Κοπάνα

Θα έκανε κοπάνα. Δεν είχε κάνει ποτέ κοπάνα στο σχολείο. Δεν την είχε κοπανήσει από τη δουλειά...

Parallaxi
κοπάνα-475313
Parallaxi

Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος

Βγήκε στον δρόμο της Χαλκιδικής, από την Κηφισιά, για να στρίψει στον περιφερειακό. Τα παράθυρα ανοιχτά. Η πρωινή δροσιά λυτρωτική μετά από μια ζεστή νύχτα που γυρνούσε σαν το αρνί, στο κρεβάτι του. Στο ράδιο ο Μακεδόνας είχε πάρει κόκκινα γυαλιά και όλα γύρω σινεμά τα έβλεπε. Ήταν βάσανο ο φίλος που φώναζε εκδρομή. Χωρίς να το καταλάβει, χωρίς να το έχει σχεδιάσει, πέρασε την διασταύρωση του περιφερειακού και πήρε τον δρόμο για την Χαλκιδική.

Χαμογέλασε. Θα έκανε κοπάνα. Δεν είχε κάνει ποτέ κοπάνα στο σχολείο. Δεν την είχε κοπανήσει από τη δουλειά. Always by the book. Να δεις που τη ζημιά την έκανε το τραγούδι που προέτρεπε «εις παρανόμους πράξεις». Όποιος και να έφταιγε, τώρα οδηγούσε για Χαλκιδική. Άλλος στίχος στο μυαλό του τώρα, Σαββόπουλος «να μας βγάλει στη χρυσή Χαλκιδική».

Οδήγησε για λίγη ώρα χωρίς άλλες σκέψεις. Μόνο η μουσική του ραδιοφώνου και ο αέρας που βούιζε στα αυτιά του, από τα ανοιχτά παράθυρα και την οροφή. Στο μυαλό του εικόνες από ταινίες με ανοιχτά αμάξια. Ο Τζέημς Ντιν και η Γκρέις Κέλυ μπλεγμένοι με φουλάρια που ανέμιζαν . Οι στροφές του Μονακό, μπλέχτηκαν με αυτές τις Γαλάτιστας. Τι Λοζάνη, τι Κοζάνη!

Μπροστά του ένα φορτηγό που μοίραζε γάλα στα μαγαζιά. Προσπέρασε. Το κινητό άρχισε να χτυπάει. Αντί για τον ήχο του, στο κεφάλι του τραγουδούσε ο Λουκιανός «και όταν ακούω να χτυπάει το τηλέφωνο, θα το μουτζώνω και δεν θα απαντώ». Το μούντζωσε και αυτός, το άκουσε να κελαηδάει λίγο ακόμα, ως που βαρέθηκε και ησύχασε αυτό, ησύχασε και του λόγου του.

Έφτασε στο σπίτι. Άνοιξε τα παράθυρα να μπει φρέσκος αέρας και φως. Οι λευκές κουρτίνες χόρευαν στον ρυθμό που έδινε το αεράκι. Φόρεσε το μαγιό, ετοίμασε ένα καφέ, με πολλά παγάκια, πήρε το βιβλίο που είχε ξεκινήσει το Σαββατοκύριακο και ξεκίνησε για την παραλία. Την βρήκε άδεια. Μια γιαγιά, μόνο, καθόταν όρθια με τα πόδια μέσα στο νερό και τα χέρια στη μέση και παραφυλούσε το εγγόνι που τσαλαβουτούσε στα ρηχά. Πήγε λίγο παραπέρα να μην τους ακούει.

Άφησε την πραμάτεια του στην άμμο και ξεκίνησε για το νερό. Δεν ήταν κάτι που το συνήθιζε αυτό. Ούτε οι κοπάνες ήταν… Βούτηξε με τη μια και το παγωμένο νερό έβγαλε από πάνω του, τη ζέστη της νύχτας, τα προβλήματα που του τριβέλιζαν το κεφάλι, το τηλέφωνο που δεν είχε σηκώσει και του άφηνε μια περίεργη γεύση στο στόμα. Έριξε μερικές απλωτές, πήγε μέχρι την τελευταία σημαδούρα, που είχε συνήθως για σημάδι του και σταμάτησε να αγναντέψει την ακτή. Η γιαγιά με το εγγονάκι, ήταν τώρα κουκίδες. Επέπλευσε, σαν την σημαδούρα και αυτός, για λίγη ώρα, δεν έχει σημασία πόση, σήμερα δεν μετράμε τον χρόνο, και ύστερα ξεκίνησε να κολυμπάει προς τα πίσω.

Βγήκε και σκουπίστηκε. Ένα ελαφρύ αεράκι τον έκανε να ανατριχιάσει. Χώθηκε μέσα στο βιβλίο του. Το τηλέφωνο χτύπησε και πάλι. Ακολούθησε την «διαδικασία Λουκιανού» για δεύτερη φορά. «Λες να μου γίνει συνήθεια;», σκέφτηκε και γέλασε μόνος του.

Πέρασαν ώρες, έτσι. Το βιβλίο ήταν τελικά καλό, αν και στην αρχή το είχε φοβηθεί λίγο. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και έκαιγε. Ώρα για το ουζάκι της κοπάνας. Άμα είναι να Τουρκέψω, ας γίνω αγάς… Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να είναι χαρούμενος.

« Τις έστι πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα