Κύπρος, το νησί της συνεργασίας

Λέξεις-εικόνες: Παναγιώτης Λογγινίδης Μία επίσκεψη στην Κύπρο αποτελεί πάντα μία ευκαιρία να ταράξει την ιστορική σου μνήμη, να σε θέσει απέναντι στον εαυτό σου αλλά και απέναντι στον Άλλο, που τόσο δύσκολα αποδέχεσαι, αυτόν τον ξένο και περίεργο, τον διαφορετικό και επικίνδυνο, αφού ο φρενήρης τρόπος ζωής σε έχει καταστήσει αδιάφορο και κενό, εσωστρεφή και […]

Παναγιώτης Λογγινίδης
κύπρος-το-νησί-της-συνεργασίας-21682
Παναγιώτης Λογγινίδης
dsc06511.jpg

Λέξεις-εικόνες: Παναγιώτης Λογγινίδης

Μία επίσκεψη στην Κύπρο αποτελεί πάντα μία ευκαιρία να ταράξει την ιστορική σου μνήμη, να σε θέσει απέναντι στον εαυτό σου αλλά και απέναντι στον Άλλο, που τόσο δύσκολα αποδέχεσαι, αυτόν τον ξένο και περίεργο, τον διαφορετικό και επικίνδυνο, αφού ο φρενήρης τρόπος ζωής σε έχει καταστήσει αδιάφορο και κενό, εσωστρεφή και μισαλλόδοξο. Ό,τι κι αν έχεις ακούσει για την Κύπρο εσύ που γεννήθηκες μετά την εισβολή ή εσύ που ήσουν ήδη εν ζωή στα γεγονότα της δεύτερης φάσης διχοτόμησης του νησιού – αφού η πρώτη είχε ήδη ξεκινήσει πολύ πριν το 1974 – αποτελούν φτηνή σαπουνόπερα σε σχέση με τη βιωμένη κατάσταση που δε δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις σε κάθε γωνιά του νησιού και που έχει παγιωθεί επί 40 χρόνια, σαν τις ρυτίδες ενός ηλικιωμένου που δε μπορούν να φτιασιδωθούν αλλά δε θέλει και ο ίδιος να κρύψει.

Το νησί αποτέλεσε ένα πολιτικό πείραμα. Και βέβαια το νησί συνεχίζει να αποτελεί μία μοναδική περίπτωση στα παγκόσμια πολιτικά χρονικά, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθός του, τη θέση του, την πρωτοτυπία του με μία πρασινόμαυρη γραμμή σχεδόν στη μέση, τα τέσσερα καθεστώτα στο νησί (κυπριακό, τουρκοκυπριακό, Ηνωμένα Έθνη, Βρετανοί), την παράδοξη ένταξή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη και την κατοχή του βόρειου τμήματος από τον τουρκικό στρατό. Αυτές οι εικόνες, δε μπορούν να αποτυπωθούν σε κανέναν πίνακα κανενός ζωγραφικού ρεύματος, σε καμία φωτογραφία κανενός σπουδαίου φωτογράφου, σε κανένα βιβλίο κανενός ιστορικού. Μπορούν όμως να αποτυπωθούν στα μάτια μιας ελληνοκύπριας πρόσφυγα από το κατεχόμενο Καραβοστάσι, στο ροζιασμένα χέρια ενός τουρκοκύπριου διωχθέντος από το σπίτι του στη Χούλου της Πάφου, στην Εκκλησία των εγκλωβισμένων Ελληνοκυπρίων στην Αγία Τριάδα, στα ερείπια του χωριού φαντάσματος των Τουρκοκυπρίων στην Πιταρκού, στις παρυφές του Τροόδου. Ο αγώνας δηλαδή έληξε ισόπαλος, με απώλειες και από τις δύο πλευρές.

Το νησί μυρίζει αβεβαιότητα. Πορεύεται με συντροφιά αυτήν επί 40 χρόνια. Κάθε μέρα ξυπνάει αναστατωμένη, ότι αυτό που συνέβη τον Ιούλη του 74 συνέβη εχθές και σήμερα κάτι πρέπει να γίνει. Και κάθε μέρα κλείνει το φως και κοιμάται με την αγωνία του αύριο. Φαύλος κύκλος. Αγωνία παρατεταμένη, όσο και αν η νότια πλευρά και η πολιτική της ηγεσία θέλησε να την καλύψει με ακριβά αυτοκίνητα, πλούτη και ξέφρενες βραδιές τύπου Αγία Νάπα. Ο θρήνος του τόπου, της γης, των ανθρώπων είναι παρατεταμένος και εκκωφαντικός όσο και αν οι ρώσοι μεγιστάνες, τα πολλά γήπεδα γκολφ και η ματαιοδοξία κάθε νέας μαρίνας επιμένουν να τον αγνοούν. Εδώ ο καπιταλισμός δεν απάλυνε τον πόνο. Εδώ ο καπιταλισμός αποδείχθηκε πολύ φτωχός μπρος στον πλούτο της τραγωδίας. Νομίζω είναι η πρώτη φορά που βλέπω ένα τόσο πλούσιο καθεστώς να μη μπορεί να κάνει το κλάμα να σωπάσει, να μη μπορεί να καλύψει τις τρύπες από τις σφαίρες στο Βαρόσι της Αμμοχώστου, να μη μπορεί να μετατρέψει το θρήνο σε χολιγουντιανού τύπου πάρτι.

Και ο θρήνος ανήκει σε όλους. Κανείς δεν εξαιρέθηκε. Όσο και αν προσπάθησε η προπαγάνδα και από τις δύο πλευρές, ο παραλογισμός της βίας και του ακαριαίου θανάτου χτύπησε και τις δύο κοινότητες. Πληθυσμοί μετακινήθηκαν βίαια και γκετοποιήθηκαν νότια και βόρια. Άνθρωποι σφαγιάστηκαν εκατέρωθεν, έχασαν τις οικογένειές τους, το βιος τους και τις συνήθειές τους. Αλλά αυτό που κυρίως έχασαν ήταν η ικανότητά τους να συμβιώνουν, να συνδημιουργούν, να μοιράζονται επί αιώνες το ίδιο χώμα, την ίδια γλώσσα, τα ίδια σχέδια για το μέλλον. Πριν την εισβολή, όλοι μιλούσαν κυπριακά. Αυτή τη μελωδική γλώσσα του τζαμέ και του θαρκούμαι. Μετά το ’74 τα αντικατέστησε η μονότονη γλώσσα της προπαγάνδας και της καχυποψίας. Πριν, η ζιβανία αποτελούσε το εθνικό ποτό του νησιού. Μετά, το φαρμάκι την αντικατέστησε. Πριν, ο Τρόοδος αποτελούσε το ψηλότερο σημείο του νησιού. Μετά, ο εθνικισμός ξεπέρασε τα 2.000 μέτρα.

Μια βόλτα στο νησί σε κάνει να καταλάβεις ότι οι άνθρωποι είναι το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει πια το νησί. Το μέρος στρατοκρατείται. Αποτελεί την καλύτερη εφαρμογή στρατιωτικού μέτρου. Παντού στρατοί. Νομίζω ότι εδώ το στοίχημα ήταν να φυτέψουν τόσους στρατούς όσα και τα αμπέλια του νησιού. Και το πέτυχαν. Στρατοί κάθε τύπου και μεγέθους. Αγγλικός, τουρκοκυπριακός, τουρκικός, ελληνικός και ελληνοκυπριακός. Ποιος ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να ζήσει με τόσα όπλα τριγύρω του; Πώς να ηρεμήσει το μάτι σου και το μυαλό σου με τόσες σημαίες; Πώς μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια όταν ακούς τον ήχο από το καθάρισμα των όπλων; Η μνήμη είναι πιο δυνατή από τους ήχους των βολών στα πεδία και η όραση αρκετά ισχυρή για να ξυπνάει τις χειρότερες αισθήσεις. Ο εχθρός καραδοκεί και μάλιστα είναι ένας εχθρός που έγινε αόρατος αφού η συνήθεια τον έθρεψε για σαράντα χρόνια, χωρίς να τον προσδιορίσει. Και αρχίζεις να υποψιάζεσαι τους πάντες. Κυρίως τον εαυτό σου που μηχανικά αρνείται να ξεπεράσει την κατάσταση. Έτσι μας μάθανε λένε. Να σκεφτόμαστε τα δεινά μας και να μη βλέπουμε των άλλων. Να μη βλέπουμε το φταίξιμό μας που οδήγησε στη διχοτόμηση. Η δική μας τραγωδία πάντα είναι πιο βαριά γιατί είναι δική μας και δεν έχουμε χώρο για την ξένη.

Υπάρχει όμως προοπτική λύσης σε ένα πρόβλημα που σέρνεται 40 τόσα χρόνια;

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα