Η κωμωδία της τραγικής πανδημίας: Σκέψεις κεκλεισμένων των θυρών
Σε καθημερινή βάση υποδεχόμαστε στις οθόνες των υπολογιστών μας δεκάδες γελοιογραφίες, χωρατά, πλάκες, ανέκδοτα και λογοπαίγνια. Πώς γίνεται να γελά κανείς βιώνοντας ένα δράμα διαστάσεων τραγωδίας;
Σε καθημερινή βάση υποδεχόμαστε στις οθόνες των υπολογιστών μας δεκάδες γελοιογραφίες, χωρατά, πλάκες, ανέκδοτα και λογοπαίγνια, τα οποία κάνουν πολλούς να διερωτηθούν πώς γίνεται να γελά κανείς βιώνοντας ένα δράμα διαστάσεων τραγωδίας;
Κι όμως, η ιστορία έχει δείξει πως όσο πιο τραγική γίνεται η πραγματικότητα τόσο πιο έντονα δραστηριοποιείται ο αντίποδάς της, η κωμωδία. Για του λόγου το αληθές, πάρτε ένα ακραίο παράδειγμα, τον «Μαύρο θάνατο» (ή άλλως, τη «Μαύρη πανώλη») του Μεσαίωνα που κράτησε κοντά στα πέντε χρόνια (1348-1353) και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο σχεδόν 30-40 εκατομμυρίων ανθρώπων, μόνο στην Ευρώπη.
Η τότε ιατρική, χωρίς επιστημονικές λύσεις, περιόρισε τη δράση της είτε σε τρελές αστρολογικές εικασίες είτε σε εξομολογήσεις ή περίεργες θεραπείες, όπως αποχή από τη σεξουαλική πράξη ή το κάψιμο φλοιών κυδωνιών, μεταξύ πολλών άλλων.
Όσο για την εκκλησία, και αυτή ανίκανη να εξηγήσει τα αίτια της πανδημικής καταστροφής, θα βρει εξιλαστήριο θύμα τους Εβραίους, τους οποίους θα κατηγορήσει ότι δηλητηρίασαν τα πηγάδια για να εξοντώσουν τους Χριστιανούς.
Όπως τώρα έτσι και τότε είχε επιβληθεί, πρώτα στο Μιλάνο και αμέσως μετά στη Βενετία, «καραντίνα» σαράντα ημερών (=quarantina, στα ιταλικά) στα άτομα εκείνα–κυρίως έμποροι και ναυτικοί– που κρίνονταν ότι ήταν φορείς.
Διακωμωδώντας τον «Μαύρο θάνατο»
Σε αυτή την απίστευτα σκοτεινή περίοδο, με απόλυτο πρωταγωνιστή τον θάνατο, η κωμωδία δεν θα χαθεί από τα βρώμικα σοκάκια και τις πλατείες με τους πλανόδιους μίμους και ακροβάτες, από τα λαϊκά φεστιβάλ (βλ. καρναβάλια), τα παλάτια με τους γελωτοποιούς των βασιλιάδων και φυσικά από τη λογοτεχνία της εποχής.
Οι Ιστορίες του Κάντεμπουρυ, ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνήματα όλων των εποχών, του Τζέφρυ Τσώσερ, είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό δείγμα γραφής. Όμως το πλέον γλαφυρό και λεπτομερές είναι το λάγνο Δεκαήμερο του Βοκάκιου, όπου πρωταγωνιστούν εφτά νέες και τρεις νέοι που απομονώνονται σε ένα εξοχικό σπίτι κατά τη διάρκεια της πανώλης και περνούν τις μέρες τους (σύνολο δέκα) τραγουδώντας, χορεύοντας και εξιστορώντας ιστορίες ερωτικές και κωμικές.
Πίνακας του Xaver Winterhalter, εμπνευσμένος από το Δεκαήμερο του Βοκάκιου
Στις ιστορίες τους μας περιγράφουν πώς ο κόσμος έτρεχε να απομακρυνθεί πανικόβλητος από τους αρρώστους, πώς οι γείτονες απέφευγαν τους γείτονες και οι συγγενείς τους συγγενείς, τα παιδιά τους γονείς, οι γονείς τα παιδιά και οι ιερείς το ποίμνιό τους. Ορισμένοι, γράφει ο Βοκάκιος, συγκεντρώνονταν σε ένα απομονωμένο μέρος με φαγητά και ποτά και περνούσαν τον χρόνο τους χωρίς καμιά επαφή με την πραγματικότητα. Άλλοι, μη έχοντας την πολυτέλεια να κρυφτούν κάπου, λήστευαν τα σπίτια των νεκρών, έτρωγαν και έπιναν παντελώς αδιάφοροι για τον κίνδυνο μόλυνσης.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται
Tελικά η ιστορία επαναλαμβάνεται και είναι αποκαλυπτική. Η κωμωδία δεν το βάζει στα πόδια στη θέα της καταστροφής ή του θανάτου ή των προβλημάτων που συναντά ο άνθρωπος στην καθημερινότητά του. Πάντα βρίσκει τρόπους να δηλώσει το παρόν της και να υμνήσει τη ζωή. Ο Νίτσε είναι πολύ εύστοχος όταν λέει ότι το “κύριο γνώρισμα της έννοιας του κωμικού είναι η απουσία του φόβου».
Και πράγματι, ο άνθρωπος που γελά θωρακίζει τον εαυτό του από τον φόβο αλλά και την οργή. Το κωμικό στοιχείο που τον ψυχαγωγεί του προσφέρει μια δίοδο πρόσκαιρης απόδρασης από κάποιο καταπιεστικό αφήγημα, όπως είναι εν προκειμένω το αφήγημα της πανδημίας. Μια απόδραση που βασίζεται εν πολλοίς στο ασύμμετρο, το απροσδόκητο, το ανοίκειο, το αλλόκοτο.
Θέλω να πω πως τα ανέκδοτα και όλα τα παρεμφερή που γεννά αυτή η κρίση που βιώνουμε σήμερα δεν έχουν να κάνουν με το γέλιο της ανωτερότητας (που ισχύει σε πολλές εκδοχές του κωμικού, όπου γελάμε εις βάρος κάποιου, εκδηλώνοντας έτσι μια επιθετική στάση), αλλά πιο πολύ με μια μορφή ψυχοπνευματικής αποσυμπίεσης.
Τρεις πανδημίες, ο μαύρος θάνατος, η ισπανική γρίπη και ο κορονοϊός διασκεδάζουν με μπύρα κορόνα. Κορονοϊός: «Οραμά μου δεν είναι να σκοτώσω τον κόσμο, αλλά να αναδείξω την ανισότητα στην πρόσβαση στη δημόσια υγεία».
Διαβάζοντας ένα ανέκδοτο ή κοιτώντας μια γελοιογραφία εμπνευσμένη από τον κορονοϊό και την καραντίνα που έχει επιβληθεί, υποσυνείδητα κάνουμε συγκρίσεις ανάμεσα σε μια κατάσταση όπως τη βιώσαμε πριν από την κρίση, μια κατάσταση όπως τη βιώνουμε τώρα και μια κατάσταση όπως ενδεχομένως θα θέλαμε να είναι και δεν είναι. Δηλαδή, η ασυμβατότητα ανάμεσα στα σημεία που συνθέτουν τον κόσμο μας αυτή τη στιγμή γεννά και το κωμικό. Διαλύοντας κάθε αίσθηση αναμενόμενης τάξης, το κωμικό μας καλεί, τρόπον τινά, να ξαναδούμε τα συστατικά αυτής της τάξης.
https://twitter.com/asos/status/1240270396357857281
Ο Ενρίκο Μπαρμπέρις Νέγκρα από το Μιλάνο τσουγκρίζει ποτήρια με τους καλεσμένους του… στον καθρέφτη.
Πού βρίσκεται το κωμικό;
Εννοείται ότι για να υποδεχτούμε θετικά αυτή την κωμική (ή γελοιογραφική) διασάλευση του οικείου απαιτείται και μια σχετική απόσταση. Για παράδειγμα, μια γελοιογραφία με κάποιον συνάνθρωπό μας στη ΜΕΘ δεν είναι διόλου αστεία για τους συγγενείς του. Όπως δεν είναι και για όσους επικαλούνται τον πολιτικά ορθό λόγο κάθε φορά που ο στόχος της διακωμώδησης στρέφεται ενάντια σε ευάλωτες ομάδες.
Με άλλα λόγια, το αστείο ή το γελοίο δεν είναι εγγενές συστατικό της κατάστασης που διακωμωδείται. Είναι αστείο μόνο εάν το δούμε σε σχέση με την εικόνα που έχουμε περί κανονικότητας. Αυτό εν πολλοίς εξηγεί γιατί πολλά αστεία άλλων λαών δεν έχουν καμιά απήχηση πέρα από τα εθνικά τους σύνορα.
Συμπέρασμα: για να γελάσει κάποιος πρέπει να έχει εικόνα του βαθμού απόκλισης ή εκτροπής από αυτό που θεωρεί ως κανονικό. Και ανάλογα πόσο αισθητή είναι η εικόνα της ασυμμετρίας ή της δυσαρμονίας ανάμεσα στο αποδεκτό και την ανατροπή του αντίστοιχη θα είναι και η αντίδραση (απλό μειδίαμα, γέλιο στιγμιαίο, διαρκείας, χάχανα κ.λπ).
Φαντασιακή κοινότητα
Και κάτι άλλο. Η καραντίνα, ενισχύοντας τις στιγμές μοναξιάς και απομόνωσης, ενίσχυσε ταυτόχρονα και την αίσθηση της τρωτότητας των ανθρώπων. Όντας αποκλεισμένοι στο σπίτι, οι άνθρωποι νιώθουν ότι δεν ανήκουν σε ένα σύνολο. Και ένα αστείο ή μια παρωδία είναι ένας τρόπος να δεθούν, έστω και νοερά, δημιουργώντας μια φαντασιακή (γελαστική) κοινότητα. Όταν κάποιος μας κάνει να γελάσουμε με μια ανάρτηση κερδίζει, πέρα από κάποιο ίσως θαυμασμό, και την εμπιστοσύνη μας, την οποία εκφράζουμε με τα γνωστά like, το ιντερνετικό μας χειροκρότημα. Και να προσθέσω κάτι επιπλέον σε αυτό που είπα στην αρχή.
Το κωμικό και το τραγικό
Το κωμικό τις περισσότερες φορές είναι πιο έντονο όταν βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με το τραγικό. Η περίφημη Γκουέρνικα, λ.χ., είναι ένας εικαστικός εφιάλτης τον οποίον ωστόσο συνθέτουν απόλυτα κωμικές πινελιές. Κάτι ανάλογο παρατηρούμε και στα μυθιστορήματα του Ντίκενς ή στα δραματικά κείμενα του θεάτρου του παραλόγου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κωμικό (ως γκροτέσκο ή ως παρωδία κ.λπ) ακουμπά και διαταράσσει εκείνο το μυστηριώδες σκοτεινό κομμάτι που έχουμε «χρεωμένο» στην τραγωδία. Όπως λέει ο «τραγικός» Ντοστογιέφσκι, η κωμική εμπειρία μπορεί να φτάσει τόσο βαθιά γιατί ακριβώς ο συγγραφέας της έχει ήδη αποδεχτεί το παράλογο, το απίθανο που κυριαρχεί βαθειά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Όπως λέει ο γνωστό κριτικός Γουώλτερ Κερ, «η κωμωδία είναι το προσωπικό ημερολόγιο της τραγωδίας. Καταγράφει ό,τι πιθανόν έχει αποκρυβεί….». Πολύ απλά, η κωμωδία αρθρώνει αυτό που πολλοί φοβούνται ή δεν θέλουν να αρθρώσουν.
Σε ανάλογο μήκος κύματος σκέφτεται και ο Γάλλος δραματικός συγγραφέας Φεϊντώ, ο οποίος λέει: «Για να προκαλέσεις γέλιο δεν έχεις παρά να συγκεντρώσεις μια οποιαδήποτε ομάδα από ανθρώπους, να τους βάλεις σε τραγική θέση και ύστερα να τους δεις από κωμική σκοπιά».
Αυτό ακριβώς βιώνουμε τώρα με τον πιο σύγχρονο λοιμό, περίπου 2500 χρόνια μετά τον λοιμό που κλήθηκε να θεραπεύσει ο Οιδίποδας. Όπως τότε, έτσι και τώρα, υπάρχει ένα αίνιγμα που καλούνται οι «Οιδίποδες» της εποχής μας να λύσουν. Και μέχρι να το λύσουν θα συνεχίσουν να κυκλοφορούν ανέκδοτα και γελοιογραφίες της σύγχρονης τραγωδίας, δείχνοντας ότι δεν έχουμε χάσει ακόμη τη μάχη (δηλ. την αίσθηση του χιούμορ). Και το τονίζω αυτό γιατί ένα αστείο, όσο ακραίο και να είναι, κρύβει μέσα του μια δόση αισιοδοξίας που λέει ότι: παρ’ όλες τις ήττες (του ανθρώπου), στο τέλος θα τα καταφέρει. Ένα καλό αστείο απαξιώνει τον πόνο και την απαισιοδοξία. Οι γελωτοποιοί του βασιλιά αυτή τη δουλειά έκαναν: γνώριζαν στην τότε εξουσία τη σοφία και την αισιοδοξία του κωμικού κόσμου.
Ένα τρελό αστείο, προστατεύει με τον δικό του τρελό τρόπο, το πνεύμα της ζωής. Είναι λογικό να διερωτηθεί κάποιος: μα τι είδους γέλιο μπορεί να προκαλεί ένας απόλυτα τραγικός Άμλετ ή τα εκατομμύρια κρούσματα κορονοϊού και οι χιλιάδες νεκροί;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα πρέπει να διευρύνουμε κάπως την άποψη που έχουμε για την κωμωδία (και τις ποικίλες εκδοχές της) και να τη δεχτούμε ως ένα είδος πιο σύνθετο από την τραγωδία, υπό την έννοια ότι είναι πιο αποκαλυπτική σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη κατάσταση και ψυχοσύνθεση.
Ίσως ακούγεται υπερβολική μια τέτοια άποψη, γιατί έχουμε συνηθίσει, τουλάχιστον στον χώρο των φιλολογικών/θεατρικών σπουδών, να αντιμετωπίζουμε το κωμικό (και τις ποικίλες εκδοχές του) ενοχικά. Τι εννοώ;
Το τραγικό μας αφήγημα
Το κυρίαρχο αφήγημα της ανθρώπινης ιστορίας είναι οριοθετημένο από τον πόνο και την καταπίεση, δηλαδή το δράμα. Ως συνέπεια αυτής της κυριαρχίας είναι η φίμωση του γέλιου και της χαράς. Πάρτε το θέατρο, για παράδειγμα. Κάθε φορά που μιλάμε για γέλιο στο θέατρο πρέπει διαρκώς να αποδεικνύουμε την ποιότητά του σε σχέση με το κυρίαρχο (δραματικό) αφήγημα. Αυτό τι δείχνει; Ότι η κωμωδία ήταν και εξακολουθεί να είναι αντικείμενο σοβαρής μελέτης μόνο σε σχέση με άλλα είδη και πολύ σπάνια αυτόνομα. Η θέση της είναι πάντα στα «άλλα» είδη, τα κατώτερα και τούτο γιατί έχει ιδιότητες που δεν της επιτρέπουν να ανήκει στο έγκριτο κέντρο.
Απλό ωστόσο αποκαλυπτικό παράδειγμα: όσο πιο πολλή γέλιο προκαλεί ένα θεατρικό έργο τόσο λιγότερες πιθανότητες έχει να βρει θέση στις σελίδες της θεατρικής ιστορίας. Και τούτο γιατί τοποθετείται ευθύς αμέσως στα μη σοβαρά (άρα μη αξιόλογα) θεάματα. Όταν λέμε στις τάξεις που διδάσκουμε (όσοι διδάσκουμε) ότι τόσες χιλιάδες παρακολούθησαν τις παραστάσεις του Σεφερλή ή του Λαζόπουλου δεν το λέμε (ας μην κρυβόμαστε) με θαυμασμό αλλά συνήθως με αρνητικό πρόσημο. Εμμέσως πλην σαφώς είναι σαν να καλούμε τους ακροατές μας να συγκρίνουν τον όγκο των μεν με τον σαφώς ισχνότερο όγκο που υποδέχεται ένας ποιοτικός Μπέκετ ή ένας δύσκολος Δημητριάδης. Με τον τρόπο μας είναι
σαν να μην επιτρέπουμε στην κωμωδία να θέσει τους όρους της και να αντιπροσωπεύσει τον εαυτό της. Πάντα την αντιμετωπίζουμε μέσα από ιεραρχικές τακτοποιήσεις του τύπου: η τραγωδία είναι είδος υψηλό, η δε κωμωδία χαμηλό. Πάει, τελείωσε. Και ταυτίζοντάς την με το χαμηλό φιμώνουμε κατά κάποιον τρόπο ό,τι πιο ζωηρό έχουμε μέσα μας: το γέλιο.
Το περίεργο όσο και αντιφατικό σε όλα αυτά είναι ότι, μολονότι πολύ πιο συχνά και πολύ πιο εύκολα «γινόμαστε» Δον Κιχώτης, Μαλβόλιο, Ταρτούφος, Γενικός Γραμματέας, Υπάλληλος ή Σέντζας παρά Οιδίποδας, Μακμπέθ, Οθέλλος, Αίαντας ή Ληρ, εν τούτοις το ποιοτικό βάρος πέφτει στους τραγικούς/δραματικούς ήρωες.
Η αταξία της κωμωδίας
Η κωμωδία δεν είναι μόνο ένα είδος που διαφέρει και από την τραγωδία και το ρομάντζο, αλλά ένα συγκεκριμένο είδος που σε ένα βαθμό «ξεκλειδώνει» τον τρόπο που είναι οργανωμένος (και κλειδωμένος) ο κόσμος. Προκαλεί ρωγμές στο γραμμικό αφήγημα που κουβαλάμε γύρω από τη ζωή. Ταράζει τις σχέσεις ανάμεσα στις προσδοκίες μας και την πραγματικότητα, προτάσσοντας μιαν άλλη «άτακτη» πραγματικότητα. Για παράδειγμα, οι γελοιογραφίες και τα ανέκδοτα που κυκλοφορούν εν μέσω καραντίνας μας δίνουν την ευκαιρία να δούμε τον κόσμο από μια οπτική γωνία που τον εμφανίζει ασυνάρτητο, και παράλληλα να καταλάβουμε ότι ο κόσμος εξακολουθεί να είναι κατά βάση ανοικτός και ανολοκλήρωτος, μια ατελής Φύση (βλ. και Μπρεχτ).
Θα έλεγε κανείς πως όλες αυτές οι κωμικές και γκροτέσκες σφήνες μας βοηθούν με τον παλαβό τους τρόπο να αποκτήσουμε συνείδηση της συμπεριφοράς των ανθρώπων, των ιδεών που κυκλοφορούν, της έννοιας του καθωσπρεπισμού, της ορθής και μη ορθής συμπεριφοράς.
Εάν μπει κάποιος στον κόπο να συγκεντρώσει τις κωμικές κορονο-σφήνες θα διαπιστώσει ότι απλώνονται σε μεγαλύτερο εύρος από ό,τι μια πιθανή τραγική εκδοχή τους. Καλύπτουν όλη την κορονο-ζωή και όχι ένα κομμάτι της κάπου στη μέση, εκεί όπου ο άνθρωπος ανακαλύπτει την τραγική ή τη δραματική του υπόσταση.
Τραγικός εγκλεισμός και κωμικός απεγκλωβισμός
Η τραγωδία μας ζητά να μην εγκαταλείπουμε τα αξιακά μας συστήματα˙ να κάνουμε τις επιλογές μας προσεκτικά και με τρόπο που έχει ήδη δοκιμαστεί, έχοντας κατά νου ότι ορισμένα πράγματα στη ζωή είναι πολύ σοβαρά και αξίζουν της μέγιστης προσοχής μας, όπως λ.χ. μια πανδημία: είναι κάτι πολύ σοβαρό και η κοινή λογική επιβάλλει τον εγκλεισμό.
Η τραγωδία, τόσο η αρχαία όσο και η μετέπειτα, βλέπει το ανθρώπινο μεγαλείο δεμένο στο άρμα μιας σπουδαίας πράξης ή κατάστασης, η οποία ζητά και κάποια μορφή θυσίας, που έχει ως βασική αρχή την ηθική (βλ. Αντιγόνη, Άλκηστη). Σύμφωνα με την άποψή αυτή, τα ηθικά διλήμματα είναι πολύ σπουδαία για να μην λύνονται, ως εκ τούτου η λύση τους είθισται να προηγείται όλων των άλλων επιθυμιών μας. Ο Άμλετ, φέρ’ ειπείν, πρέπει να λύσει το μυστήριο της δολοφονίας του πατέρα του. Η λύση αυτή προηγείται βεβαίως της ερωτευμένης Οφηλίας, γιατί σε αντίθετη περίπτωση το έργο θα έπαιρνε διαστάσεις κωμωδίας.
Η κωμωδία (με τα ανέκδοτά της, το χιούμορ, τις καρικατούρες, το γκροτέσκο) δεν κοροϊδεύει τον θάνατο ή τον πόνο, αλλά τις τελεσίδικες ιδιότητες που πιστώνουμε σε αυτά. Γελά με ό,τι καμιά φορά φοβίζει ή μας κάνει να πονάμε και να κλαίμε.
Οι λακέδες του Μπέκετ σε καραντίνα
Οι δυο λακέδες του Μπέκετ από το Περιμένοντας τον Γκοντό λ.χ., βρίσκονται και αυτοί σε μια κατάσταση καραντίνας. Δεν έχουν από πουθενά μια λογική απάντηση που να εξηγεί την αναμονή τους. Κάποια στιγμή λένε ότι θα αυτοκτονήσουν. Και θα το έκαναν εάν ήταν τραγικοί ήρωες. Όμως, δεν είναι. Είναι βαθύτατα κωμικοί ήρωες που αντιλαμβάνονται τον ασύμμετρο χαρακτήρα της αναμονής. Και επιμένουν να γελάνε και να κάνουν διάφορα τρελά όσο διαρκεί η καραντίνα της αναμονής.
Από την παράσταση του Περιμένοντας τον Γκοντό όπου η σκηνοθεσία της Έλενας Μαυρίδου επέλεξε διάφορα ευρήματα προκειμένου να υπογραμμίσει την κωμική διάσταση της αναμονής. Στη φωτογραφία (του Γ. Καπλανίδη), ο Πότζο και ο Λάκυ.
Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν (από τον Γκοντό), ο Χαμ και ο Κλόβ από το Τέλος του παιχνιδιού είμαστε όλοι εμείς, τα μιλιούνια όπως γράφει και ο Μπέκετ, δραματικά πρόσωπα εν αναμονή της «επόμενης μέρας», και καθώς περιμένουμε παίζουμε και διασκεδάζουμε για να μην τα παρατήσουμε. Δηλαδή, αυτό που μας κρατά στη ζωή δεν είναι η τάξη της τραγωδίας αλλά η αταξία της κωμωδίας και η υπόσχεση ενός επερχόμενου γλεντιού.
Τελικά δεν έχει σημασία τι σημαίνουν οι λέξεις και τι τα πράγματα. Ούτε κατά πόσο είναι αφ’ εαυτού σοβαρά ή τιποτένια. Εκείνο που μετράει είναι οι τελετουργίες της άσκησης αυτής της δύναμης που επιτρέπουν σε κάποιον να αποφανθεί κατά πόσο κάτι είναι σοβαρό η όχι, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο.
Το γέλιο όπως και τα διάφορα παιγνιώδη κόλπα αλά Γκοντό μας απελευθερώνουν από τον φόβο και τις πιέσεις των απαγορεύσεων. Είναι, θα έλεγα, ενστικτώδεις αντιδράσεις που δείχνουν τον δρόμο προς μια πιο «ανοικτή σοβαρότητα». Το τονίζω αυτό γιατί πιστεύω πως μια «σοβαρότητα» που φοβάται το γέλιο δεν είναι ποτέ πλήρης. Είναι μια «σοβαρότητα» που απλώς θέλει, κατά κάποιον τρόπο, να τρομοκρατεί, να νουθετεί μέσα από τη λογική της αντιπαράθεσης.
Το τι είναι λοιπόν σημαντικό (ή σοβαρό) και τι ασήμαντο (ή ελαφρύ) είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής αναπαραγωγής της «σοβαρότητας». Το μάθημα άλλωστε το παπαγαλίζουμε από παιδιά και λέει ότι το γέλιο είναι για τους «παιδότοπους» και τους χώρους αναψυχής και η σοβαρότητα για την τάξη. Οι κυρίαρχες θεωρίες του πολιτισμού μας λένε πως πρέπει πάντα να γνωρίζουμε πού πηγαίνουμε και τι κάνουμε για να είμαστε σοβαροί. Μόνο εκείνο που δεν μας λένε είναι πως όσο πιο βέβαιοι είμαστε (ή νομίζουμε πως είμαστε) τόσο λιγότερη συνείδηση έχουμε για όλα αυτά που μας περιτριγυρίζουν. Όσο πιο ευθύς ο δρόμος που διανύουμε τόσο πιο ισχυροί και οι μηχανισμοί της αυτοματοποίησής μας.
Συνεπώς, το ζητούμενο εδώ είναι να μπορεί να δει κανείς αυτές τις επιφανειακά «φυσικές» αντιθέσεις ως σχέσεις κατά βάθος παράδοξες (δηλ. ως «μη Φύση», όπως θα έλεγε και ο Μπρεχτ). Και αυτό περίπου κάνει μια κωμική σφήνα που προκαλεί το γέλιο: είναι κάτι παραπάνω από απλή ενστικτώδης σωματική αντίδραση. Είναι μια αισθητική σχέση με την πραγματικότητα. Δημιουργεί μια κατάσταση που σε ωθεί να δεις τον κόσμο με «άλλο» τρόπο: ως ατελή και ανοικτό. Όπως είχε πει κάποτε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, «ένα αστείο είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό». Και νομίζω πως ένας από τους λόγους που δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε το κωμικό στον Τσέχωφ, λ.χ. ή στον Μπέκετ είναι γιατί έχουμε παρεξηγήσει την έννοια της κωμικής σοβαρότητας.
Το δράμα της εκκλησίας
Εάν δεχτούμε αυτό που μας μαθαίνουν από το σχολείο, ότι δηλαδή οι μόνες αλήθειες είναι οι φοβερές αλήθειες, ο «τρελός» της λογοτεχνίας είναι εκείνος που αρνείται τον έλεγχο που έχουν επάνω του οι φοβερές αλήθειες. Είναι ο τύπος ο απόλυτα γειωμένος (κι ας φαντάζει στα μάτια μας ότι είναι στην «κοσμάρα» του). Μπορεί ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης να λέει ότι «δεν είναι ταιριαστό, όταν υπηρετεί κάποιος τον Θεό, να έχει πρόσωπο σκυθρωπό και έκφραση ψυχρή», όμως τα ιερά κείμενα και η όλη εικονογράφησή τους δείχνουν το αντίθετο: την απουσία του εκκλησιαστικού Λόγου από τον κόσμο του χιούμορ. Σύμφωνα με την ιουδαϊκή θρησκευτική παράδοση, ο Θεός ανακάλυψε την αγάπη και τον θυμό και ο Σατανάς το γέλιο. Είναι λογικό λοιπόν ο Θεός να μη γελάει κάτω από τη λευκή γενειάδα του, τη στιγμή που ο Διάβολος διασκεδάζει και περνά καλά. Ο Χριστός επίσης ποτέ δεν γελάει. Ούτε η Παρθένος Μαρία. Ούτε οι άγιοί μας. Και δεν είμαστε μόνο εμείς οι Ορθόδοξοι.
Όλες οι θρησκείες του κόσμου είναι αγέλαστες, αφού όλες στεγάζονται κάτω από το ίδιο σκεπτικό που λέει ότι: την πιο υψηλή μορφή κατανόησης του κόσμου και του ανθρώπου την έχουν εκείνοι που υπέφεραν.
Το δράμα των τραγικών
Τι κοινό έχουν μεταξύ τους οι τραγικοί ήρωες; Ό,τι και οι Άγιοι. Κανείς από αυτούς δεν γελάει, κι ας λένε όλοι ότι το γέλιο κάνει καλό στην υγεία.
Μάνος Κατράκης (Οιδίπους), Αλέκα Κατσέλη (Ιοκάστη). Εθνικό Θέατρο
Η Ιοκάστη ικετεύει τον Οιδίποδα να συνεχίσει τη ζωή του. Του λέει ότι υπάρχουν χειρότερες τραγωδίες και του ζητά να σταματήσει να υποφέρει, κάτι που αυτός βέβαια αρνείται. Ως τυπικός τραγικός ήρωας γνωρίζει ότι δεν υπάρχει κάτι ευγενές στην αποφυγή του πόνου. Συνεπώς η Ιοκάστη δεν μπορεί να έχει τον τελευταίο λόγο. Όπως και η Οφηλία που αναφέρεται πιο πάνω.
Με αυτό δεν ισχυρίζομαι ότι όλες οι τραγωδίες κατά βάθος θα ήθελαν να είναι κωμωδίες αλλά ότι η κωμωδία —η επιθυμία της αβεβαιότητας— είναι αυτή που ανοίγει την τραγωδία και οποιοδήποτε άλλο κείμενο σε χώρους με νέες δυνατότητες και νέους τρόπους κατανόησης. Αντί για τη γνώση μέσω του πόνου, η κωμωδία φτάνει στη γνώση μέσω του γέλιου, έχοντας ξεφύγει από δεδομένα συμπεράσματα, τη μοίρα, την αστυνομία, τα μπλόκα, τους νόμους, την καραντίνα, τα απροσπέλαστα και άλυτα αινίγματα, οτιδήποτε μας φυλακίζει.
Αυτό δεν συνεπάγεται ότι ο Οιδίποδας δεν πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη του αυτά που γίνονται γύρω του. Η κωμωδία δεν αμφισβητεί τη σοβαρότητα του κόσμου αλλά τη σπουδαιότητα που δίνουμε στη σοβαρότητα. Εκείνο που μας φυλακίζει, σύμφωνα με την κωμωδία, είναι η ιδέα που λέει ότι ο πόνος μας κάνει να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τον κόσμο.
Το εύρος του κωμικού
Μήπως τελικά η κωμωδία αγγίζει μια μεγαλύτερη γκάμα εμπειριών από ό,τι η τραγωδία; Μήπως έχει δίκιο η Mme de Stael όταν λέει ότι: «Οι τραγωδίες απαιτούν λιγότερη γνώση της ανθρώπινης καρδιάς από ό,τι οι κωμωδίες»;
Μήπως μαθαίνουμε περισσότερα για τη ζωή δίνοντας προσοχή στον διάλογο ανάμεσα στον βασιλιά Ερρίκο και τον ατίθασο γιο του, παρά ακούγοντας τον Άμλετ να μονολογεί;
Μήπως είναι πιο αποκαλυπτική η χαμηλή κωμωδία, εκεί όπου η αθυροστομία, η χυδαιότητα και η πεζότητα αποβάλλουν κάθε μάσκα καθωσπρεπισμού και επιδίδονται σε ένα κανιβαλισμό του αποδεχτού και του κομψού, φέρνοντας έτσι τον άνθρωπο σε μια κατάσταση πιο κοντά στο ζώο που κρύβει μέσα του; Αυτό που κάνει ο Αριστοφάνης, ο Ραμπελαί και άλλοι; Μήπως τελικά μέσα από το ασεβές φτάνει στην ουσία της ανθρώπινης κατάστασης, κάτι ανάλογο με το προπατορικό αμάρτημα ή το τραγικό λάθος; Μήπως έχει δίκιο ο μεγαλύτερος πορνογράφος κωμικός, ο βρετανός Σουίφτ, ο οποίος λέει ότι «ένας καλός άνθρωπος είναι ένας άνθρωπος με βρώμικες ιδέες»;
Το πνεύμα της κωμωδίας είναι το πνεύμα της αναγέννησης. Η χαρά που συναντούμε στο σώμα της προέρχεται από τη συνειδητοποίηση που λέει ότι, παρ΄ όλες τις ήττες η ζωή πάντα βρίσκει τρόπους να συνεχίσει με αισιοδοξία προς το μέλλον.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που η κωμωδία κορυφώνεται σε ιδιαίτερες συλλογικές στιγμές, σε ένα γάμο, μια βάφτιση, μια γέννηση, ένα καρναβάλι, ένα λαϊκό φεστιβάλ. Η κωμωδία είναι η αντίδραση του ανθρώπου στις δυσκολίες και στον πόνο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα αγνοεί όλα αυτά. Κάθε άλλο. Σε κάθε κωμωδία υπάρχει αναταραχή. Δεν είναι κόσμος αγγελικά πλασμένος. Στα τοιχώματά της είναι σφυρηλατημένες οι πιο σκοτεινές όψεις της ζωής, αγωνίες, απογοητεύσεις και προβλήματα χωρίς λύσεις. Όπως υπάρχει και σε μια απλή γελοιογραφία και σε ένα ανέκδοτο.
Ιδίως σήμερα, η διάκριση ανάμεσα στα δυο είναι δύσκολη. Όπως έχει πει ο φιλόσοφος Στανταγιάνα, «Όλα στη φύση είναι λυρικά στην ιδανική τους μορφή, τραγικά στη μοίρα τους και κωμικά στην ύπαρξή τους». Αυτό είναι και το δράμα του Τσέχοφ όπως και το δράμα όλου του 20ού αι.
Εν τέλει
Ο τρελός έχει μια πρωτόγονη και μαγική ιδιότητα να αποκαλύπτει τα στραβά της ζωής, απαλλαγμένος από τους νόμους, τις νόρμες και τις απειλές της. Όπως οι ήρωες των παιδικών μας παραμυθιών, βρίσκεται στο απυρόβλητο, λες και τον προστατεύει κάποιο φωτοστέφανο. Η παρουσία του περίπου μας εγγυάται πως κάποια στιγμή θα γυρίσει ο τροχός. Και νομίζω πως όλη αυτή η τρελή χιουμοριστική διάθεση εν μέσω κορονο-υστερίας και καραντίνας προδίδει αισιοδοξία. Εκεί που πρέπει να ανησυχούμε είναι όταν πάψουμε να γελάμε με αυτά που μας πονάνε και μας φοβίζουν τόσο πολύ.
***Πηγή εικόνων: Social Media