Λεσβίες και Λέσβιες

– αφήγημα για τη Λέσβο και τις κυρίες της, που βασίζεται σε ένα πραγματικό περιστατικό- Τον παλιό καιρό -και για να μη μπερδευόμαστε, στις αρχές της δεκαετίας του’ 50- η Μυτιλήνη, πρωτεύουσα της πολύπαθης αλλά ένδοξης νήσου Λέσβου, ήταν η πιο μεγάλη και σημαντική πόλη του ανατολικού νησιωτικού Αιγαίου, μ’ ένα ωραίο λιμάνι, το πρώτο […]

Θωμάς Κοροβίνης
λεσβίες-και-λέσβιες-8301
Θωμάς Κοροβίνης
20111228_istanbul1_blog.jpg

– αφήγημα για τη Λέσβο και τις κυρίες της, που βασίζεται σε ένα πραγματικό περιστατικό-

Τον παλιό καιρό -και για να μη μπερδευόμαστε, στις αρχές της δεκαετίας του’ 50- η Μυτιλήνη, πρωτεύουσα της πολύπαθης αλλά ένδοξης νήσου Λέσβου, ήταν η πιο μεγάλη και σημαντική πόλη του ανατολικού νησιωτικού Αιγαίου, μ’ ένα ωραίο λιμάνι, το πρώτο σ’ ένα μεγάλο νησί, με σπουδαία παράδοση στα γράμματα και τις τέχνες και γνωστή στην υφήλιο όχι ακόμη για το μεγάλο λυρικό της, τον Ελύτη, αλλά για τη μεγάλη λυρική της, την πρώτη των πρώτων ποιήτρια όλων των εποχών, τη Σαπφώ. Ήταν μια τρανή χώρα, το διαλαλούσε και το δημοτικοφανές άσμα, που τραγουδούσε με παραπανίσια έμφαση στις ιδιοτυπίες της λεσβιακής ντοπιολαλιάς η Βέμπο:

Η Μυτιλή’ν’ μας είνι

ένα τρανό χωριό,

έχει σαράντα σπίτια

κι ένα καμπαναριό.

-Κ’ νήσ’ του, κνήσ’ του, κουμματέλ’,

σα βαρκούλα, σαν καϊκέλ’.

-Γω του κνω κι κείνου κλαίει,

του διαβόλ’ του μπασταρδέλ’.

Μόλις είχαμε βγει απ’ τον αδελφοφάγο εμφύλιο και η Λέσβος, θαυμαστά ανεπτυγμένη μέσα στη σχετική αυτοδυναμία, που της διασφάλιζε η ντόπια εξαγώγιμη παραγωγή του λαδιού και της ελιάς, διέθετε έναν πεισματάρη και περήφανο πληθυσμό, που δεν εξαργύρωνε με διαβατήρια «εθνικοφροσύνης» το κυνηγημένο φρόνημά του για να διευκολύνει την επιβίωσή του. Η Αθήνα δεν τους έστελνε ούτε δίφραγκο, είχε ξεγραμμένο αυτό το μακρινό «κόκκινο βράχο», που τον κατοικούσαν όλο Κουκουέδες και «μιάσματα», όμως και οι αγέρωχοι Αιολείς «την είχαν γραμμένη στα τέτοια τους». Η επικοινωνία με τον Πειραιά γινόταν μ’ ένα μεγάλο βαπόρι, τη γνωστή ΣΑΠΦΩ, που χαϊδευτικά το’ λέγανε οι ντόπιοι «το Σαμφέλ’» ή «το Ζαμφέλ’», για να ξορκίσουν τα κακά συναπαντήματα των ταξιδευτών με τα δαιμόνια του πελάγους. Η ΣΑΠΦΩ και τίποτ’ άλλο. Ήταν ο θεός τους. Ούτε αεροδρόμιο είχαν φτιάξει ακόμη, ούτε πολλά δρομολόγια πλοίων της γραμμής εκτελούνταν. Κι όταν, καιρού επιτρέποντος, έφτανε το βαπόρι, κόσμος και ντουνιάς, κάθε λογής, κατέβαινε στην προκυμαία. Κυρίως οι έμποροι, οι λαδάδες, οι εμπορικοί πράκτορες, οι μεσίτες της ελαιοπαραγωγής. Μα και οι ταχυδρόμοι, οι συγγενείς των ταξιδιωτών, οι ναυτικοί, και λαός, πολύς λαός, που στηνόταν εκεί για το χάζι.

Ξένοι δεν πολυπατούσαν στη Λέσβο. Ο Τεριάντ, ο μαικήνας της τέχνης, που ανέδειξε τον Θεόφιλο κι ο ποιητής Εμπειρίκος που ταξίδεψε με τον Ελύτη για να δουν τα έργα του, ήταν εξαιρέσεις. Άιντε και κάποιο αρχαιολόγοι. Οι λέξεις «τουρισμός» και «τουρίστας» ήταν στο λαό μας σχεδόν άγνωστες.

Κάποιο αυγουστιάτικο απόγεμα του 1951, μόλις το βαπόρι άραξε στο νησί και πριν αρχίσει να ξεφορτώνει την πραμάτεια του, κατέβηκε πρώτα απ’ όλους με λαχτάρα ένα παράδοξο ντουέτο. Ήταν δυο κοπέλες, γύρω στα τριάντα, με ξενικό αέρα και τρόπους λεπτούς, κοντούλες, ραφινάτες, με κομψά ψάθινα καπελάκια και ελαφρά φορέματα. Μόλις πατούν το έδαφος, σκύβουν κατανυκτικά κι οι δυο και με σεβασμό και συγκίνηση μεγάλη ασπάζονται το χώμα. Η μία, μάλιστα, απ’ αυτές πήρε με ολοφάνερο καημό λίγη σκόνη με τη χούφτα της και βγάζοντας το καπελάκι της πασπάλισε με αβρές κινήσεις ιεροτελεστίας την κορυφή της κεφαλής της.

Δυο γριές Μυτιληνιές, παλιογκαιρίσιες, η Αμέρσα και η Ελένη, που’ χανε δει τα μάτια τους πολλά, έμειναν σαστισμένες με το θέαμα. -Μαρή, Αμέρσα, διές, τι ειν’ τούτες; -Τι ξέρου γω, μωρέλι μ’; Ξένες, μωρό μ’, ξένες. -Ε, καλά, φ’λούν το χώμα, μαρή, τι ειν’, τούτες; -Θα’ ν’ είν’ περιηγήτριες, μωρό μ’. Ήρθαν κι πέρσι τέσσερις ξέν’, αντρόγυνα, μωρέλι μ’, και γύρευγαν να παν στου Μόλυβο.

Ελάτε, κοριτσάκια,

να κατουρήσουμι,

να φτιάξουμε λασπούδα,

να σουβαντίσουμι.

Κ’ ν’ησ’ του, κ’νήσ’ του, κουμματέλ’,

σα βαρκούλα, σαν καϊκέλ’.

-Γω του κνω κι κείνου σκουζ’,

θα’ ν το σκάσω σαν καρπούζ’.

…ακουγόταν η πλάκα του καφενείου του λιμανιού πάντα με την υποβλητική φωνή της Βέμπο. Οι νεαρές Γαλλίδες, η Υβέτ και η Ελέν, αναζητούσαν κάποιον που να γνωρίζει γαλλικά να συνεννοηθούν. Όταν είδαν κι απόειδαν, άρχισαν να αραδιάζουν λέξεις και τοπωνύμια. -Εμείς, Φρανσέ, ισί Μιτιλέν, εμείς Σαπφώ, Ερεσσούς, Ερεσσούς, Εμείς Σαπφώ, πάμε Ερεσσούς, αρχαία, Σαπφώ, ουί. -Πως σε λεν σένα; Ιγώ Ελεν’, εσύ; ρώτησε η Ελένη. -Μουά Ελέν, οσί. -Μαρή, ίδιο όνομα έχετε, είπε η Αμέρσα. Δεν είχες ένα θειο στην Αστράλια; Να μην ειν’ αξαδέρφη σ’; -Για ρώτα τ’ ν’ άλλη, μαρή Μερσούδα. -Ιγώ Αμέρσα, ισύ; -Μουά Υβέτ, είπε η Γαλλιδούλα. -Μπράβο, μπράβο. Ε, κι γυρεύετε να πάτε σ’ν Ερεσσό; Δεν έχει τίπουτα εκει, μωρέλι μ’, ερημιά είνι.

Εκείνη την ώρα πλησιάζει κάποιος ηλικιωμένος ευειδής αστός της Μυτιλήνης γνωρίζων και την γαλλικήν. -Σωπάτε, καλέ, είπε στις δύο γριές, να συνεννοηθώ με τις κοπέλες. Αφού η κατάλληλη συνδιάλεξη έληξε, ο κύριος έστειλε με ένα ταξί τις δυο Γαλλιδούλες στην Ερεσσό με συστατική επιστολή στο πρόεδρο του χωριού να τις εξυπηρετήσει. Ίσως να ήταν οι πρώτες υποψιασμένες κοπέλες που πατούσαν συνειδητά τα χώματα της Λέσβου για να τιμήσουν την αρχαία πρόγονό τους, τη Σαπφώ. -Γιατί τις έδιωξες, ρε άθρωπε; ρώτησε η Αμέρσα. -Δεν τις έδιωξα. Τις βοήθησα. Τις έστειλα εκεί που ήθελαν να πάνε, στο λιμάνι της αρχαίας Ερεσσού. -Και γιατί μωρέλι μ’; -Εκεί, εδίδαξεν η μεγίστη Σαπφώ, το καύχημα του νησιού μας. Οι κόρες αυτές είναι οπαδοί του σαπφικού έρωτος. Πρόκειται περί άλλης μορφής έρωτος, άκρως διαδεδομένου εις την νήσον μας κατά τους αρχαίους χρόνους. Και μην περιγελάτε τα αρχαία έθη, όλα τα σήμερον ευρέως γνωστά, τα εγνώριζον κάλλιον οι αρχαίοι. -Δηλαδή; -Φερ’ ειπείν, έλεγαν, αποπαρθενόω, τουτέστιν διακορεύω ή ξεπαρθενεύω, αποψωλοβίωτος, δηλαδή ο ζων εκ της βαλάνου του, λαϊκιστί ζιγκολό, αστυσία, δηλαδή ερωτική ανικανότης, σφίγκτρια, ίσον πόρνη, μοιχεία και μοιχαλίς, τα γνωστά εις όλους, γλαφυρός, το οποίον σημαίνει φιλομόφιλος με αποτριχωμένα οπίσθια, και άλλα τινά.

Κοίτα σα βρεις μια γ’ναίκα,

να τα ‘ν’ πάρ’ς με του στεφάν’,

εξόν και βρεις μια χήρα,

τουν πόνο σ’ για να σ’ γιάν’.

-Σα δε χορέψ ‘ς τον Ησαία,

δεν έχει τ’ νύχτα μεγαλεία.

Αχ, αγγελο-αγγελομάτ’,

έβγα στο σεργιάν’ κομμάτ’.

…ακουγόταν ακόμη η Βέμπο απ’ το γραμμόφωνο.

-Τούτες οι νεαρές, λοιπόν, συνηθίζουν να συνέρχονται εις ερωτικήν, συναισθηματικήν και σαρκικήν επικοινωνίαν. – Δηλαδή, όπως κάνει ο άντρας με τη γ’ ναίκα; ρώτησε η Ελένη. -Μάλιστα. -Μαρή, άκ’ σες, Μερσούδα, α πα, πα, παγαίνεν η μια με τ’ ν’ άλλη! -Ε, μαρή, γούστο τ’ς, τι σε μέλλ’; Αφού δε γκαστρώνονται, ας παγαίνεν. Τ’ μαμή πλερώνεν’, για τα γεννητούρια; Και δε με λες, ρε άθρωπε, πως τις λεν τούτες; -Τούτες τις λεν λεσβίες. -Αμ, τι λες, μωρό μ; Αμα είναι τούτες λεσβίες, τότε εμείς τι είμαστε; Λεσβίες είμαστε και μεις. Απ’ τ’ Λέσβο δεν είμαστι; Αμ, τι είμαστι; -Εσείς, κυράδες μου, είστε Λέσβιες. -Αμ’ τι μας λες; λεσβίες τ ‘ς λένε τούτες, Λεσβίες είμαστε κι εμείς. Κι έτσι, να μην έχει κανείς παράπονου. Θα’ χουμι δυο λογιώ Λεσβίες.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα