Λεωφορείο ο Πόνος
«Όπως η βάρκα που μεταφέρει τις ψυχές στον Άδη…».
Διαβάζοντας μυθολογία σκέφτομαι πως η ζωή όλων θα ήταν ομολογουμένως εξαιρετικά πιο ενδιαφέρουσα από ό,τι τώρα. Περπατώντας στο δρόμο προσπαθώ πάντα να τα αναγάγω όλα σε μύθους, παραλείποντας ίσως τη βία και το αιματοκύλισμα.
Όλα είναι ένας μύθος. Όπως μια διαδρομή με το λεωφορείο.
Για τη μικρή φάνηκε να είναι κάτι ναι μεν άβολο και πρωτόγνωρο, μα σίγουρα διασκεδαστικό και χαλαρωτικό. Καθισμένη σε μια από τις «περιζήτητες» θέσεις τους λεωφορείου δεχόταν αμέριμνη όλα τα άγρια, αδιάκριτα, σχεδόν χυδαία βλέμματα του κόσμου. Έμοιαζε να μην την ενδιαφέρει, ίσως φανταζόταν τη δική της ιστορία εκείνη τη στιγμή.
Κάποια στιγμή σιγοτραγουδούσε, σε μια γλώσσα που αδυνατούσαν να καταλάβουν οι τριγύρω- και όχι επειδή δεν ήταν στα ελληνικά. Το μικρό και κομψό πλεξουδάκι στα μαλλιά της, πρόδιδε μια φυσιογνωμία γλυκιά, πλην σοβαρή, γενναιόδωρη, πλην επιφυλακτική. Ένα πλάσμα που από την κορφή ως τα νύχια μαρτυρούσε γοητευτικές αντιφάσεις.
Η μεγαλύτερη αντίφαση βρισκόταν στα χέρια της. Ένα νεογέννητο. Αντίφαση, που ωστόσο προσέλκυε τα βλέμματα όλο και περισσότερων ιδιοτελών ματιών. Ένας κράχτης που σε κινηματογραφικά δεδομένα θα μπορούσε να αποσπάσει εκατομμύρια δολάρια, αλλά και δεκάδες εκθειαστικές κριτικές.
Ακίνητο, αθόρυβο, τόσο διακριτικό που θα μπορούσες να πεις ότι έχει τόση διακριτικότητα και αξιοπρέπεια όσο κανείς μέσα σε αυτό το λεωφορείο του φθόνου. Κάθε λίγο και λιγάκι η μικρή έριχνε μια στοργική ματιά στο ακόμα μικρότερο πλάσμα, υπό το φόβο πάντα μια διπλανής καθήμενης που φρόντιζε να αφήνει το στίγμα του μίσους της τακτικά σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Ευτυχώς, για τα δύο πιτσιρίκια σε λίγο κατέβηκε.
Χωρίς δεύτερη σκέψη βρέθηκα εγώ δίπλα στο κορίτσι. Κρατούσα την τσάντα με τα βιβλία μου, τη δική μου ζωή στα χέρια μου. Εκείνη κρατούσε μια άλλη ζωή στα δικά της. Ένιωσα ακόμα μικρότερη μπροστά της.
Αμέσως, προσπάθησε να μου πιάσει κουβέντα. Δε μασούσα τόσο τα λόγια μου ούτε και στην σπουδαιότερη ερωτική μου εξομολόγηση. Αναζητούσε κάποια οδό, όμως δεν κατάφερε να την προφέρει στοιχειωδώς ικανοποιητικά για να την κατευθύνω. Στεναχωρήθηκα, εκείνη πάλι καθόλου, συνέχισε το μουρμουρητό τραγούδι της και κοιτούσε έξω από το παράθυρο.
Σαν φτάσαμε στη -γνώριμη για μένα- στάση μου, κατέβηκα πιο κουρασμένη από ότι αν στεκόμουν όρθια. Τη χαιρέτησα, μου χαμογέλασε. Το λεωφορείο συνέχισε τη διαδρομή του. Το μυαλό γύρισε πάλι στη μυθολογία: «Όπως η βάρκα που μεταφέρει τις ψυχές στον Άδη…».