Και ξανά στην κουκέτα
Τον καινούργιο δίσκο του Σταμάτη Κραουνάκη με τον Δημήτρη Μητροπάνο τον πρωτοάκουσα με τα μπουρίνια. Ραγδαία βροχή, αλαφιασμένοι άνθρωποι, η λαϊκή αναμαλλιασμένη κάτω απ’ το μπαλκόνι μου. Στο διαμέρισμα, οι ανεπίσημες συστάσεις δύο αντρών που το πάνε το καράβι (και) σ’ αυτή τη φουρτούνα. Τραγούδια βαθιά, μετρημένα, τρυφερά και ανήμερα, τραγούδια για τον ίσκιο που […]
Τον καινούργιο δίσκο του Σταμάτη Κραουνάκη με τον Δημήτρη Μητροπάνο τον πρωτοάκουσα με τα μπουρίνια. Ραγδαία βροχή, αλαφιασμένοι άνθρωποι, η λαϊκή αναμαλλιασμένη κάτω απ’ το μπαλκόνι μου. Στο διαμέρισμα, οι ανεπίσημες συστάσεις δύο αντρών που το πάνε το καράβι (και) σ’ αυτή τη φουρτούνα. Τραγούδια βαθιά, μετρημένα, τρυφερά και ανήμερα, τραγούδια για τον ίσκιο που πέφτει απότομα στο παρμπρίζ και σου σκοτεινιάζει το δρόμο ή για τον ξαφνικό ήλιο που βγαίνει και στον ξαναδείχνει σαν υπερθέαμα. Άκουγα και ξανάκουγα: το σπαρακτικό «Ζητιανάκι», το συγκινητικά αυτοαποκαλυπτικό (και της Λίνας Νικολακοπούλου) «Το ‘χω», το αβάσταχτο «Ταξίδι» (σε ποίηση Παλαμά)…
Σκεφτόμουν τον Σταμάτη: έναν άντρα στην κόψη του Χρόνου και των χρόνων του, χαρισματικό και γενναιόδωρο, αντιφατικό και τραυματισμένο, εκθαμβωτικά πολύπλοκο, με παιδικές απορίες και ενήλικα κλάματα, με οργιαστικό ταλέντο, με μια φλέβα χρυσής χαράς που χτυπάει ξετρελαμένη απ’ τον ίδιο της το φόβο. Να το πω κι αλλιώς: ο Κραουνάκης είναι –χρόνια τώρα- ο μοναδικός Έλληνας συνθέτης που όχι μόνο δεν «φεύγει απ’ αυτό που νιώθει», αντιθέτως το παραφυλάει, το καλοπιάνει και του παραστέκεται όταν αρρωσταίνει. Και που ξέρει, μπορεί και αντέχει να γράφει νότες και λόγια σύρριζα στους σφυγμούς μιας αγκαλιάς, που, είτε ανοιχτή είτε κλειστή, σώμα κρατάει και σώμα είναι έτοιμη κάθε φορά να υποδεχτεί.
Γνωρίζω ότι διάφοροι του την πέσανε για το «Βάζω κατσαρόλα». Αβασάνιστα, πρόχειρα και επιπόλαια. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω καταλάβει γιατί, αλλά μεγαλώνοντας θέλω να καταλαβαίνω απ’ την αρχή, αν δεν καταλαβαίνω απ’ την αρχή βαριέμαι να μπω στη διαδικασία, τα παρατάω και μένω μόνο με τη συγκίνησή μου, που είναι και το ισχυρότερο αποδεικτικό στοιχείο για του αισθήματος το αληθές.
Οπότε λέω να σταθώ στο παρακάτω της διαδρομής ενός Καλλιτέχνη με ισχυρό αισθητικό εκτόπισμα και, επιπλέον, με Έργο (όχι, απλώς, με μια σειρά ωραίων τραγουδιών) – ρούχο για μια μικρή χώρα, που οι σαστισμένοι της κάτοικοι μάθαιναν πάντα εύκολα ν’ αποστηθίζουν τα λόγια των τραγουδιών. Μόνο που σήμερα, τις περισσότερες φορές, τα τραγούδια που φτάνουν στ’ αυτιά τους δεν έχουν ούτε λόγια ούτε λόγο. Άρα του χρωστάμε. Φτάνει ν’ ακούσεις εδώ το «Γεια», ας πούμε, ή λίγο πιο πίσω το σάουντρακ του «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» -που για μένα είναι ο «Μεγάλος Ερωτικός» της νέας χιλιετίας-, και θα καταλάβεις πόσα και γιατί.
http://www.youtube.com/watch?v=R9I_tWfJ1lAv