Μέρες κοροναϊού στην πόλη και… δυστοπικά σενάρια
Οι σκέψεις του Κωστή Ζαφειράκη για αυτό που βίωσε χθες στη Θεσσαλονίκη.
Λέξεις: Κωστής Ζαφειράκης
Θλίψη είναι ή θυμός; Και τα δύο από «Θ» θα μου πεις, ας τα ανακατέψουμε, να φτιάξουμε την γόμωση που σε μεταμορφώνει σε cyborg της κακιάς ώρας. Με τον ύπνο ακόμα στα βλέφαρά μου, μπαίνω στο φαρμακείο, κι έρχεται και με σφίγγει στο λαιμό ένας κόμπος, να ξεκαρδιστώ ή να πανικοβληθώ; Τι από τα δύο;
Όλοι οι υπάλληλοι έτοιμοι να παραλάβουν το Όσκαρ κοστουμιών, για την ταινία, «Contagion». Λευκές ρόμπες, διάφανες πλαστικές μάσκες (θαλάσσης;) στα μάτια, στο στόμα δεύτερη μάσκα, σ’ αυτό το αρρωστημένο βεραμάν χρώμα, και στα χέρια γάντια στο χρώμα της πίσσας, κατάμαυρο λάτεξ. Μέσα σε δευτερόλεπτα, πέρασαν από το μυαλό μου όλα τα δυστοπικά σενάρια επιστημονικής φαντασίας, από τον Άλντους Χάξλεϊ και τον «Θαυμαστό καινούργιο κόσμο» ως τον Ρέι Μπράντεμπερι και το «Κάτι κολασμένο έρχεται προς τα δω». Stranger things κάτω από τον δυνατό ήλιο του Μάρτη. Διέσχισα το «τούνελ» του φαρμακείου, βαδίζοντας και σαφώς παραμιλώντας, προς τα ταμεία, διαλυμένος ψυχοσωματικά. Λες και κάποιος μου’ κανε αφαίμαξη. Δεν είχα λέξεις να μιλήσω, δυο τρία νεύματα έκανα, κάτι ψέλλισα στο τέλος, κάτι για βιταμίνες εννοείται, μέρες που ναι… «μην περνάτε την νοητή γραμμή στο πάτωμα», σχεδόν με διατάζει, ένα πλάσμα, το οποίο χωρίς το σκάφανδρο, μοιάζει με γυναίκα και μάλιστα όμορφη. Τι σημασία όμως έχει η ομορφιά, σ’ ένα σύμπαν που αφανίζεται; Και που θα πρέπει να μαζέψει κι όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά μετά, για να επιβεβαιώσει το status του, ως φυσικό πρόσωπο ή ό, τι άλλο διαθέτει ο καθένας, σ’ αυτήν την κοινωνία του υπερθεάματος.
Έτρεξα, κάπως φαρμακωμένος μετά το φαρμακείο, στις δημόσιες υπηρεσίες, για πιστοποιητικά διάφορα, που μόνο εκεί μπορούν να σου τα εκτυπώσουν, αν είσαι τίμιος και ειλικρινής, με λευκό ποινικό μητρώο κι έχεις και καμιά 20αριά ευρώ, για να πληρώσεις τα μεγαρόσημα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι διάολο είναι αυτά τα μεγαρόσημα, ποιά η χρήση τους- ίσως ο αφελής μου εγκέφαλος να μην μπορεί να σηκώσει τέτοια γνώση. Πηγαινοέρχομαι, που λέτε, από γκισέ σε γκισέ, όλα φυσικά κλειστά και αποστειρωμένα με διάφανη ζελατίνα που πέφτει σαν κουρτίνα ανάμεσα μας, και δεν αφήνει τον κορονοϊό να αλωνίζει ανεξέλεγκτος.
«Μην στέκεστε ο ένας δίπλα στον άλλο, να αφήνετε μεταξύ σας απόσταση» μας συμβουλεύει μια υπάλληλος, καλοντυμένη και υγιής μου φάνηκε, αν και δεν φορούσε λευκά λάξετ γάντια όπως οι συνάδελφοι της. Πού τερμάτισε η λογική μου; Πού σήκωσα τα χέρια ψηλά και πανικοβλήθηκα γελώντας άγρια, εννοείται; Όταν η εξαιρετικά συμπαθής υπάλληλος, μ’ ένα βλέμμα λες και κάποιος της ψιθυρίζει διαρκώς στο αυτί τη λέξη «κίνδυνος», μπαϊλντισμένη σαφώς, από το θρίλερ των ημερών, μου ζητάει να σηκώσω την ταυτότητα στο ύψος των ματιών της και να την κολλήσω πάνω στην διάφανη ζελατίνα, για να δει αν στ’ αλήθεια είμαι εγώ ή μήπως υποδύομαι κάποιον άλλον.
Και σκάνε τότε μέσα στο μυαλό μου, οι λέξεις του Μάνου Ελευθερίου «Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλος/ και για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός/ άλλοι νομίζανε πως ήμουνα μεγάλος/ κι από σπουργίτι θα γινόμουνα αετός».