Κριτική παιδαγωγική και αναλυτικά προγράμματα
Ένα σχολείο που περιορίζει το μαθητή στην παθητική απομνημόνευση μεμονωμένων και στείρων γνώσεων οι οποίες όπως είναι λογικό, λησμονούνται σύντομα
Λέξεις: Ιωάννης Μπαξεβάνος
Η σχέση ανάμεσα στην εξουσία και τη γνώση απασχόλησε κατά κύριο λόγο την κριτική παιδαγωγική. Στο μοτίβο αυτό εκφράζεται η γνώμη πως το βασικό αναλυτικό πρόγραμμα διαχωρίζει τη γνώση από το θέμα της εξουσίας, τη διαχειρίζεται με έναν ιδιαίτερο τεχνικό τρόπο και την αντιμετωπίζει με έναν μηχανιστικό τρόπο, σαν κάτι το οποίο είναι αναγκαίο να κατακτηθεί απλώς.
Η γνώση σε αυτήν την περίπτωση, είναι πάντα μια ιδεολογική κατασκευή η οποία έχει άμεση σχέση με ορισμένα συμφέροντα, όμως στις κοινωνικές σχέσεις δεν δίνεται η δέουσα βάση μέσα από τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Οι θεωρητικοί της κριτικής παιδαγωγικής έχουν θεωρήσει την εξουσία ως «το σύνολο των δεδομένων συνθηκών για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος» (Γούναρη-Γρόλιος, 2010). Η κατανόηση της σχέσης μεταξύ εξουσίας-γνώσης εγείρει προβληματισμούς σχετικά με τις θεωρίες που είναι απαραίτητο να «δουλέψουν» οι παιδαγωγοί αλλά και με το τι είδος γνώσης δύνανται να παρέχουν για την ενίσχυση των μαθητών.
Εδώ πρέπει να διασαφηνίσουμε πως ενίσχυση για τους κριτικούς παιδαγωγούς σημαίνει αφενός παροχή βοήθειας στους μαθητές για να αντιληφθούν τον κόσμο γύρω τους κι αφετέρου απόπειρα να καταστούν ικανοί ώστε να αγωνιστούν για την αλλαγή της κοινωνικής διάταξης των πραγμάτων, όπου κρίνεται σκόπιμο. Παράλληλα, οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να αναγνωρίζουν πως οι σχέσεις εξουσίας αντιστοιχούν σε μορφές της σχολικής γνώσης που παραποιούν την αντίληψη και κατανόηση, ενώ προάγουν ο,τιδήποτε θεωρείται κοινά αποδεκτό ως «αλήθεια».
Στην κατεύθυνση αυτή, οι κριτικοί παιδαγωγοί υποστηρίζουν ότι η γνώση οφείλει να μελετάται, ώστε να διαπιστωθεί το αν ορίζεται ως καταπιεστική και λειτουργεί ως εκμετάλλευση. Αντίθετα, λίγο ενδιαφέρει το αν ορίζεται ως «αληθινή». Επιπλέον, η γνώση θα έπρεπε να μελετάται όχι αποκλειστικά ως προς το πώς ενδέχεται να ερμηνεύει ή να παρερμηνεύει την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και ως προς τις μεθόδους με τις οποίες αποτυπώνει τη βιοπάλη στις ζωές των ανθρώπων. (Νικολακάκη, 2011)
Έτσι, αυτό το οποίο υποστηρίζεται από τους κριτικούς παιδαγωγούς, αποτελεί η αντίληψη πως η γνώση δεν ενεργεί μόνο για την παραποίηση της πραγματικότητας, όμως, παράλληλα δίνει τις βάσεις για την κατανόηση των ρεαλιστικών συνθηκών της καθημερινής ζωής. Η γνώση, λοιπόν, η οποία παρέχεται στο σχολείο θα έπρεπε να ενισχύει τους μαθητές στη συμμετοχή σε ζητήματα μεγάλης βαρύτητας τα οποία επηρεάζουν την καθημερινότητά τους κι όχι να προστατεύει τις καπιταλιστικές αξίες της αγοράς. Πιο συγκεκριμένα, η σχολική γνώση θα ήταν δόκιμο να στοχεύει στη χειραφέτηση των μαθητών και όχι να οδηγεί σε ένα τεχνοκρατικό μοτίβο συνεχούς παραγωγής ανθρώπινου κεφαλαίου που ωθεί το σχολείο στο να προάγει την ιδεολογία της αγοράς. (Freire, 1970)
Από την πλευρά, λοιπόν, των θεωρητικών της κριτικής παιδαγωγικής, το αναλυτικό πρόγραμμα είναι ένα ακόμη θεωρητικό κατασκεύασμα. Οι κριτικοί παιδαγωγοί συμφωνούν πως το αναλυτικό πρόγραμμα περιλαμβάνει πιο πολλά από ό,τι ένα πρόγραμμα σπουδών ή ένα σχολικό εγχειρίδιο. Συγκεκριμένα, ο ρόλος του είναι κατά κάποιο τρόπο να προπαρασκευάσει τους μαθητές για τις κυρίαρχες ή κυριαρχούμενες θέσεις στην υφιστάμενη κοινωνία.
Το αναλυτικό πρόγραμμα υπερ-προβάλλει κάποιες συγκεκριμένες μορφές γνώσης ενώ υποβαθμίζει κάποιες άλλες, και παράλληλα, επιβεβαιώνει τα όνειρα, τις προσδοκίες αλλά και τις αξίες ορισμένων ομάδων μαθητών έναντι άλλων. Αρκετά συχνά, βέβαια, παρατηρούνται διακρίσεις ως προς τη φυλή, την κοινωνική τάξη αλλά και το φύλο, ακόμη κι αν αυτό δεν διατυπώνεται ξεκάθαρα. Σε ό,τι αφορά το κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα, παρατηρείται πως σχετίζεται με τα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας που προκύπτουν με μη σκόπιμο τρόπο.
Οι κριτικοί παιδαγωγοί δέχονται πως το σχολείο μεταχειρίζεται τη μαθησιακή διαδικασία αλλά και τους μαθητές τόσο μέσα από τυποποιημένες μαθησιακές καταστάσεις όσο και μέσα από ποικίλες άλλες διαδικασίες. (Νικολακάκη, 2011) Αυτές, εμπεριέχουν τους κανόνες διαχείρισης της τάξης, την οργάνωση της, καθώς και τις άτυπες παιδαγωγικές διαδικασίες οι οποίες εφαρμόζονται από τους εκπαιδευτικούς σε καθορισμένες ομάδες μαθητών. Ακόμη, το κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα περιλαμβάνει τη διδασκαλία και την εκμάθηση των μαθησιακών στυλ, όπου κυρίως δίνεται βάση στην τάξη, τα μηνύματα τα οποία προσλαμβάνει ο μαθητής από το περιβάλλον, τις δομές της διακυβέρνησης, τις προσδοκίες του εκπαιδευτικού καθώς και τις βαθμολογικές διαδικασίες.
Επιπλέον, οι κριτικοί παιδαγωγοί αντιλαμβάνονται το αναλυτικό πρόγραμμα σαν μορφή πολιτισμικής πολιτικής. Αυτό πιο απλά σημαίνει πως αποτελεί μέρος της κοινωνικής και πολιτισμικής διάστασης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Παράλληλα, σημαίνει πως οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές αλλά και πολιτισμικές όψεις συνθέτουν τις κυριότερες κατηγορίες που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη σύγχρονη εκπαίδευση.
Για τη γενικότερη ιδέα που διέπει τα Αναλυτικά Προγράμματα και Προγράμματα σπουδών της Ελλάδας, έπειτα από ενδελεχή μελέτη τους, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής ως προς το θεωρητικό πλαίσιο των ιδεών τους σε σχέση με τη θεωρία της Κριτικής Παιδαγωγικής. Οι γενικές αρχές της εκπαίδευσης των Αναλυτικών Προγραμμάτων είναι δομημένες σύμφωνα με την Κριτική Παιδαγωγική, και συγκεκριμένα με τη Θεωρία Μάθησης σύμφωνα με το Freire, αφού όπως αναφέρεται:
«Η γενική παιδεία πρέπει: να συµβάλλει στην ανάδειξη και καλλιέργεια των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων και δεξιοτήτων κάθε µαθητή, να του εξασφαλίζει τη δυνατότητα πρόσβασης σε ποικίλες πηγές πληροφόρησης και αξιοποίησης της πληροφορίας για οποιοδήποτε θέµα, να καλλιεργεί την ικανότητα κριτικής ερµηνείας και ατοµικών επιλογών σύµφωνα µε τις προσωπικές αξίες και ανάγκες, να καλλιεργεί την ικανότητα έκφρασης των σκέψεων και των απόψεων µε την ανάπτυξη πνευµατικών, κοινωνικών και επικοινωνιακών δεξιοτήτων κ.α» (Γενικό Μέρος ΑΠ, σελ. 3)
Επιπλέον, βασικός σκοπός της παιδείας, όπως παρουσιάζεται μέσα από τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών είναι: «η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και δυνατοτήτων µάθησης για όλους τους µαθητές, καθώς η παροχή ίσων ευκαιριών και δυνατοτήτων µάθησης αποτελεί βασική αρχή της δηµοκρατικής κοινωνίας, ώστε το εκπαιδευτικό σύστηµα να διαδραµατίζει σηµαντικό ρόλο στη διαδικασία άµβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Η ισότητα στην παρεχόµενη σχολική εκπαίδευση πρέπει να εξασφαλίζεται για όλους τους µαθητές και ιδιαίτερα για αυτούς που ανήκουν σε «µειονότητες», καθώς και για τους µαθητές µε αναπηρίες ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, ώστε να προστατεύονται από τον κοινωνικό αποκλεισµό και την ανεργία.» (Γενικό Μέρος ΑΠ, σελ. 4).
Παρατηρούμε λοιπόν στο σημείο αυτό, μια τάση ενσωμάτωσης στη γενική ιδέα των Αναλυτικών Προγραμμάτων της Χειραφετικής Θεωρίας της Κριτικής Παιδαγωγικής, σύμφωνα με την οποία προάγεται η απελευθέρωση του ατόμου από τις κοινωνικές συνθήκες που κρατούν δέσμια την κριτική του δράση και εμποδίζουν την αυτοδιάθεση του.
Οι θεωρίες της Κριτικής Παιδαγωγικής εμπεριέχονται και υποστηρίζονται σε θεωρητικό επίπεδο στο πλαίσιο όλων των Προγραμμάτων Σπουδών του Αναλυτικού Προγράμματος. Ωστόσο το ερώτημα που εγείρεται στο σημείο αυτό, είναι αν οι θέσεις αυτές στηρίζονται έμπρακτα από το περιεχόμενο και τους ειδικούς στόχους των Προγραμμάτων Σπουδών των ΑΠ.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θέτει έναν ιδιαίτερο προβληματισμό. Αυτό γιατί, παρότι οι στόχοι του συνόλου των μαθημάτων αποσκοπούν στην καλλιέργεια κριτικού πνεύματος και σκέψης των μαθητών, όπως επίσης και στην ενίσχυση της γνώσης μέσα από ένα πρίσμα αντικειμενικότητας και όχι στείρας απομνημόνευσης, εντούτοις το μοτίβο αυτό δε βρίσκει την πρακτική του εφαρμογή στα σχολεία. Τι σημαίνει αυτό;
Το σύγχρονο σχολείο, παρότι έχει παρουσιάσει μεγάλες βελτιώσεις σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, εντούτοις, απέτυχε στην επαρκή προετοιμασία των μαθητών του για τις συνεχείς και διαρκώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της εξελιγμένης τεχνολογικά οικονομίας. Αυτή η αποτυχία συνίσταται κυρίως στην έλλειψη διδασκαλίας των δεξιοτήτων της κριτικής και δημιουργικής σκέψης, αλλά και στην ελλιπή ανάπτυξη των λεπτών δεξιοτήτων του γραμματισμού, ώστε οι μαθητές να προβούν σε ουσιαστικές και αποτελεσματικές επιλογές στον τομέα της εργασίας, της πολιτικής, της κουλτούρας, της οικονομίας και των προσωπικών σχέσεων.
Παρά τα όσα προάγει και προβλέπει το αναλυτικό πρόγραμμα, στο σχολείο δεσπόζει ακόμη η εισήγηση ως διδακτική μέθοδος των εκπαιδευτικών, η επανάληψη, καθώς κι η άγονη απομνημόνευση των μαθητών. Αυτό σαν αποτέλεσμα έχει, ελάχιστα να ενθαρρύνονται οι μαθητές ώστε να αμφισβητούν εποικοδομητικά τα όσα διατυπώνονται μέσα στο σχολικό περιβάλλον, έτσι επόμενο είναι οι μαθητές να μην αποκτούν ουσιαστική γνώση. Με λίγα λόγια, οι τελευταίοι διδάσκονται το «τι», και σπάνια το «πώς» και το «γιατί».
Συνέπεια είναι η δημιουργία άκριτων και εύκολα χειραγωγούμενων ανθρώπων. Επίσης, από το σχολείο απουσιάζει πολλές φορές ο κριτικός γραμματισμός ο οποίος βοηθά τους μαθητές στο να αντιληφθούν τον κόσμο που τους περιβάλλει, αλλά και να αποκτήσουν την αυτοπεποίθηση που απαιτείται ώστε να αγωνιστούν για την αλλαγή της κοινωνικής τάξης των πραγμάτων. Η παιδαγωγική με τον τρόπο αυτό έχει περιοριστεί στην εφαρμογή των ταξινομιών οι οποίες θέτουν τη γνώση σε μεθοδολογική αναζήτηση, ενώ αντίθετα, οι διδακτικές θεωρίες εξελίσσονται σε τεχνικές και τυποποιημένες, με απώτερο στόχο την αποδοτικότητα και τη διαχείριση των ιδιαζόντων μορφών της γνώσης.
Έτσι, λοιπόν, συμπεραίνουμε πως το σχολείο σήμερα, με την απλή παροχή πληροφοριών και τις διδασκαλίες που εξυπηρετούν το σκοπό αυτό, περιορίζει το μαθητή στην παθητική απομνημόνευση μεμονωμένων και στείρων γνώσεων οι οποίες όπως είναι λογικό, λησμονούνται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το είδος των γνώσεων αυτών είναι τέτοιο ώστε να βρίσκεται σε αποδέσμευση από την κοινωνική πραγματικότητα. Συνακόλουθο, λοιπόν, είναι να επιβραβεύει την «υπακοή» και να ανταμείβει, σύμφωνα με τον Freire, τους «καλούς» μαθητές «που αποστηθίζουν, αναπαράγουν και επαναλαμβάνουν, που προσαρμόζονται στα προβαλλόμενα πρότυπα, που απαγγέλλουν με ευλάβεια απολιθωμένα συνθήματα και όρκους πίστεως».
Πηγές
- Γούναρη, Π. και Γρόλιος, Γ. (επιμέλεια) Κριτική Παιδαγωγική. Αθήνα 2010 εκδ. Gutenberg.
- Νικολακάκη, Μ. (επιμέλεια). Η Κριτική Παιδαγωγική στον Νέο Μεσαίωνα. Αθήνα 2011, εκδ. Σιδέρης.
- Φρέιρε, Π. Η αγωγή του καταπιεζόμενου, μτφρ. Θ. Γέρου. Αθήνα 1977, εκδ. Κέδρος
- http://www.pi-schools.gr/download/programs/depps/1Geniko_Meros.pdf
*Ο Ιωάννης Μπαξεβάνος είναι Φιλόλογος.