Λοιπόν ο Σταύρος…
του Μιχάλη Αποστολίδη Αποσύρθηκα απ’ τον κόσμο όχι γιατί είχα εχθρούς αλλά γιατί είχα φίλους. Όχι γιατί δε με εξυπηρετούσαν όπως συνηθίζεται αλλά γιατί με θεωρούσαν καλύτερο απ’ό,τι είμαι. Ένα ψέμα που δεν μπόρεσα να ανεχθώ. Αλμπέρ Καμύ. Η είδηση δεν ήταν απ’ το Κουλούρι όπως νομίσαμε αρχικά. Ο Σταύρος έκανε κόμμα. Γιατί όχι; Ο […]
του Μιχάλη Αποστολίδη
Αποσύρθηκα απ’ τον κόσμο όχι γιατί είχα εχθρούς αλλά γιατί είχα φίλους. Όχι γιατί δε με εξυπηρετούσαν όπως συνηθίζεται αλλά γιατί με θεωρούσαν καλύτερο απ’ό,τι είμαι. Ένα ψέμα που δεν μπόρεσα να ανεχθώ. Αλμπέρ Καμύ.
Η είδηση δεν ήταν απ’ το Κουλούρι όπως νομίσαμε αρχικά. Ο Σταύρος έκανε κόμμα. Γιατί όχι; Ο Θεοδωράκης ήταν ο μόνος που μπορούσε να πιάνει αγκαζέ τον Ψαραντώνη με την ίδια άνεση που την επόμενη έπινε καφέ απ’ την κούπα της Χρυσής Αυγής, ο μόνος που τη μία μέρα θυμόταν στο Tedx την ταπεινή του καταγωγή και την άλλη έγραφε υπέρ των πλειστηριασμών, ο τελευταίος ρομαντικός δημοσιογράφος της τιβί που θεωρούσε πως τη λύση θα δώσουν η αστυνόμευση και η τιμωρία δίχως να κινεί υποψίες, ο μόνος που στο σακίδιο είχε τον Τσε αλλά έπαιζε τέννις με τον Φώτη Μπόμπολα. Το χαϊλάιτ του στο Protagon δεν ήταν ωστόσο ούτε η ψήφος χωρίς προφύλαξη στο Σύριζα (στη Δημοκρατία αδιέξοδα;), ούτε όταν τα έβαλε με τον Μαζάουερ, αλλά η αγγελία του για ένα ορφανό αγοράκι. Είχε προηγηθεί η ατυχής διαφήμιση του μικρού από το Κέντρο Βρεφών Μητέρα, λες και το παιδί ήταν απορρυπαντικό: «O Αχιλλέας είναι ένα μελαχρινό, λεπτοκαμωμένο αγοράκι ηλικίας 6 χρονών, με ωραία μαύρα μάτια». Το κείμενο φανέρωνε το μυστικό της επιτυχίας και τη νοοτροπία πάνω στην οποία ο μιντιακός κόσμος στερέωνε την κυριαρχία του, μοιράζοντας ελεημοσύνη: Αν σκεφτόταν τον Πρωταγωνιστή, θα χειριζόταν την πληροφορία αλλιώς. Επειδή όμως η δόξα της «ευαισθησίας» πάντα επέστρεφε στον ίδιο μεγαλύτερη, είπε να σπρώξει κι αυτός «τον παίδαρο που τον περίμενε στην πόρτα». Ως γνωστόν, τα άσχημα παιδιά δεν έχουν ίδια δικαιώματα. Το προϊόντα μας δεν νοείται να είναι ελαττωματικά.
Κάποτε, διέθετε ταλέντο στο να περνά απαρατήρητος. Ήταν ομολογουμένως ευφυής ο τρόπος που διεκπεραίωνε τις εκπομπές του, η ευπροσηγορία του σε κέρδιζε όταν ο συνεντευξιαζόμενος είχε πράγματα να πει και κάμποσες απ’αυτές, αναπόφευκτα, έβγαιναν εξαιρετικές. Είχε κατακτήσει την πόζα που γούσταρε η Mega-λη μάζα, τις παύσεις που την κολάκευαν, τη διγλωσσία που τη γοήτευε, τη σύγχυση του ανθρώπου που συμμετέχει, την πνευματική οκνηρία εκείνου που θέλει να γεμίσει το στομάχι του. Στις κακές στιγμές του, που ήταν κι οι περισσότερες, παρίστανε τον μορφωμένο, τον πονεμένο, τον σκεπτόμενο, συνήθως ανεπιτυχώς. Διαβάζοντας τα κείμενά του, ακόμα κι ένας άπειρος αναγνώστης αντιλαμβανόταν πως μάλλον στήριζε όσα συνέβαιναν. Ότι ενώ στην τηλεόραση ήταν με τους αδικημένους, στα γραπτά του ήταν με τους ισχυρούς, αντίφαση που αγνοούσε μεγάλο κομμάτι του τηλεοπτικού κοινού. Οι ελλείψεις του παρέμεναν καλά κρυμμένες, το κακό μελό δεν έλειπε με αποκορύφωμα την εκπομπή για τον Φύσσα (για τον θάνατο του οποίου ένιωθε τύψεις έπειτα από τη φιλική κουβέντα με τον Μιχαλολιάκο), τα τσιτάτα του δικαίως έγιναν αντικείμενο χλεύης από τους Κομπάρσους καθώς δεν είχαν υπόβαθρο. Αν ο Πετρόπουλος αγαπούσε τα τσογλάνια, τους χασίκλες, τους κλέφτες και τις πουτάνες γιατί μάχονταν κάθε μορφή εξουσίας, ο Σταύρος, θα ‘λεγε κάποιος, πως το έκανε για να φανεί χρήσιμος σ’ αυτήν.
Η αλλαγή δεν θα ήταν μεγάλη: Από την AGB στην MRB. Τα θέματα των Πρωταγωνιστών που συχνά λειτουργούσαν αποπροσανατολιστικά και ο αμφιλεγόμενος χειρισμός τους αποτελούν το πολιτικό παρελθόν του, παρόλο που ο ίδιος θέλει να λέει ότι είναι καινούριος. Όταν πάντως μπλόκαραν το parody account του στο Twitter, σώπασε, θυμίζοντας Ερντογάν. Πώς αποφάσισε να μας σώσει ένας άνθρωπος που δεν αγωνιούσε μέχρι πρότινος ιδιαίτερα, κάποιος που αν δεν του δίναμε 5% όπως είπε θα μας άφηνε στα νύχια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου; Δεν είμαι σίγουρος. Αν το σύστημα παίζει ένα από τα τελευταία του χαρτιά προκειμένου να ισορροπήσει μετά την ιστορία πάθους που έζησε με τη Χρυσή Αυγή, σε ό,τι τον αφορά είναι μάλλον μια κίνηση αυτοκαταστροφική. Ένας άνθρωπος που βαριέται εύκολα όπως έλεγε πριν δυο χρόνια στην Tv Μακεδονία, που δεν αντέχει δηλαδή τον εαυτό του, είναι αναμενόμενο κάποια στιγμή να θελήσει να μας απασχολήσει περισσότερο. Ομολογώ πως δεν υπολόγιζα ότι θα ιδρύσει ολόκληρο κόμμα. Τον είχα για πιο προσεκτικό. Ο κόσμος θα πει πως όλοι υποτιμούν τη νοημοσύνη του και δεν θα ‘χει άδικο. Ο Σταύρος τουλάχιστον είναι συμπαθής. Σαν τους ερωτευμένους που δεν βλέπουν το σημάδι στο λαιμό απ’ τα αφεντικά του.
Στον Θεοδωράκη αρέσει μια φράση του Καζαντζάκη απ’ την Ασκητική και τη λέει για να εντυπωσιάζει: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω». Ο Δημήτρης Λιαντίνης κι ο Ρένος Αποστολίδης δεν εκτιμούσαν το φιλοσοφικό μπουρδούκλωμα του Κρητικού συγγραφέα που στη χειρότερη στιγμή του, αναζητώντας τον Υπεράνθρωπο, έγραφε: «Τρεις είναι σήμερα θαρρώ οι ανώτατοι τύποι που έχουν δικαίωμα να πλάσουν, κατ’εικόνα τους κι ομοίωση, τους ανθρώπους: Ο Λένιν, ο Γκάντι κι ο Μουσολίνι». Ν’ αγαπάς, επομένως, την ευθύνη. Αλλά αν δε σωθεί η γη, δεν φταις ακριβώς εσύ. Μεγάλοι σφαγείς της ανθρωπότητας, όπως ο Ντούτσε, την αιματοκύλισαν από υπερβολικό ενδιαφέρον. Ο Σταύρος, που μοιάζει αρκετά με τον άνθρωπο μιας ιστορίας του Μπρεχτ, ο οποίος αρχικά σταματάει να δει γιατί κλαίει το παιδί και στο τέλος του παίρνει από τα χέρια και το τελευταίο γρόσι συνεχίζοντας ξέγνοιαστος το δρόμο του, δεν πιστεύει καν στη φράση. Πολύ αργότερα, στην Αναφορά στον Γκρέκο, ο Καζαντζάκης βρίσκει τη φωνή του: «Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ’ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;». Να τι έπρεπε να πει ο ιδρυτής του Ποταμιού σε όσους τον σταματούν στο δρόμο και να μην έρχεται σε δύσκολη θέση. Πως δεν χρειάζονται σωτήρες. Πως όσο τους αναζητούν, ακόμα και ανάμεσα στους καλύτερους, θα παθαίνουν τα ίδια. Πως στην Ευρώπη της λιτότητας και των τραπεζών, ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία ποιοι είναι «οι άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες» και κατά πόσο είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν αυτό που πάλι ο Καζαντζάκης όριζε ως «οργανωμένη αδικία».
Ο Θεοδωράκης θα συνεχίσει να έχει πέραση. Θα παίζει το χαρτί της Κρήτης γιατί γνωρίζει ότι του προσδίδει την αυθεντικότητα που του λείπει και θα πουλάει μούρη σε εκείνους που διψούν να την πουλήσουν στους επόμενους. Η λογική, που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται, είναι η λογική της εξουσίας. Το δίκιο, που επίσης θέλει να υπερασπιστεί, είναι συνήθως του εργάτη. Κι αυτές οι δύο πολύ ωραίες λεξούλες, την εποχή που τσακίζονται τα εργασιακά δικαιώματα, συγκρούονται ξανά σαν να μην πέρασε μια μέρα. Το τέρας, οπωσδήποτε, έχει πολλά πρόσωπα. Ως ένοχος μεταξύ ενόχων, εξάλλου, μιλώ κι εγώ. Αυτό που περιέγραψα δεν είναι το χειρότερο απ’ όσα έχουμε δει ή απ’ όσα θα δούμε. Θυμίζει ωστόσο την Ελλάδα που χρεοκόπησε. Είναι αγαπησιάρικο και χαμογελάει μειλίχια. Τα χαρακτηριστικά του είναι οικεία αλλά ασαφή. Δεν εννοεί τη δεύτερη καλησπέρα του. Το 2004 θα ‘ταν η χρονιά του. Πέρασαν όμως δέκα χρόνια.
Τότε ήταν που ο Ευγένιος Αρανίτσης έγραφε για τη στροφή του Στέλιου Ράμφου. Και τα τέσσερα κείμενα για όσους ενδιαφέρονται βρίσκονται στο Αντίφωνο: «Η ψυχή μας έχει παγώσει και μαζί της ο κόσμος ολόκληρος, οι σχέσεις, ο Λόγος, τα περιεχόμενα, οι επιθυμίες, η θεραπευτική επιρροή του φυσικού κόσμου, η νοσταλγία των αστεριών, η ικανότητα να πενθούμε, να συμπονάμε, να διαχειριζόμαστε τα αγαθά, να αναγνωρίζουμε το ιερό, να θαυμάζουμε την ομορφιά ανεξαρτήτως χρησιμότητας, να γινόμαστε εγγυητές της αλήθειας και δεν ξέρω τι άλλο. Θυμίζω ότι, σε θερμοκρασία κάτω από μια οριακή τιμή, η ηλεκτρική αντίσταση ορισμένων υλικών μηδενίζεται· το ρεύμα ρέει χωρίς απώλειες, το μαγνητικό πεδίο απαλείφεται, η δε βαρύτητα παρομοίως. Αυτό εξηγεί την επιτάχυνση του κόσμου μας, τη «διαφάνεια», την «ελαφρότητα», την απροσδιοριστία, την έλλειψη βάρους και βάθους, τον απλοϊκό φετιχισμό των ανέσεων, το εικονικό σεξ, την επέλαση του φαντασιακού σε όλα τα μέτωπα: το υλικό που έχασε σήμερα τις αντιστάσεις του είναι η ίδια η έννοια Άνθρωπος».