Lanthimos Be Lanthimos
Ο Κυριάκος Χαρίτος είδε το Kinds of Kindness του Λάνθιμου και γράφει γι' αυτή την κινηματογραφική χερσόνησο ανάμεσα στις μεγάλες θάλασσες του Poor Things και του Βugonia
Λέξεις: Κυριάκος Χαρίτος
Όσοι βγήκανε από την Ευνοούμενη και το Ροοr Things και ενδεχομένως από τη Bugonia αναφωνώντας ΤΩΡΑ ΜΑΛΙΣΤΑ! χρειάζεται να πάνε μέχρι το περίπτερο και να φάνε μια ολόκληρη ΙΟΝ αμυγδάλου. Όχι την μικρή. Την μεγάλη. 200 γραμμάρια. 1130 θερμίδες. Ίσως αυτή η ποσότητα λιωμένου ζαχαρόστοκου καταφέρει να φράξει αποτελεσματικά εκείνη τη ραγισματιά στο κεφάλι τους από την οποία τρυπώνει σφυρίζοντας ο αέρας αυτής της ανοησίας.
Aς ξεκινήσουμε από την φυματική ρητορική της «αμερικανικής» ταινίας. Από εκείνη την απλοϊκή σκέψη πως ο Λάνθιμος στο Χόλιγουντ θα το γυρίσει προς κάτι πιο στρωτό. Πιο μέιν. Κάτι που θα μπορούμε να φορέσουμε στην κηδεία της γιαγιάς μας χωρίς να μας κρίνει ο περίγυρος για ενδυματολογική απρέπεια ή εξωφρενικότητα. Η ιδέα πως ο Λάνθιμος στην Αμερική θα πρέπει να κάνει Αμερικάνικες ταινίες (whatever that means) ή κάτι που να μοιάζει περισσότερο με Αμερικάνικες ταινίες είναι σαν να λες πως ο Σεφέρης στην Κορυτσά θα συνέθετε Αλβανικά Ποιήματα. Ο δημιουργός είναι μια ΔΙΚΗ του χώρα του και την κουβαλάει. Ο δημιουργός ΕΙΝΑΙ η χώρα του.
Είδα λοιπόν το Kinds of Kindness. Αυτή την κινηματογραφική χερσόνησο ανάμεσα στις μεγάλες θάλασσες του Poor Things και του Βugonia και στάθηκα έκθαμβος μπροστά στο δημιουργικό της «πείσμα» απολαμβάνοντάς την οριακά περισσότερο από τις πιο “μεγάλες” ιστορίες. Ισως να ήταν η καθαρότητα της δόσης. Το Kinds of Kindness είναι άλλο ένα objet total. Ένα πλήρες καλλιτεχνικό δημιούργημα που η πεισματική του συνέπεια στον εαυτό του και η καθαρότητα των δομικών του υλικών το κάνει αδιάτρητο, απόρθητο, αδιάβλητο. Με τον ίδιο τρόπο που ένα φυσικό φαινόμενο απλά συμβαίνει χωρίς ανάγκη αιτιολόγησης. Έχεις την επιλογή να το βιώσεις ή όχι.
Το έργο δομείται από τρεις παραβολές. Είναι μια ταινία εκκλησιαστική. Ένα sermon από ένα πάστορα που οι εμμονές του τού προκαλούν πυρετό, ντελίριο, παραισθήσεις, αφρό στα χείλη· συμπτώματα λύσσας. Εδώ υπάρχει Πίστη. Υπάρχουν εννοιολογικοί Πυλώνες. Υπάρχουν Τοτέμ. Σύμβολα. Υπάρχει Θρήσκευμα. Υπάρχει Εκκλησία. Τα έργα του Λάνθιμου είναι από αφηγηματικό γρανίτη. Είναι παραβολές. Είναι ιδιοφυώς χοντροκομμένες ιστορίες που μπορείς να πεις σε ένα τσιμπλιασμένο παιδί που δεν τρώει πάνω στον πάγκο της κουζίνας τα κορνφλέικς του. Η ταινία διερευνά το θέμα της καλοσύνης, του σκοπού, του χρέους, του calling. Με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο Τσβάιχ στον Επικίνδυνο Οίκτο. Αναποδογυρίζοντας το έντομο με το αδιαπέραστο περίβλημα για να δει κανείς τη μαλακή κοιλιά. Με τον ίδιο τρόπο που αν βάλεις τo “Καλό” στο τριβλίο θα δεις μυριάδες μιαρούς μικροοργανισμούς να αλληλοεξοντώνονται για επικράτηση. Εδώ ο Λάνθιμος με τον Φιλίππου επιστρέφουν στην Ενορία τους. Εκείνη που θεμελίωσαν δημιουργικά τόσα χρόνια και το congregation είναι ευτυχισμένο γι’ αυτό το homecoming.
H ταινία είναι ένας τρικέφαλος ζωντανός οργανισμός σαν τον Κέρβερο που τα όργανά του τρομπάρουν σε κάθε απόληξη του σώματός του περιεχόμενο και ζωή. Σαρώνεται από σιωπές. Ατάκες πελεκημένες στην πέτρα όπως εκείνες οι Αμερικανικές διαφημίσεις του 50 τύπου “Ηoney, I’m home!”. Από εσωτερικά σπιτιών που λειτουργούν ως έμβια όντα εντός των σωθικών των οποίων οι άνθρωποι και η μοίρα τους μοιάζουν με χλωρίδα εντέρου. Εδώ ο Λάνθιμος φοράει κατάσαρκα τον ρόλο του Σκήνο-θέτη. Γίνεται Χωροθέτης. Διαμορφωτής τοπίου. Δημιουργός κόσμου. Μας φανερώνει εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους που δεν μπορούν να υπάρξουν σε καμία άλλη ζωή πέρα από τη ζωή της ταινίας. Μας δείχνει μη τόπους. Δηλαδή το μέσα των ονείρων μας. Την ταπετσαρία του μυαλού μας. Όλα αυτά φωτισμένα από ένα τόσο άρρωστο κιουμπρικό φως. Σαν να έχεις σπάσει ένα μελάτο αυγό πάνω στην οθόνη και να έχουν καλυφθεί όλα από ένα τόσο πηχτό πορτοκαλί που σχεδόν σου φράζει το λαρύγγι. Σχεδόν καταπίνεται. Χρώματα που ωθούν τα μάτια στο όριο της ικανότητάς τους να πιστέψουν καθιστώντας σαφές πως αυτό που βλέπεις δεν είναι Ζωή είναι Τέχνη.
Έπειτα βρίσκει κανείς σαν ακίδες όλες τις άλλες εμμονές του λανθιμικού mundus. Την ανάσα του ζώου. Εκείνου του πολύποδου αντίποδα του Ανθρώπου που χίλιες φορές να κληρονομήσει την οικουμένη μετά τη homo εποχή. Τη βία. Φαινόμενο τόσο φυσικό όσο η βροχή. Τον γδούπο του θανάτου. Όπως χτυπάει στο τζάμι η βροχή. Τη γελοιότητα του σώματος και των λειτουργιών του. Το θρίλερ ως φάρσα. Το σπλάτερ. Την διανοητική καφρίλα. Και κάτι που με γοητεύει προσωπικά πολύ. Την παρουσία ενός γλωσσικού ξενιστή. Ενός φορέα μιας γλώσσας σπασμένης. Αλλότριας. Που επαναργυρώνει τις λέξεις με ένα ασήμι καθιστώντας τις καινούργιες. Σαν να ακούς να μιλούν πρωτόπλαστοι στην Εδέμ. Ο δε Πλίμονς επιτονίζει τα Αγγλικά του σαν να τα μιλάει ιθαγενής. Τα κάνει σχεδόν μυθικά.
Ο Λάνθιμος έχει σκοτώσει και θάψει τόσο προσεκτικά τους νεκρούς του, τα darlings του, που ο κήπος του δεν μυρίζει πουθενά βιαστικό έγκλημα. Το χώμα της δημιουργίας του έχει χωνέψει τόσο σωστά τα corpora τόσων αγαπημένων σκηνοθετών που το μόνο που μένει είναι ένα πλούσιο υπέδαφος που εδώ και καιρό καλλιεργεί τη δική του θαυμαστή ποικιλία κινηματογραφικής flora. Mια Lanthimia Cinematica Mirabilis.
Το μόνο που έχω να πω -γιατί πως αλλιώς θα μπορούσα να είμαι Έλληνας;- είναι πως έχοντας δει μέσα σε σχετικά λίγο διάστημα αυτά τα τρία intense δημιουργήματα ενδέχεται να πάθουμε ένα overdose από μούσα. Μια δηλαδή οξεία Εμαστονίτιδα (ή και Αιμαστονίτιδα) και αυτό κυρίως γιατί πάντα κινούμαστε στο όριο του ΕΞΩ-φρενικού και γιατί το πρόσωπο της Στόουν μοιάζει με ζωγραφιά που το παιδί έχει τονίσει τόσο πολύ τα στοιχεία που μερικές φορές μοιάζουν να τρώνε το χαρτί πάνω στο οποίο ζωγραφίστηκαν. Υπάρχει μια φυσιογνωμική ένταση που μπορεί να προσδώσει στην αγάπη μια ηχώ φυλακής.
Πέρα από αυτό και καταλήγοντας θα έλεγα Let Lanthimos Be Lanthimos. Αφήστε τη δημιουργική του πετρελαιοκηλίδα να απλωθεί οργανικά προς κάθε κατεύθυνση καταπνίγοντας κάθε προσπάθεια να χωρέσει σε είδη και σχολές. Αφήστε την να δηλητηριάσει την ισχνή παραποτάμια βλάστηση των προσδοκιών μας. Τους κοραλλιογενείς υφάλους των ονειρώξεών μας περί του κινηματογραφικού του οράματος.
Αυτός ξέρει καλύτερα.
σχεδιασμός αφισών – Βασίλης Μαρματάκης
*Ο Κυριάκος Χαρίτος είναι συγγραφέας
