Κοίμηση
του σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ Εικόνα: Μαρία Ανδρεάδου Σα νότες ακουστικής κιθάρας που παίζει σόλο σε αργή ταχύτητα τη «Μισιρλού», σε μια εκτέλεση που δεν έχει ακόμα γραφτεί — παρά τις εκατοντάδες που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο. Ή σαν οι ίδιες νότες να ακούγονται τώρα από σόλο βιμπράφωνο. Ή από μακρυνή τρομπέτα, σόλο κι αυτή. […]
του σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ Εικόνα: Μαρία Ανδρεάδου
Σα νότες ακουστικής κιθάρας που παίζει σόλο σε αργή ταχύτητα τη «Μισιρλού», σε μια εκτέλεση που δεν έχει ακόμα γραφτεί — παρά τις εκατοντάδες που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο. Ή σαν οι ίδιες νότες να ακούγονται τώρα από σόλο βιμπράφωνο. Ή από μακρυνή τρομπέτα, σόλο κι αυτή. Νότες που ολοένα και απομακρύνονται η μια από την άλλη, σα να ξεκολλάνε. Μέχρι να σταματήσει, να μείνει μετέωρη η μελωδία.
Ο ήχος της μοτοσυκλέτας που τρέχει σα σφαίρα δεν ακούγεται μέσα στη νύχτα —η σκηνή είναι βουβή—, μόνο εικόνα υπάρχει, με γρήγορα cut. Όταν όλα γίνονται τόσο αστραπιαία μόνο η εικόνα, το φως, προλαβαίνει να φτάσει, ο ήχος καθυστερεί πολύ — νόμοι της Φυσικής. Ούτε μαρσάρισμα ακούγεται ούτε γκάζωμα ούτε φρενάρισμα ούτε σύγκρουση στον τοίχο ούτε πτώση στην άσφαλτο ούτε πρόσωπα που μαζεύονται από πάνω και σου μιλάνε ούτε το ασθενοφόρο που έφτασε αργά (πάντα αργούν) ούτε οι ομιλίες των νοσοκόμων — κάτι κάνουν με σένα, «Μα τι θέλουν όλοι αυτοί από μένα;», απόρησες, ίσως. Μαύρο.
Στο μαύρο του δικού μου ύπνου το τηλέφωνο χτύπαγε επίμονα, εκκωφαντικά στις 5 τα ξημερώματα — μού τρύπαγε τ’ αυτιά, δεν ήθελα να το ακούω, λες και ήξερα: «Έλα αμέσως, ο αδελφός σου δεν είναι καλά». «Στις 3 και είκοσι». «Τρίκαλα».
Το ξημέρωμα της 6ης Ιουλίου 1991 μπήκε στη ζωή μου απότομα. Κι έμεινε. Στης μάνας μου και του πατέρα καρφώθηκε στην καρδιά. Σε μένα έμειναν και οι μεγεθυμένοι ήχοι που ήρθαν με καθυστέρηση, σαν τη βροντή μετά την αστραπή: οι θρήνοι και οι κραυγές, τα τραίνα που σφύριζαν την ώρα του οριστικού αποχωρισμού περνώντας δίπλα απ΄ το κοιμητήριο όπου θάβαμε τον Παναγιώτη, οι φτυαριές και το χώμα, τα ασθενοφόρα που ουρλιάζουν στις αθηναϊκές λεωφόρους — και τ’ ακούω πρώτος από μακρυά.
Έμεινε και μια μελωδία μακρινή, που μου κόλλησε ξαφνικά στο μυαλό τότε, εκείνη την 6η Ιουλίου 1991. Μια μελωδία ακουστικής κιθάρας, βιμπράφωνου ή τρομπέτας, σα φύσημα μοιάζει, σαν πνοή — άλλες φορές την παίρνει ο αέρας και χάνεται δεν υπάρχει, σα να μην υπήρξε ποτέ, κι άλλες φορές τη φέρνει απότομα σε μια μόνη στιγμή δυνατά μέσα στα αυτιά μου πολύ δυνατά. Και πονάνε πολύ. …………………………………………………………………………………………………………………………….
Η «Μισιρλού» (που είχα την λάθος εντύπωση ότι είχε πρωτογραφτεί από τον συμπατριώτη μου Βασίλη Τσιτσάνη) μού κόλλησε τότε, έτσι, χωρίς να είναι το αγαπημένο τραγούδι του Παναγιώτη — δεν ξέρω καν αν το είχε ποτέ σιγοσφυρίξει στα 28 του χρόνια. Ανάμεσα στις εκατοντάδες εκτελέσεις ανά τον κόσμο δεν βρήκα ούτε μία που να ταιριάζει με αυτή που ακούω μέσα μου — ίσως πρέπει να τη γράψω εγώ πλέον με τη βοήθεια φίλων. Διάλεξα όμως μια που έχει κάτι λίγο από αυτό που φαντάζομαι. Αυτή η συγκεκριμένη «Μισιρλού» μού αρέσει γιατί είναι BossaNova, και ξέρω πως πολύ θα του άρεσε να τη χορεύει όλη νύχτα αγκαλιά με μια κοπέλλα.
Ας αρχίσει η μουσική λοιπόν! Μέρα της γιορτής σου η Κοίμηση, ο Δεκαπενταύγουστος, Γιώτη μου.
Διαβάστε κι άλλα κείμενα του Βασίλη Λουλέ εδώ