Κυριακή απόγευμα, γήπεδο
Στα 20 μου βρέθηκα για πρώτη φορά έξω από ένα τεράστιο γήπεδο, με το εισιτήριο στο χέρι, να περιμένω στην σειρά.
Ποτέ δεν ήμουν fan του ποδοσφαίρου. Πάντα μου φαινόταν «αγορίστικο» άθλημα και ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να το δοκιμάσω. Ο παππούς μου είναι άνθρωπος που αγαπά το γήπεδο και για πολλά χρόνια ακολουθούσε την ομάδα του σε διάφορες πόλεις. Πολλές φορές έπαιρνε και την μαμά μου μαζί, ένα μικρό κοριτσάκι στο γήπεδο χωρίς να κινδυνεύει. Τα πράγματα τότε ήταν διαφορετικά, οι φίλαθλοι ήξεραν να αντιμετωπίζουν ήττα και νίκη με αξιοπρέπεια.
Πάνω σε μια κουβέντα λοιπόν μου έκαναν την «μεγάλη» πρόταση. «Θα έρθεις γήπεδο την Κυριακή;» Στην αρχή είπα όχι με μια τεράστια σιγουριά. Μετά από λίγη ώρα όμως και αφού η περιέργεια άρχισε να με «τρώει» δέχθηκα.
Κάπως έτσι, στα 20 μου βρέθηκα για πρώτη φορά έξω από ένα τεράστιο γήπεδο, με το εισιτήριο στο χέρι, να περιμένω στην σειρά. Σκάναρα το εισιτήριο και πέρασα από την σιδερένια μπάρα. Μια κυρία μας έκανε σωματικό έλεγχο και μας άφησε να περάσουμε. Η αλήθεια είναι πως εντυπωσιάστηκα. Το γήπεδο ήταν τεράστιο, καλοδιατηρημένο και πολύ καθαρό. Στην αριστερή πλευρά ήταν κρεμασμένα πανό και σημαίες της ομάδας. «Μην φοβάσαι» μου είπαν με μια χιουμοριστική διάθεση, «Δεν θα σε πάμε εκεί».
Η ώρα περνούσε και η κερκίδα άρχισε να γεμίζει. Μπροστά μας ήταν ένας μπαμπάς με τις κόρες του, ντυμένες με την στολή της ομάδας. Λίγο πιο κάτω ήταν μια οικογένεια με ένα αγοράκι δυο χρονών. Στην πάνω σειρά ήταν ένα νέο ζευγάρι που ήρθαν να παρακολουθήσουν το ματς. Κανένας κουκουλωμένος, περίεργος ή επικίνδυνος ανάμεσα μας.
Τα τεράστια φώτα ανάψαν, τα μπεκ ετοίμασαν το χορτάρι, ο αγώνας ξεκινά.
Οι παίκτες βγήκαν από μια λευκή φυσούνα. Η αριστερή πτέρυγα γεμάτη πλέον με κόσμο, να τραγουδά και να χορεύει στον ρυθμό των τυμπάνων που αντιλαλούσε σε ολόκληρο το στάδιο. Ξαφνικά μια λευκή βροχή από χαρτάκια σκέπασε τον ουρανό από πάνω μας. Ήταν μια γιορτή, ένα πολύ όμορφο συναίσθημα που σε προκαλούσε να σηκωθείς από την καρέκλα, να τραγουδήσεις και να χειροκροτήσεις στον ρυθμό. Δυστυχώς αυτό δεν κράτησε για πολύ. Η αντίπαλη ομάδα βγαίνει και τα πρώτα «γιουχαρίσματα» έκαναν την εμφάνιση τους. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να χαλάσει τη γιορτινή διάθεση.
Η ώρα πέρασε γρήγορα, η αγωνιά σε κρατά σε ετοιμότητα, να πεταχτείς από την καρέκλα και να φωνάξεις γκολ! Τα κουτσομπολιά για τους παίκτες αμέτρητα. Ποιος είναι τραυματίας, ποιος θα μείνει και ποιος θα φύγει στην νέα σεζόν και τέλος ποιος παίρνει τα πιο πολλά χρήματα. Αυτά βέβαια ανάμεσα στις φάσεις όπου όλοι το έπαιζαν προπονητές και έδιναν εντολές στους ποδοσφαιριστές.
Κοίταξα τον πατέρα που καθόταν μπροστά μας με τις κόρες του. Ήταν όρθιος, είχε σφίξει τα δόντια σε μια προσπάθεια να μην του ξεφύγουν «κακές λέξεις» αλλά μάταια. Μετά από λίγο το παιδί τον ρώτησε τι σημαίνει αυτή η λέξη που φώναξε μερικά δευτερόλεπτα πριν. Έκπληκτος ο πατέρας γυρνάει το κεφάλι και της λέει «Δεν κάνει να λέμε τέτοιες λέξεις». Το κοριτσάκι απόρησε και τον ξανά ρώτησε «Εσύ γιατί λες;» Φυσικά και απάντηση δεν πήρε ποτέ.
Λίγο πιο κάτω στην οικογένεια με το δίχρονο αγοράκι συμβαίνει το ίδιο σκηνικό. Ο πατέρας να φωνάζει και η γυναίκα του να προσπαθεί να τον ηρεμήσει. Φυσικά δεν ήταν ο μόνο αυτού οι δυο που βωμολοχούσαν σε ένα εξοργισμένο πλήθος.
Ο αγώνας τέλειωσε και κανένας δεν είναι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα. Η τελευταία εικόνα της ημέρας, ένα παιδί μόλις 19 ετών που έπαιζε στον αγώνα να κάθετε σε μια γωνιά διπλά στους αστυνομικούς, με την οικογένεια του. Τι κι αν η ομάδα δεν κέρδισε, αυτοί ήταν οι πιο περήφανοι γονείς του κόσμου.
Και στο τέλος αυτής της ημέρας γεννήθηκε το εξής ερώτημα. «Θα ξανά έρθεις;». Η αλήθεια είναι πως αυτή την Κυριακή κατάλαβα γιατί ο παππούς μου αγαπά τόσο το γήπεδο. Αρκετά πράγματα από αυτά που είδα με προβλημάτισαν. Αν όμως μου δινόταν η ευκαιρία να πάω σε ένα ευρωπαϊκό ή σε ένα ματς της εθνικής τότε σίγουρα θα βρισκόμουνα κάπου ανάμεσα στο πλήθος.