Parallax View

Καβούρια έχουν οι τσέπες σας;

Μερικές σκληρές αλήθειες για την οικονομική ελίτ της Θεσσαλονίκης

Γιώργος Τούλας
καβούρια-έχουν-οι-τσέπες-σας-1001262
Γιώργος Τούλας

Παρατηρούσα πρόσφατα στη Νέα Υόρκη τις πτέρυγες των μεγάλων μουσείων της πόλης. Όλες έχουν ονόματα γνωστών επιχειρηματιών της πόλης που έχουν προβεί σε τεράστιες δωρεές, χάρη στις οποίες τα μουσεία τους είναι τα ισχυρότερα του κόσμου. Τα πιο επιδραστικά. Το ίδιο συμβαίνει στο δημόσιο χώρο, τα πάρκα, τις παρεμβάσεις στην πόλη. Συνεχίζοντας μια παράδοση που ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη και συνεχίζεται φυσικά στην Αναγέννηση και στο σήμερα στην Αθήνα, με χορηγούς και μαικήνες που στήριξαν την Τέχνη, υπάρχουν άνθρωποι πλούσιοι οι οποίοι βοηθούν με γενναίες χειρονομίες τις πόλεις τους.

Μου περιέγραφε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ορέστης Ανδρεαδάκης τον αγώνα που δίνει εδώ και χρόνια για να βρει μισό ευρώ χορηγία από τους επιχειρηματίες της Θεσσαλονίκης για το μεγαλύτερο πολιτιστικό οργανισμό της χώρας. Με εκατοντάδες χιλιάδες θεατές κάθε χρόνο, όλο το χρόνο και τεράστια παγκόσμια ακτινοβολία για την πόλη. Δεν εξεπλάγην με όσα μου είπε γιατί το έχω ζήσει έξι χρόνια στο διοικητικό συμβούλιο του Φεστιβάλ και άλλη μια εικοσαετία ως εργαζόμενος ή συνεργαζόμενος με τον Οργανισμό. Σε κάθε έκκληση για στήριξη η απάντηση είναι πάντα κλειστές πόρτες. Ένα ξερό όχι, χωρίς καν αιτιολόγηση.

Σήμερα θα πούμε μερικές αλήθειες οι οποίες πονάνε αλλά οφείλουμε όσο είμαστε στο μάταιο τούτο κόσμο να τις πούμε για να καταγραφούν.

Στις 6 Οκτωβρίου έκανα μια ανάρτηση στο fb. Την αναπαράγω και εδώ:

”Η περίφημη αστική τάξη της Θεσσαλονίκης

Έτυχε, λόγω δουλειάς, να συναναστραφώ πολλές φορές πολλούς ανθρώπους που ανήκουν σε αυτό που ονομάζουμε ”ανώτερη αστική τάξη της Θεσσαλονίκης”. Και λέω να συναναστραφώ γιατί κατάγομαι από μια εργατική οικογένεια, εκεί είναι οι καταβολές μου, τα σημεία αναφοράς μου και τα βιώματα που με συγκινούν περισσότερο. Δεν θεωρώ ότι δρασκέλισα και κανένα σκαλί προς τα πάνω.

Χωρίς να έχω κανένα ταξικό κόμπλεξ ειλικρινά, παρατηρώ αυτό τον πανάλαφρο θίασο εδώ και δεκαετίες. Από πολύ κοντά. Από τα χρυσά χρόνια των 90ς και των 00ς που έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Τότε εργαζόμουν στο Close Up, το μεγάλο περιοδικό της πόλης. Ο εκδότης είχε ρίξει μεγάλο βάρος στο κοσμικό κομμάτι και είχαμε έξτρα έκδοση κάθε μήνα, το περίφημο Gala. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τις μάχες που δίνονταν, τα πεσκέσια που έφερναν, τις απειλές και τα καλοπιάσματα για φιλοξενηθούν τα πρόσωπα τους, τα ρούχα τους, τα αστραφτερά χαμόγελα στις σελίδες του. Τα καλέσματα, οι φιλανθρωπικές βραδιές που κόστιζαν χιλιάδες ευρώ, τα βαφτίσια, οι γάμοι. Αν ανατρέξει ένας ιστορικός σε κείνη την εποχή δεν θα βρει άλλο απομεινάρι πλην της χρυσόσκονης.

Μια σοβαρή αγαθοεργία, πλην του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου, τον Ξενώνα της Στοργής, τη δωρεά Τέλλογλου, τις δωρεές στο δημόσιο χώρο του Σταύρου Ανδρεάδη και τη δουλειά που κάνει ο Νίκος Πέντζος με τη βοήθεια σε αδύναμους. Κάτι που να θυμίζει το ότι η δύναμη μπορεί  και να επιστρέφεται ως αντίδωρο στην πόλη που αποκτήθηκε ο πλούτος. Μια πρωτοβουλία να βγούμε από το βούρκο.

Σήμερα που τα πολλά-πολλά κόπηκαν και σελίδες κοσμικών δεν υπάρχουν, παρά μόνο κάτι παρακμιακές και η πόλη είναι στη χειρότερη κατάσταση της νεότερης ιστορίας της, είναι άφαντοι και πάλι.

Τα σκεπτόμουν όλα αυτά χθες βράδυ την ώρα των εγκαινίων της πιο σημαντικής κατά την ταπεινή μου γνώμη για επεξηγηματικούς λόγους έκθεσης, που εξηγεί το πώς ακριβώς γεννήθηκε η νέα Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά. Με τον ερχομό των προσφύγων του 22. Πως η Θεσσαλονίκη έγινε η πόλη του 20ου αιώνα.

Δεν ήταν κανείς τους εκεί. Ούτε ένας. Από περιέργεια να δει, να σταθεί απέναντι στις εικόνες πιθανόν και των δικών του παππούδων, να μελετήσει για πέντε λεπτά αυτό που σπάνια κάποιος μας λέει: Το πώς γεννήθηκε η Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα.

Όλα είναι ζητήματα προτεραιοτήτων το ξέρω. Και σε αυτή την πόλη τα σουσουδίσματα, τα φιλιά στον αέρα και ο αέρας ο κοπανιστός ήταν πάντα σημαντικότερα.

Φεύγοντας από το Μέγαρο κοίταζα ακριβώς δίπλα το λυόμενο έκτρωμα που στεγάζει το ιστορικό 5ο Λύκειο. Πριν είκοσι χρόνια θα το έκλειναν γιατί είναι επικίνδυνο και ανθυγιεινό. Φέτος τελεί και πάλι υπό κατάληψη, οι γονείς και τα παιδιά είναι στα κάγκελα. Ποιος ασχολείται με λυόμενα στη νέα παραλία, καλή σαμπάνια να υπάρχει στο ποτήρι…Εξάλλου απέναντι από το λυόμενο σχολείο υπάρχει ο μεγαλοπρεπής Άγιος Φώτιος που λάμπει ολόφωτος…”

Στην ανάρτηση αυτή δεν είπα τίποτε περισσότερο από ότι λέμε μεταξύ μας οι γνωρίζοντες εδώ και δεκαετίες. Για την ανάρτηση αυτή μου θύμωσαν πολλοί άνθρωποι που γνωρίζω επίσης δεκαετίες. Που δεν έχουν μάθει να ακούνε αλήθειες.

Όμως δυστυχώς τα πράγματα είναι έτσι και χειρότερα. Στη Θεσσαλονίκη οι άνθρωποι που πλούτισαν από αυτή την πόλη, επιχειρηματίες κραταιοί σε κάθε τομέα της οικονομικής ζωής (εμπόριο, τουρισμός, εστίαση, βιομηχανία, μεταποίηση κλπ) λειτούργησαν πάντα με κριτήρια αδιαφορίας για την πόλη. Δεν επέστρεψαν σε αυτήν, πλην 4-5, ούτε ένα ευρώ ως ανταπόδοση των ευκαιριών που τους δόθηκαν για να μεσουρανήσουν. Ως ένα αντίδωρο για μια λίγο καλύτερη πόλη. Εξαιρώ τους ανθρώπους που έφτιαξαν το Μακεδονικό Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.

Βλέπουν επί δεκαετίες τα μουσεία της πόλης να φυτοζωούν, τα θέατρα της να κλείνουν, τον τύπο της να παραπαίει, τα πάρκα της να ρημάζουν, το δημόσιο χώρο της να θυμίζει τριτοκοσμική πόλη άλλης ηπείρου και όμως σε κάθε κάλεσμα να βοηθήσουν με τα ελάχιστα η απάντηση είναι πάντα ”δυστυχώς δεν έχουμε τη δυνατότητα”.

Αν πας σε πόλεις μικρότερες από τη Θεσσαλονίκη, ακόμα και σε χώρες με πιο δύσκολη οικονομική κατάσταση από μας θα δεις τα μικρά και μεγάλα φεστιβάλ να έχουν ως βασικούς χορηγούς τους τοπικές επιχειρήσεις. Εδώ η έννοια συνεισφέρω είναι άγνωστη.

Κάποτε που ετοίμαζα τη δράση της αναπαράστασης της Πυρκαγιάς του 1922, ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα στην ιστορία της πόλης, εξαιτίας της οποίας γεννήθηκε η νέα Θεσσαλονίκη, απευθύνθηκα σε κάποιον γνωστό επιχειρηματία με αμύθητη περιουσία να βοηθήσει. Η απάντηση ήταν θα μπορούσαμε να διαθέσουμε 200 ευρώ. Του τα χάρισα. Η δράση έγινε, την παρακολούθησαν 35000 άνθρωποι, τα βίντεο έκαναν το γύρο του κόσμου, με βρήκε τυχαία στο δρόμο μια μέρα και μου είπε, τι σπουδαίο πράγμα έκανες! Δεν απάντησα καν… Είναι πραγματικά θλιβερή η αδιαφορία αυτής της οικονομικής ελίτ για την ίδια την πόλη που ρημάζει. Καλά είναι τα πάρτι και τα cocktail, οι συνάξεις και τα σουσουδίσματα, τα εγκαίνια τέχνης των γόνων, όμως υπάρχει και κάτι άλλο που δεν έμαθε ποτέ και από ότι φαίνεται δεν θα μάθει ούτε τώρα: η ευγνωμοσύνη στον τόπο μου.

Ζηλεύω την Αθήνα που έχει ιδρύματα ισχυρά και ανθρώπους που πιστεύουν στην πόλη τους. Που δίνουν τη δυνατότητα στους πολίτες της να απολαμβάνει όσα εμείς στερούμαστε. Και λυπάμαι για τη μιζέρια της Θεσσαλονίκης που πνίγεται στις μπουρμπουλήθρες του αφρώδους οίνου μιας δεξίωσης με θέα το Θερμαϊκό. Υπέροχο το φόρεμα σου χρυσό μου, άσε την πόλη να βουλιάζει…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα