Ο Λουκιανός άφησε τους ήρωες του πίσω και αναχώρησε
Ο καλύτερος χρονογράφος μιας ολόκληρης εποχής δεν μένει πια εδώ.
Υπάρχουν πράγματα, στιγμές και συναισθήματα που τα χρειάζεσαι. Και έρχονται την κατάλληλη ώρα να σε κάνουν να νιώσεις πως δεν τέλειωσαν όλα, πως όσα σε έκαναν να συγκινηθείς παλιά μπορεί να παραφυλάνε κάπου, να μην εξέλειψαν και στην πρώτη ευκαιρία να σκάσουν μύτη σαν ωφέλιμα φορτία και να σε επαναφέρουν στον αφρό, από τον πάτο.
Το Σάββατο 28 Μαΐου 2011, ένα μεγάλο πανό κολλημένο στο Λευκό Πύργο έγραφε “Δεν Πωλείται” και γύρω στο περιστύλιο μερικές εκατοντάδες άνθρωποι, κάθε ηλικίας, στην τέταρτη μέρα διαμαρτυρίας καθισμένοι σε αντίσκηνα ή στο γρασίδι έστελναν ένα μήνυμα στο νέο κατακτητή. Της νοημοσύνης μας, της αξιοπρέπειας μας, της ελπίδας μας. Το σκηνικό δυστυχώς συνοδευόταν από δεκάδες καντίνες και άλλα συμπαρομαρτούντα που κατέλαβαν με την ανοχή των άρχων το πλακόστρωτο της Παλαιάς Παραλίας, μεταμορφώνοντας την σε πανηγύρι του Αγίου Μάμαντα, αλλά αυτό είναι θέμα άλλου κειμένου. Μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπάνω, στο αμφιθέατρο του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Λουκιανός Κηλαϊδόνης, έλεγαν για δεύτερη φορά μέσα στη βραδιά την ιστορία του Γιώργου Θαλάσση. Ο Σαββόπουλος όρθιος με στόμφο παιδικό, γιορτής σχολείου επέμενε στο στίχο που λέει “…κι όσο θα υπάρχουνε στη γη κατακτητές, θα τους συντρίβω και το αίμα τους θα στάζει”. Ο κόσμος χειροκροτούσε παθιασμένα. Για μιάμιση ώρα και πλέον, τα τραγούδια που μας μεγάλωσαν, για πρώτη φορά μετά από καιρό απέκτησαν και πάλι νόημα.
Δεν ήταν απλά τα αγαπημένα μας τραγούδια που τα ακούς με κάποια νοσταλγία στο Δεύτερο καθώς μαγειρεύεις ένα φαγητό, οδηγείς σε ένα μποτιλιαρισμένο δρόμο ή ετοιμάζεσαι βιαστικά για μια ακόμη αγχωμένη μέρα, στη διαδοχή των ημερών. Για μιάμιση και πλέον ώρα το “Σαν βγω από αυτή τη Φυλακή”, τα “Παιδιά στο Λαύριο”, το “Άχ Ρίτα”, το “Όταν σημάνει η ώρα” του Άκη Πάνου, έγιναν ξανά στίχοι και εικόνες μιας Ελλάδας που ζύγιαζε τα πράματα αλλιώς, που μετρούσε τις λέξεις και τις πράξεις της.
Και στο πλήθος που παρακολουθούσε και κυρίως συγκινούνταν και πάλι με τις ίδιες αιώνιες συγκινήσεις σαράντα και πλέον χρόνων, υπήρχαν όμορφοι άνθρωποι που λες πως έχουν σωπάσει πια. Κορίτσια που έλαμψαν στα ’70s με σπιρτάδα και τη γοητεία τους, αγόρια που έγιναν παππούδες σήμερα αλλά κάποτε πάλεψαν για μια καλύτερη χώρα και διαψεύστηκαν, αλλά και τα παιδιά τους που άκουγαν στα σπίτια τους ιστορίες για έναν κόσμο που θα μπορούσε να ξημερώσει καλύτερος και το θυμούνται που και που και τα εγγόνια τους που είδαν τους μεγαλύτερους αποσυρμένους και τη χώρα να ξεστρατίζει μακριά από τη συγκίνηση σε πίστες σκυλάδικων, τηλεοπτικά πλατό και αντιπροσωπείες πολυτελών αυτοκινήτων.
Και έγινε αυτή η μιάμιση ώρα στο Μακεδονικό, αυτή η αυθόρμητη σύναξη με ένα και μόνο σκοπό να συνεχίσει το ιστορικό μουσείο της πόλης να παράγει έργο στους δύσκολους καιρούς, έγινε η φυσική συνέχεια της άλλης σύναξης λίγο πιο κάτω στο Λευκό Πύργο και των μεγάλων συνάξεων που μέχρι το 1981 αποτελούσαν για την πόλη και τη χώρα αφορμές για να πιστεύεις στο όνειρο. Και κάθε στίχος που έφευγε από το στόμα το Διονύση και του Λουκιανού γινόταν στουπί που πυρπολούσε καρδιές και συναισθήματα. Που λες πως κάπου είχαν λουφάξει εδώ και χρόνια.
Και είμαι σίγουρος πως όταν τα αγόρια και τα κορίτσια των ’70s το βράδυ γύρισαν σπίτι μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους έπεσαν για ύπνο πιο ανάλαφροι από τα άλλα βράδια αυτής της αβάσταχτης χρονιάς. Γιατί ήξεραν πως ένα μικρό θαύμα είχε συντελεστεί λίγο πιο πριν. Πως τα συναισθήματα και τη συγκίνηση κανένας κατακτητής, ντόπιος ή ξένος, δεν πρόκειται να μας τα κλέψει ποτέ. Κρυμμένα είναι και με την κατάλληλη ευκαιρία σκάνε μύτη.
Αυτά έγραφα πέντε χρόνια πριν όταν ο Λουκιανός και ο Διονύσης ανέβηκαν για μια νύχτα υπέρ του Μακεδονικού Μουσείου και μας χάρισαν μια νύχτα ανεπανάληπτη. Το Γενάρη του 2000 είχα την τύχη να τον καλέσω σε μια τηλεοπτική εκπομπή που έκανα τότε και να γνωρίσω έναν υπέροχο άνθρωπο που αβίαστα και χαλαρά αφηγούνταν ιστορίες που σε κέρδιζαν.
Σήμερα το πρωί η είδηση του θανάτου του Κηλαϊδόνη ήρθε σαν σφαλιάρα και προσγειώθηκε στα πρόσωπα μας. Ο άνθρωπος που συνδέθηκε με τη δημιουργία του ωραιότερου υπαίθριου μουσικού πάρτι που συνέβη ποτέ στη χώρα, στις 25 Ιουλίου του 1983 όταν 70-100 χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν στη Βουλιαγμένη για να απολαύσουν τους Διονύση Σαββόπουλο, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Βαγγέλη Γερμανό, Γιώργο Νταλάρα, Αφροδίτη Μάνου, Μαντώ, Three and the Koukos Band, Νέλη Σεμιτέκολο, Μαντολινάτα του Φώτη Αλέπορου, Big Band του Λουκιανού. Το μποτιλιάρισμα ξεκίνησε από τη Βουλιαγμένη και έφτασε μέχρι τη Λεωφόρο Συγγρού. Η ελληνική εκδοχή του Woodstock σε όλο της το μεγαλείο κάτω από την πανσέληνο.
Ο άνθρωπος που οι μελωδίες του από την πρώτη εποχή της μουσικής για τη θεατρική παράσταση του έργου της Κωστούλας Μητροπούλου Η Πόλη μας με τη Βίκυ Μοσχολιού και τον Μανώλη Μητσιά, τους δεκάδες δίσκους που ακολούθησαν, τις θεατρικές και κινηματογραφικές παραστάσεις, τις τηλεοπτικές εκπομπές, αλλά και τα τραγούδια που σημάδεψαν τη δεκαετία του ογδόντα, τραγούδια που περιείχαν το σαρκασμό αλλά και την αγαπησιάρικη ματιά πάνω στη ζωή του νεοέλληνα. 23 δίσκοι χρονικό μιας εποχής, εκατοντάδες νύχτες στη σκηνή να μας συνεπαίρνει και ένας γλυκός άνθρωπος να στοιχειώνει με την παρουσία του μια ολόκληρη εποχή. Νομίζω κανείς ποτέ δεν κατέγραψε με τέτοια ευστοχία και παρατηρητικότητα το γίγνεσθαι της ζωής μας όσο ο Λουκιανός στα τραγούδια του. Τουλάχιστον των χρόνων που η Ελλάδα, μετά το 80 σήκωνε κεφάλι. Θα τον νοσταλγούμε πάντα με αγάπη και τρυφερότητα. Ο Γιώργος Θαλάσσης, η Μαίρη Παναγιωταρά και δεκάδες άλλοι ήρωες των εφηβικών μας χρόνων από σήμερα είναι ορφανοί. Ήταν 74 χρόνων.