Κοίτα με πάλι

του Άκη Δήμου Εικόνα: Θανάσης Σταθόπουλος    Το Σάββατο το απόγευμα, πριν την Κυριακή του δημοψηφίσματος, είχε μια ησυχία σαν από άλλη εποχή. Οι γείτονές μου, στα μπαλκόνια τους, πότιζαν τις γλάστρες τους, κανένα βέλασμα απ’ τις ανοιχτές τηλεοράσεις, ένας νεαρός απέναντι (όχι και τόσο νεαρός, είδα μετά) είχε βάλει το Dancing with myself των […]

Άκης Δήμου
κοίτα-με-πάλι-43346
Άκης Δήμου
dixonoia.png

του Άκη Δήμου Εικόνα: Θανάσης Σταθόπουλος

   Το Σάββατο το απόγευμα, πριν την Κυριακή του δημοψηφίσματος, είχε μια ησυχία σαν από άλλη εποχή. Οι γείτονές μου, στα μπαλκόνια τους, πότιζαν τις γλάστρες τους, κανένα βέλασμα απ’ τις ανοιχτές τηλεοράσεις, ένας νεαρός απέναντι (όχι και τόσο νεαρός, είδα μετά) είχε βάλει το Dancing with myself των Nouvelle Vague και δυο κυρίες γέλαγαν πάνω απ’ τους καφέδες τους. Συνηθισμένος στις κραυγές των ημερών, μου φάνηκε σα να είχα αποκοιμηθεί κι ονειρευόμουν. Δεν είχα. Απλώς κρατούσαν όλοι την ανάσα τους.

   Ήρθε η βδομάδα, που μόλις είχε περάσει, και θρονιάστηκε ολόκληρη μπροστά μου. Με όλες της τις μέρες και τις νύχτες. Δεν ήταν εύκολη (ποτέ δεν είναι εύκολη μια βδομάδα που την περνάς ράβοντας ξανά και ξανά την πανοπλία σου). Αλλά ήταν χρήσιμη. Γιατί μας έμαθε πολλά (ελπίζω). Πόσο έχουμε ξεμάθει –αν μάθαμε ποτέ – να συνεννοούμαστε, για παράδειγμα. Πόσο βαθιά έχουμε εθιστεί να ζούμε ο καθένας στο χαράκωμά του περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να τραβήξουμε τη σκανδάλη με τη γλώσσα μας. Μόνοι μας θέλουμε να πολεμάμε, μόνοι μας να πηγαίνουμε και μόνοι να γυρνάμε από το μέτωπο.

   Στα πένθη, σκέφτομαι, συναντιούνται άνθρωποι που έχουν να ειδωθούν χρόνια, μιλάνε συγγενείς που έχουνε κόψει καλημέρες με άλλους συγγενείς, νιώθοντας μέσα τους βαθιά ότι η απώλεια τους ξεπερνάει και τους θυμίζει ότι πρέπει τάχιστα να ξαναγυρίσουν στη ζωή. Γιατί τα χρόνια δεν είναι ούτε πολλά ούτε για σκότωμα.

   Εδώ, απλώς, τσακωθήκαμε. Για μια ακόμη φορά. Κλείσαμε το τηλέφωνο ο ένας στα μούτρα του άλλου, σιχτιρίσαμε, κουρδίσαμε το βλέμμα μας στην καχυποψία, βγάλαμε όλο μας το φαρμάκι και ταΐσαμε γουλιά γουλιά εαυτούς και αλλήλους, Εκτονώσαμε το θυμό μας στα τυφλά, τρέχοντας να βάλουμε στην απελπισία μας χρώμα μη και δεν την αναγνωρίσουμε στο σκοτάδι. Ρίξαμε στη φαρέτρα μας όποιο σκουριασμένο βέλος είχε ο καθένας πρόχειρο, ξαμολήσαμε μύρια όσα κλισέ να τρέχουν αφηνιασμένα προς πάσα κατεύθυνση, αλλάξαμε το νόημα των λέξεων, ερμηνεύσαμε την Ιστορία κατά πως μα βόλευε, χάσαμε το χιούμορ μας, περιφρουρήσαμε την ημιμάθειά μας, τιγκάραμε τα υπόγεια του μυαλού μας με ένα σωρό έωλα, δανεικά από δω κι από κει, επιχειρήματα, παραδοθήκαμε άνευ όρων στην αερολογία, στη φημολογία, στη δαιμονοποίηση και στην προπαγάνδα (ένθεν και ένθεν). Δώσαμε το χέρι μας στο κενό και του συστηθήκαμε, καθένας βαφτισμένος πια με το συνθηματικό του όνομα. Κληθήκαμε να γίναμε καπετάνιοι παίρνοντας το τιμόνι του βαποριού που μας βάλανε στα χέρια αλλά δεν φάνηκε να είμαστε και πολύ εκπαιδευμένοι στη φουρτούνα, μόνο στις παραλίες της Χαλκιδικής και της Μυκόνου μάθαμε να βγαίνουμε με το φουσκωτό και τον μικροαστισμό μας (που δεν βρίσκεται τόσο μακριά απ’ τον εκφασισμό μας όσο φαντάζεσαι).

   Όλοι μαζί κι ο καθένας για κανέναν! Σαν ντοπαρισμένοι, διδάξαμε για ακόμη φορά δημοκρατία. Μόνο που οι ίδιοι θα πληρώσουμε τα δίδακτρα.

  Μπορούμε, νομίζω, άνετα να συμφωνήσουμε όλοι ότι (και) σε αυτόν τον διάλογο τα σκατώσαμε. Του κοπαδιού μας μονάχα τα χνώτα: αυτά μόνο φάνηκε ότι ξέρουμε να μυρίζουμε. Μ’ αυτή τη μυρωδιά πέσαμε να κοιμηθούμε πάνω στις διπλωμένες μας σημαίες. Πιο μόνοι, πιο απελπισμένοι και περισσότερο ξεδοντιασμένοι από ποτέ. Με μιας βδομάδας βαριές κουβέντες, τεντωμένα δάχτυλα και σηκωμένα φρύδια. Λες και, το άλλο πρωί, θα ξημερωνόμασταν ο καθένας και σ’ άλλη πατρίδα. Αλλά η ζωή εκδικείται: κοίτα να δεις που ξημερωθήκαμε στην ίδια!-

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα