Λόγια Δρόμικα: Κατανόησης προσπάθεια σε καιρό κρίσης
Του Αλέξανδρου Σαλαμέ Τρεις χώρες, δεκατέσσερις συναυλίες, δεκαέξι μέρες. Γερμανία, Ελβετία, Αυστρία. Η ευρωπαϊκή μου περιοδεία με τους Imam Baildi τον Σεπτέμβριο, ήταν αποκάλυψη. Σε ταχύτητα φωτός γέλασα, θύμωσα, αγχώθηκα αλλά και συγκινήθηκα με μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων μεγαλωμένων σε μια γεωγραφική περιοχή, όπου τους έμαθαν πως πρέπει να αποτελούν μικρά κομμάτια μία γιγαντιαίας μεσαίας […]
Του Αλέξανδρου Σαλαμέ
Τρεις χώρες, δεκατέσσερις συναυλίες, δεκαέξι μέρες. Γερμανία, Ελβετία, Αυστρία. Η ευρωπαϊκή μου περιοδεία με τους Imam Baildi τον Σεπτέμβριο, ήταν αποκάλυψη. Σε ταχύτητα φωτός γέλασα, θύμωσα, αγχώθηκα αλλά και συγκινήθηκα με μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων μεγαλωμένων σε μια γεωγραφική περιοχή, όπου τους έμαθαν πως πρέπει να αποτελούν μικρά κομμάτια μία γιγαντιαίας μεσαίας τάξης. Και να είναι ευτυχισμένοι με αυτό.
Με τους Γερμανούς και τους Ελβετούς και τους Αυστριακούς και όλους αυτούς τους ξανθούς – γιγαντόσωμους λαούς όλα πάνε καλά, αρκεί να μην αισθανθούν ότι τους ζητάς να κάνουν κάτι περισσότερο από το ήδη προβλεπόμενο. Ή αντίστοιχα ότι θα πρέπει να διαθέσουν κάποια λεπτά περισσότερο από το χρόνο για τον οποίο τους έχει ζητηθεί να είναι διαθέσιμοι. Είναι προγραμματισμένοι να είναι έτσι.
Καταλήγω ότι από παιδιά διδάχθηκαν ένα και μοναδικό πράγμα. Πως αν εξειδικευτούν σε κάτι και βρουν μία σχετική δουλειά, όσο πιο καλά την κάνουν αυτή τη μία και μοναδική δουλειά τόσο πιο εύκολα θα καλογεράσουν.
Μπαίνω στον πειρασμό να τους οικτίρω για αυτό. Να τους λυπηθώ που δεν κάνουν μεγάλα όνειρα. Που δεν μπαίνουν στη διαδικασία να πιστέψουν ότι τους αξίζει μια ζωή μεγάλη. Μια ζωή παραμυθένια. Όπως εμείς εδώ στην Ελλάδα.
Και την ώρα που τα σκέφτομαι όλα αυτά διασχίζοντας την Τσιμισκή, πέφτω πάνω σε ένα πιτσιρίκι –θα ‘ναι δεν θα ναι 22- με γιλέκο της “Σχεδίας” και το περιοδικό στο ένα χέρι. Σταματώ και αγοράζω το περιοδικό αλλά δε με στολίζει με ευλογίες και ευχαριστίες όπως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία πωλητές της “Σχεδίας”.
Δε με κοιτάει καν στα μάτια.
Μόνο παίρνει το πεντάευρο που του δίνω και μου δίνει μια τσαλακωμένη και ιδρωμένη απόδειξη, ψάχνοντας αμήχανα τις τσέπες του για τα ρέστα. Ντρέπεται. Είναι μικρό περήφανο παιδί και ντρέπεται.
Φεύγω βιαστικά γιατί αισθάνομαι πως ανεβαίνουν δάκρυα.
Τότε είναι που συνειδητοποιώ, πως δεν κάνουμε μεγάλα όνειρα γιατί είναι στο καλούπι μας να κάνουμε. Αλλά γιατί είναι το μόνο που μας έμεινε. Ούτε καν η αξιοπρέπεια μας.