιμένουμε για να δούμε την ταινία για να βγάλουμε ο καθένας ως θεατής τα συμπεράσματα του ωστόσο ακόμα και τώρα, που δεν ξέρουμε τι σκοπεύει να κάνει ο Γαβράς με το υλικό του, να είστε σίγουροι ότι ως σκηνοθέτης δεν θα έμπαινε ποτέ στον κόπο να ασχοληθεί με την ιστορία αν δεν έβρισκε σε αυτήν ένα υλικό (πολιτικής) αφήγησης που να τον αφορά. Είναι βέβαια αστείο να μιλάνε κάποιοι για κυβερνητική προπαγάνδα. Όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη γνωρίζει ότι δεν είναι καθόλου κολακευτικό για την τωρινή κυβέρνηση.
Βέβαια αυτοί οι κάποιοι έχουν μεταφυσικές ιδιότητες καθώς γνωρίζουν πώς ακριβώς θα είναι η ταινία και τι εκπροσωπεί, όχι πριν προβληθεί, αλλά πριν καν ολοκληρωθούν τα γυρίσματά της μιλώντας για πολιτικό φολκλόρ και ρομαντικές καλλιτεχνικές επαναστάσεις που συμβαίνουν για τα μάτια πολιτικών όπως ο Κόρμπιν ή ο Σάντερς.
Αν το κριτήριο σχολιασμού τους εδώ είναι οι πολιτικές τους συμπάθειες τότε και πάλι εκτίθενται άσχημα. Φυσικά είναι ηλιθιώδες να εγκρίνεις έναν σκηνοθέτη μόνο εφόσον συμφωνείς με το σενάριο του. Υπάρχουν πολλά άλλα κριτήρια και σίγουρα όλα απαιτούν να έχεις επαφή με το έργο του. Και αν λογαριάσουμε την φιλμογραφία του Γαβρά μάλλον ως σκηνοθέτης δεν χαρίζεται σε κανένα καθεστώς και αυτό ήταν κάτι που (τουλάχιστον στη χώρα μας) παλιότερα το πλήρωσε αρκετά ακριβά με δεικτικά, απαξιωτικά σχόλια μέρους του έργου του. Αλλά αυτό είναι χαρακτηριστικό σημαντικών καλλιτεχνών που ξέρουν να μην χαϊδεύουν το κοινό τους.