Κωνσταντινούπολη, συνοικία του Γαλατά, έτos 1204
Ένα απολαυστικό γράμμα του Θωμά Κοροβίνη από την Πόλη.
Γράμμα του Τζούλιο Βαρντουίνο, σταυροφόρου και προδομένου εραστή στην Βενετσιάνα αρραβωνιαστικιά του.
Σκύλα Ροσάνα,
Τελευταία γυναίκα της Βενετίας και τελευταίε άνθρωπε που θα μπορούσα να τιμήσω από δω και μπρος σ’ αυτό τον κόσμο. Εσύ, που μου χάρισες τον παράδεισο της αγκαλιάς σου και με γέμισες υποσχέσεις και γλυκά ταξίματα για αρραβώνες, για παιδιά και για χρυσά παλατάκια που ονειρευτήκαμε να χτίσουμε μαζί, χαχόλα της Βενετίας, άκαρδο πλάσμα, ήρθαν τα μαντάτα σου με το στόμα της τελευταίας αποστολής σταυροφόρων εδώ στον πύργο του Γαλατά, στο βασίλειο της ρωμαϊκής Ανατολής που φτύνουμε αίμα εμείς οι σιδερόφραχτοι ιππότες του Χριστού να το κάνουμε φράγκικο.
Ούτε η δόξα, ούτε οι θησαυροί, ούτε η υποταγή της δοξασμένης αυτοκρατορίας των Βυζαντινών που γέμισε χαρά τα στήθια μας, ούτε ο καυτός κόρφος της λάγνας Ανατολίτισσας που κάθε νύχτα ζεσταίνει τα παγωμένα μου στρώματα με τη φωτιά της και έτσι ξεχνάμε λίγο εκείνη τη σκλαβιά της κι εγώ την πυρκαγιά που μου άναψες, τίποτε απ’ όλα αυτά, αλλά και τίποτα στον κόσμο δε συγκρίνεται μ’ εκείνη την αγνή την υπέροχη αγάπη που ένοιωσα για λογαριασμό σου.
Στα εικοσιπέντε μου χρόνια ωραίος, ακμαίος, στιβαρός, αδίστακτος – σκότωσα δυο χιλιάδες χριστιανούς εν ενόματι του Χριστού και του Πάπα και πέντε χιλιάδες αντίχριστους, κάνοντας όρκους τυφλούς στο σταυρό που προσκυνούμε. Αυτά τα λυσσιασμένα χρόνια που η πείνα, η αρρώστια, ο διωγμός και ο φανατισμός των γεροκαλόγερων φέραν τα βήματά μας εδώ στους Άγιους Τόπους να βεβηλώσουμε τα Ιεροσόλυμα, να κερδίσουμε την Πόλη, να τσακίσουμε την Ορθοδοξία, να γεμίσουμε τα μπαούλα μας φλουριά και να γευτούμε τη χλιδή της Ανατολής, τούτα τα πρόστυχα χρόνια που μου χάρισαν τον τίτλο του ευγενούς Αρχισταυροφόρου, τα μισώ.
Το σακατιλίκι του πολέμου μου το ξεπληρώνεις με προδοσία και ρεζίλεμα. Μη φύγεις από κει. Περίμενε. Όταν γυρίσω, θα σε σφάξω.
* Φωτογραφία: Μιχάλης Γουδής