Κατοικία στην Θεσσαλονίκη – Τροχοπέδη ή μοχλός ανάπτυξης;
Πού οφείλονται οι υπέρογκες αυξήσεις των ενοικίων και των τιμών πώλησης κατοικιών ειδικά στον Δήμο Θεσσαλονίκης;
Λέξεις: Αγγελος Π. Ζωγράφος
Η Θεσσαλονίκη υπήρξε από παλιά μια μεγάλη ανολοκλήρωτη αγάπη. Σαν κάτοικος Αθήνας, μου ενέπνεε μια γοητεία διαφορετική από την πρώτη στιγμή που την είδα, παλιάς Ευρώπης και ανατολής συνάμα. Για χρόνια πολλά, θέλησα να την ζήσω και να μαγευτώ από την κληρονομιά της και τον εναλλακτικό τρόπο ζωής της. Αρχικά δεν μπόρεσα να έρθω για σπουδές, αφού οι οικονομικές ανάγκες πρόσταζαν ή σπουδές κοντά στο σπίτι ή δουλειά. Στην συνέχεια την έζησα επιφανειακά κατά την διάρκεια της θητείας μου και κατόπιν ως τουρίστας.
Παρ’ όλ’ αυτά η ζωή έκρυβε εκπλήξεις. Πριν από 2 χρόνια η σύντροφός μου μετακινήθηκε μόνιμα στην Θεσσαλονίκη λόγω εργασίας και εγώ άρχισα ξανά να ζω την πόλη. Μα και πάλι, ήταν για λίγο. Σαν κάποιους κατοίκους της Θεσσαλονίκης που δουλεύουν στην Αθήνα τις καθημερινές, ερχόμουν τα Σαββατοκύριακα για να ζήσω με την οικογένειά μου. Ήρθε όμως η μεγάλη ανατροπή χάρη στον κορονοϊό. Μετά από πολλά μίλια στον αέρα και χιλιόμετρα στις ράγες, χάρις στις ειδικές συνθήκες για την προστασία των εργαζομένων, η τηλεργασία έκανε πραγματικότητα το όνειρό μου να ζήσω στην Θεσσαλονίκη μόνιμα.
Σαν εξωτερικός παρατηρητής, ένα από τα υπέρ την πόλης για εμένα ήταν και το χαμηλότερο κόστος ζωής (όπως θέλαμε να πιστεύουμε). Μικρότερες αποστάσεις άρα μικρότερο κόστος μεταφοράς, φθηνό και καλό φαγητό και τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζαμε, φθηνό σπίτι. Παλιό μπορεί, αλλά φθηνό. Δυστυχώς όμως τα πράγματα όταν ήρθαμε είχαν αλλάξει δραματικά στον τομέα αυτό. Οι διαθέσιμες επιλογές ήταν ελάχιστες, χαμηλής ποιότητας και με υψηλό αντίτιμο. Κάτι άλλαξε δραματικά τα τελευταία χρόνια και προς το χειρότερο για τους ενοικιαστές. Σύμφωνα με στατιστικά από μεγάλη πλατφόρμα αγγελιών κατοικιών, ενώ από τα πρώτα χρόνια της κρίσης και μετά οι τιμές των κατοικιών για αγορά και ενοίκιο πανελλαδικός είχαν πάρει την κατιούσα, το 2015 η τάση άλλαξε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Το παράξενο της υπόθεσης με αυτή την άνοδο, σύμφωνα με τα ίδια στατιστικά, είναι ότι η μέση τιμή αγοράς στον Δήμο Θεσσαλονίκης το 2020 έχει σχεδόν επανέλθει στο 95% των τιμών του 2011, ενώ για την Αθήνα, το Πειραιά και τα προάστιά τους, οι τιμές αυξήθηκαν μεν, αλλά το πολύ στο 75% ! Η μόνη περιοχή η οποία έχει αντίστοιχη επαναφορά στις τιμές του 2011, είναι τα νότια προάστια της Αθήνας στο 93%. Όσο αφορά τα ενοίκια, ο Δήμος Θεσσαλονίκης είναι και πάλι πρωταθλητής με μέση τιμή 36% πάνω από τις τιμές του 2011 ενώ στα Νότια προάστια της Αθήνας τα ενοίκια είναι αυξημένα κατά 25% με τις υπόλοιπες περιοχές της Αττικής να ακολουθούν με 15% σε σχέση με το 2011.
Πού οφείλονται όμως όλες αυτές οι υπέρογκες αυξήσεις των ενοικίων και των τιμών πώλησης κατοικιών ειδικά στον Δήμο Θεσσαλονίκης;
Αρχικά έχουμε την δράση των ΜΚΟ για την εγκατάσταση των προσφύγων και των μεταναστών, οι οποίες πήραν σπίτια με συγκεκριμένες προδιαγραφές και καλά ενοίκια για την εποχή. Έπειτα έχουμε την ευχή και κατάρα της πλατφόρμας βραχείας μίσθωσης, που άνθισε ιδιαιτέρως στην Θεσσαλονίκη λόγω της προνομιούχας θέσης της τελευταίας κοντά στην θάλασσα. Η ευκαιρία αυτή έγινε λοιπόν αφορμή για να νοικιαστεί ευκολότερα και η τελευταία τρύπα, με κάποιο σουλούπωμα πάντα, βοηθώντας τον αστικό τουρισμό αλλά και τις κατασκευές που είχαν ολοκληρωτική καθίζηση μετά την κρίση, μέσω των ανακαινίσεων. Δυστυχώς όμως παράλληλα αύξησε παράλογα τις προσδοκίες των ιδιοκτητών. Τέλος, αν υπολογίσουμε μαζί και κάποιες περιπτώσεις Χρυσής Βίζας, κάποιοι σημειώνουν την μη-διάθεση οικιών που έχουν δεσμευθεί από τις τράπεζες, αλλά δεν θα ισχύει το ίδιο και στην υπόλοιπη Ελλάδα; Εάν προσθέσουμε δε στα παραπάνω, το γεγονός ότι η ανάπτυξη του Δήμου Θεσσαλονίκης περιορίζεται γεωγραφικά, έχει ήδη πυκνή δόμηση και οι κατασκευαστές δεν έχτιζαν λόγω των διαφόρων δυσκολιών, οδηγούμαστε λόγω περιορισμένης προσφοράς σε μία ασταθή κατάσταση και σίγουρα όχι βέλτιστη.
Η κατάσταση του κορονοϊού από την άλλη, φαίνεται να μην έχει ανακόψει τις ορέξεις των ιδιοκτητών, είτε λόγω πίστης στο ότι «θα γυρίσει το παιχνίδι» είτε λόγω της κρατικής στήριξης στα ενοίκια όσων έχουν βρεθεί σε παύση εργασίας. Είναι καταφανές ότι οι τιμές συνεχίζουν να απευθύνονται σε υποθετικούς κατοίκους, αφού το μέσο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα έχει μειωθεί κατά 25% από το 2010 μέχρι το 2018, μείωση που είναι παρόμοια με αυτή των τιμών αγοράς, αλλά στο άλλο άκρο σε σχέση με τα ενοίκια, οι τουρίστες δεν ξέρουμε αν θα έρθουν και πόσοι θα έρθουν, ενώ οι ΜΚΟ κάποια στιγμή θα σταματήσουν να πληρώνουν.
Ταυτόχρονα το ελληνικό κράτος ευαγγελίζεται την ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης με τον ερχομό κολοσσών της τεχνολογίας με νέες εγκαταστάσεις. Ελπίζουμε στην επιστροφή των νέων επιστημόνων που τώρα βρίσκονται στο εξωτερικό, για να στελεχώσουν τις εταιρείες αυτές και να δημιουργήσουν στον τόπο τους αλλά και ομαλή ενσωμάτωση των προσφύγων και μεταναστών στην τοπική κοινωνία. Η βιώσιμη στέγαση είναι κρίσιμης σημασίας για τους νέους και τις οικογένειες και μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικό στραγγαλισμό και περιθωριοποίηση τις ευπαθείς και αδύναμες ομάδες
Το πρόβλημα των παράλογων ενοικίων ήδη συζητιέται στην πόλη και είναι απορίας άξιο γιατί δεν υπάρχει κάποια δημόσια παρέμβαση και αντίστοιχα μέτρα για βελτίωση της κατάστασης. Όσοι δεν μπορούν να πληρώσουν ήδη εκτοπίζονται από το κέντρο. Η ποιότητα ζωής υποβαθμίζεται, καθώς η ανάγκη οδηγεί σε χρήση χώρων παλιών ή και ακατάλληλων. Η εξαναγκαστική αποκέντρωση προς την περιφέρεια δεν είναι βιώσιμη λύση, καθώς και εκεί οι τιμές βρίσκονται ψηλά ενώ δεν υπάρχουν καλά-καλά οι απαραίτητες υποδομές. Αυξάνεται δε το έμμεσο κόστος εργασίας για τις εταιρείες, αφού για να προσελκύσουν ή να διατηρήσουν στελέχη ειδικά σε αναπτυσσόμενους κλάδους όπως αυτόν της πληροφορικής, θα πρέπει να πληρώνουν ακόμα περισσότερο. Πως θα μπορέσουν οι πρόσφυγες να στηρίξουν αυτές τις τιμές στο διηνεκές; Τέλος να μην ξεχνάμε ότι οι κατασκευές όπως και οι άνθρωποι, γερνάνε και χρειάζονται συντήρηση. Οι πρόσκαιρες ανακαινίσεις για χάρη των τουριστών, δεν βελτιώνουν και τις αντοχές των κτιρίων. Τα καινούρια πλακάκια σε μια παλιά κατασκευή δεν θα βοηθήσουν σε έναν καινούριο σεισμό.
Σίγουρα ιδιώτες κατασκευαστές έχουν κατανοήσει αυτή την ανισορροπία και σπεύδουν να εξυπηρετήσουν την ζήτηση. Όμως δεν είναι αρκετό γιατί γίνεται σπασμωδικά και αργά, σε μικρή κλίμακα και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη και οι υπόλοιποι παράμετροι όπως η στάθμευση, οι υποδομές, το πράσινο και γενικά ο δημόσιος χώρος.
Είναι εμφανές λοιπόν ότι εδώ έχουμε ανάγκη λύσης από όλα τα επίπεδα της διοίκησης. Μια ευκαιρία να θεμελιώσουμε την ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης σε στιβαρές βάσεις, με δόμηση νέων κατοικιών και δομική, ενεργειακή και αντιπυρική αναβάθμιση των υπαρχόντων καθώς και αναβάθμιση των περιοχών όπου αυτές βρίσκονται, μαζί με ανάπτυξη των απαραίτητων υποδομών όπως οδικό ασφαλές οδικό δίκτυο, αντιπλημμυρική προστασία, σχολεία κ.α. . Χωρίς τέτοιες παρεμβάσεις, με κατά κανόνα χαμηλής ποιότητας στεγαστικό δυναμικό αλλά και παράλογα υψηλές τιμές, οποιαδήποτε προσπάθεια ανάπτυξης της πόλης αυτής θα στραγγαλιστεί στο ξεκίνημά της και θα υπονομεύσει την συνοχή της. Χρειαζόμαστε βιώσιμες βάσεις για βιώσιμη ανάπτυξη στο μέλλον και όχι αδράνεια που εξυπηρετεί βραχυχρόνια συγκεκριμένες ομάδες και μακροπρόθεσμα βλάπτει την Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της.
*Ο Αγγελος Π. Ζωγράφος είναι Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.