Λούλα Αναγνωστάκη: Η οριακή ευγένεια του βλέμματος
Ο Μάνος Λαμπράκης γράφει για την συγγραφέα του αναστοχασμού της ήττας
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Η Λούλα Αναγνωστάκη υπήρξε, περισσότερο από κάθε άλλον δραματουργό του καιρού της, η συγγραφέας του αναστοχασμού της ήττας. Όχι της πολιτικής ήττας, που την ενσωμάτωσε με πικρή αξιοπρέπεια, αλλά εκείνης της υπαρξιακής ήττας που καθιστά τον άνθρωπο παρατηρητή του εαυτού του μέσα στη διάλυση των άλλων. Στον κόσμο της, τα πρόσωπα μιλούν σαν να έχουν ήδη δει το τέλος τους, κουβαλούν μια ήσυχη επίγνωση του αφανισμού τους, μια λεπτότητα σχεδόν μεταφυσική, που κάνει τον διάλογο να ηχεί όπως οι τελευταίες συλλαβές ενός ονείρου.
Η γλώσσα της —μετέωρη, λεπτή, ασύντακτη μες στην ακρίβειά της— φέρει εκείνο το είδος του πένθους που δεν επιζητεί παρηγοριά παρά μόνο διάρκεια. Κάθε φράση της μοιάζει να καθυστερεί το τέλος μιας σκέψης, όπως ο Προυστ καθυστερεί το τέλος μιας ανάμνησης. Όμως στη Λούλα η μνήμη δεν ανακαλεί, απογυμνώνει: αφαιρεί από το παρελθόν κάθε ρομαντική πιθανότητα, το υποτάσσει στο παρόν της διαψευσμένης οικειότητας. Ο άνθρωπος γίνεται το ίχνος του ανεκπλήρωτου, η αναβολή της επαφής, το οξύ περίγραμμα μιας φράσης που ειπώθηκε πολύ αργά.
Η Αναγνωστάκη υπήρξε θεατρική μορφή της σιωπηλής εκδίκησης του νοήματος. Μέσα σε μια εποχή που ζητούσε ένταση και ιδεολογία, εκείνη μιλούσε για την αδυναμία, τη λεπτότητα, την εσωτερική παλινδρόμηση του ανθρώπου που δεν μπορεί να σταθεί αλλού παρά στο παράθυρο. Το παράθυρο της, τόσο συμβολικό όσο και οντολογικό, είναι ο τόπος της μερικής θέασης, εκεί όπου ο άνθρωπος κοιτά χωρίς να μπορεί να εισέλθει. Ο θεατής της, όπως και ο αναγνώστης της, βρίσκεται σε εκείνη την ενδιάμεση διάθεση που σήμερα θα ονομάζαμε «μελαγχολία της διαφάνειας»: δεν βλέπεις πια μέσα, αλλά ούτε και έξω — ζεις ανάμεσα στα δύο, σε μια διαρκή εκκρεμότητα της ύπαρξης.
Η Λούλα έγραψε το ύστερο θέατρο της ελληνικής μεταπολεμικής ψυχής. Δεν κατασκεύασε χαρακτήρες. Δημιούργησε ηχώ. Οι μορφές της δεν ανήκουν στη δράση, αλλά στο ίχνος της δράσης, σε εκείνο το ακαθόριστο μετά όπου το σώμα παραμένει, αλλά η βούληση έχει εξαντληθεί. Είναι οι απόγονοι μιας ιστορίας που δεν μπορούν να διαχειριστούν, φορείς μιας γλώσσας που καταρρέει τη στιγμή που ειπώνεται. Όπως θα έλεγε ο Προυστ, η φράση προηγείται του αισθήματος, και γι’ αυτό στη Λούλα η λέξη ποτέ δεν ολοκληρώνεται — πάντα αφήνεται σε εκκρεμότητα, σαν μια εσωτερική αναπνοή που δεν εξαντλείται.
Υπάρχει κάτι βαθιά πολιτικό μέσα σ’ αυτή τη λεπτότητα. Διότι το να μιλάς για την αδυναμία, για τον ήπιο θρυμματισμό του ανθρώπου, μέσα σε ένα σύστημα που υμνεί τη δύναμη και την παραγωγικότητα, είναι ήδη μια πράξη αντίστασης. Η Αναγνωστάκη δεν έγραψε ποτέ το «πολιτικό θέατρο» της στράτευσης, έγραψε το ανυπότακτο θέατρο της τρυφερότητας. Κάθε της ήρωας υπερασπίζεται την αξιοπρέπεια του ευάλωτου, του ανθρώπου που γνωρίζει πως δεν θα σωθεί, αλλά συνεχίζει να περιμένει. Αυτή η προσμονή χωρίς πίστη είναι το κατεξοχήν ηθικό της σύμπτωμα.
Στη Λούλα, ο χρόνος δεν είναι διαδοχικός αλλά επιφανειακός. Όλα εκτυλίσσονται πάνω στην ίδια λεπτή μεμβράνη του τώρα. Δεν υπάρχει μέλλον, ούτε παρελθόν, αλλά μια αέναη παράταση του παρόντος, που αποκαλύπτει την κούραση του ανθρώπου να συνεχίσει να ζει χωρίς νόημα. Η σιωπή της δεν είναι απουσία, είναι πυκνότητα. Ο θεατής δεν παρακολουθεί δράση, αλλά την αργή εξάτμιση του νοήματος — και μέσα σ’ αυτήν τη διαδικασία, ξαναβρίσκει τον εαυτό του, ακριβώς όπως ο Προυστ στον «χαμένο χρόνο». όχι για να τον ανακτήσει, αλλά για να καταλάβει πως δεν χάθηκε άδικα.
Η Λούλα Αναγνωστάκη υπήρξε, τελικά, η τελευταία που πίστεψε ότι ο διάλογος μπορεί ακόμα να φέρει σωτηρία. Όχι θεατρική, ούτε κοινωνική — αλλά την αθέατη σωτηρία του βλέμματος που, λίγο πριν τη διάλυση, επιμένει να κατανοήσει τον άλλο. Αυτό το βλέμμα —αργό, επιφυλακτικό, βαθιά τρυφερό— είναι το τελευταίο της κείμενο, ένα βλέμμα που δεν υπήρξε ποτέ θεαματικό, αλλά υπήρξε αληθινό. «Αφήστε μήνυμα, όνομα και οπωσδήποτε τηλέφωνο, ακόμη κι αν νομίζετε ότι μου είναι γνωστό.»
Η φωνή της στον τηλεφωνητή, με εκείνη τη χαρακτηριστική απαλότητα που έκρυβε ένα ανεπαίσθητο παράπονο, έμενε για χρόνια στον νου μου σαν αποτύπωμα μιας άλλης εποχής, πριν την επιτάχυνση του συναισθήματος. Την άκουγα, ακόμη κι όταν δεν της τηλεφωνούσα. Ήταν σαν να είχε φτιάξει έναν μικρό ηχητικό θάλαμο όπου η απουσία αποκτούσε μορφή, σαν να σου έλεγε είμαι εδώ, αλλά άφησέ με λίγο ακόμα να λείπω.
Και έτσι αρχίζουν όλα: από έναν τηλεφωνητή που σου επιτρέπει να υπάρξεις μέσα στην αναβολή. Άπειρα τηλεφωνήματα μέσα στη νύχτα —άλλα που απαντήθηκαν, άλλα που σιώπησαν, άλλα που άφηναν απλώς τον ήχο του αναστεναγμού ως μήνυμα. Δεν ήθελε ποτέ να μιλάει πολύ αργά, αλλά πάντα μιλούσε πολύ αργά· ο χρόνος γύρω της διαστελλόταν. Μπορούσες να ακούσεις τη φωνή της να καθαρίζει τον καπνό απ’ τον αέρα, πριν ακόμη ανάψει το επόμενο τσιγάρο.
Στο σπίτι της στην οδό Καψάλη, εκείνο το σταθερό απόγευμα του χρόνου που δεν τελειώνει ποτέ, όλα έμοιαζαν να έχουν τη δική τους αναπνοή. Η ίδια καθισμένη πάντα στην ίδια θέση —λίγο πλάγια, σαν να προστάτευε τη σιωπή της—, ο τριπλός καναπές που έμοιαζε να θυμάται τα σώματα, και εγώ στη μικρή πολυθρόνα, απέναντι, να παρατηρώ τη λεπτή χειρονομία με την οποία προστάτευε τη φράση της από τη φθορά. Δεν υπήρχε τίποτα θεατρικό σ’ εκείνες τις συναντήσεις, παρά μόνο μια παράξενη αίσθηση ότι το θέατρο είχε ήδη συμβεί, κάπου ανάμεσα στα φλιτζάνια, στα τσιγάρα, και στα βλέμματα που ήξεραν ότι κάθε φορά μπορεί να είναι η τελευταία.
Ο Γιώργος Χειμωνάς εμφανιζόταν πάντα ως σιωπηλή ανάμνηση — όχι παρών, αλλά υπέρμετρα ζωντανός μέσα στις παύσεις της. Ανέφερε το όνομά του με εκείνη την υπόγεια ειρωνεία που δεν κρύβει τον έρωτα, αλλά τον φυλάει. Κι εγώ, πολύ νέος ακόμα τότε, ένιωθα πως ανάμεσα τους υπήρχε κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί σε λέξεις, παρά μόνο να μεταδοθεί με τη διακοπή της φράσης.
Μιλούσαμε για τα πάντα και για τίποτα. Για πρόσωπα που είχαν χαθεί, για έργα που δεν θα γραφούν, για την Αθήνα που πέθαινε αργά πίσω από τις κουρτίνες. Εκείνη δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν της ως παρελθόν αλλά σαν να το κατοικούσε ακόμη, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ απόσταση ανάμεσα στα τότε και στα τώρα. Κάθε της λέξη είχε τη βραδύτητα του αναστεναγμού, την καθυστέρηση του απογεύματος που αρνείται να γίνει νύχτα.
Κι ύστερα τα μυστικά μας. Εκείνα τα μικρά, ασήμαντα ίσως πράγματα που, επειδή δεν ειπώθηκαν ποτέ δημόσια, έγιναν ιερά. Μυστικά της νύχτας, των τηλεφωνημάτων, των αργών βημάτων ως το παράθυρο, όπου στεκόταν κοιτάζοντας την πόλη όχι με νοσταλγία, αλλά με μια απίστευτη ευγένεια — σαν να τη συγχωρούσε για όλα. Αυτή ήταν η ευγένεια της Λούλας: όχι κοινωνική, αλλά υπαρξιακή. Η αθόρυβη καλοσύνη του βλέμματος που δεν σε διορθώνει, δεν σε διδάσκει, απλώς σε βλέπει.
Κάθε αποχαιρετισμός μας, κάθε έξοδος από εκείνο το σπίτι, έμοιαζε με μικρό τελετουργικό. Η πόρτα άνοιγε με βραδύτητα, ο αέρας άλλαζε θερμοκρασία, και πάντα υπήρχε εκείνο το ανεπαίσθητο βλέμμα της, σαν υπόσχεση ή σαν λύπη: ίσως να είναι η τελευταία φορά. Κι όμως, δεν υπήρχε θλίψη — μόνο μια βαθιά αίσθηση ολοκλήρωσης, σαν να είχαμε ήδη ζήσει τα πάντα και απλώς επαναλαμβάναμε, για λόγους τρυφερότητας, τη σκηνή.
Έτσι τη θυμάμαι. Όχι στη σκηνή, ούτε στα βιβλία, αλλά μέσα σε εκείνο το σπίτι, όπου η ζωή της είχε πάρει τη μορφή μιας αργής, πνευματικής αναπνοής. Η Λούλα δεν πέθανε όπως οι άλλοι. Απλώς αποσύρθηκε στον ρυθμό του ίδιου της του λόγου. Και ίσως, αν κάποτε ξανακούσουμε εκείνον τον τηλεφωνητή, να την ακούσουμε ξανά να λέει:
«Αφήστε μήνυμα, όνομα και οπωσδήποτε τηλέφωνο, ακόμη κι αν νομίζετε ότι μου είναι γνωστό.»
Γιατί στη Λούλα, τίποτα δεν ήταν ποτέ αρκετά γνωστό. Όλα χρειάζονταν να ειπωθούν ξανά, για να γίνουν αληθινά.
Τώρα που η φωνή της δεν υπάρχει πια στον τηλεφωνητή, η σιωπή της συνεχίζει να λειτουργεί σαν μυστικό κύκλωμα μέσα στον χρόνο. Ένα λεπτό ρεύμα που περνά ανάμεσα στις λέξεις μας, μας υποχρεώνει να μιλάμε αργά, να θυμόμαστε χωρίς να εξηγούμε. Δεν ξέρω αν είναι αυτό που ονομάζουμε απουσία ή απλώς η ύστερη μορφή της παρουσίας αλλά εκείνη η λεπτή, σχεδόν φωτεινή διάρκεια του ανθρώπου που υπήρξε τόσο ουσιωδώς, ώστε δεν χρειάζεται πια να υπάρχει.
Η Λούλα υπήρξε ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που δεν άφησαν πίσω απλώς έργο, αλλά ρυθμό. Το θέατρο της δεν είναι πια οι λέξεις, αλλά η αναπνοή ανάμεσά τους, το μικρό χάσμα όπου η σκέψη καθυστερεί για να αποκτήσει βάθος. Έτσι παραμένει —όχι ως ανάμνηση, αλλά ως τρόπος μνήμης. Μας δίδαξε, χωρίς να το επιδιώξει, ότι ο άνθρωπος σώζεται όχι με ό,τι λέει, αλλά με την ευγένεια με την οποία το λέει.
Όταν τη σκέφτομαι, σκέφτομαι το φως στο σπίτι της στην Καψάλη, το απογευματινό φως που δεν αποφάσιζε αν είναι μέρα ή νύχτα, εκείνο το φως που δεν θρηνούσε, αλλά κρατούσε. Έτσι τη φαντάζομαι πάντα: καθισμένη, να ακούει, να καπνίζει αργά, να χαμογελά με εκείνη την ανεπαίσθητη ειρωνεία των ανθρώπων που ξέρουν ότι τίποτα δεν τελειώνει στ’ αλήθεια.
Και αν κάτι έμεινε από εκείνα τα χρόνια, δεν είναι οι συζητήσεις μας ούτε οι φράσεις… είναι ο τρόπος που έμενε. Ο τρόπος που δεν έδιωχνε κανέναν. Ο τρόπος που άφηνε χώρο στη νύχτα να εισχωρήσει χωρίς φόβο. Ο τρόπος που μας έκανε όλους λίγο πιο ανθρώπινους, γιατί μας υπενθύμιζε πως η ευγένεια —όταν δεν είναι συμβατική, αλλά οντολογική— είναι η τελευταία μορφή της σοφίας.
Γι’ αυτό, κάθε φορά που ακούω μια φράση να τελειώνει πιο γρήγορα απ’ όσο θα έπρεπε, τη φαντάζομαι να σηκώνει το κεφάλι της, να χαμογελά ανεπαίσθητα και να ψιθυρίζει, σαν από τον άλλο κόσμο:
«Αφήστε μήνυμα, όνομα και οπωσδήποτε τηλέφωνο, ακόμη κι αν νομίζετε ότι μου είναι γνωστό.»
Και τότε καταλαβαίνω πως η Λούλα δεν χάθηκε. Απλώς μετετέθη στη σφαίρα της αναμονής, εκεί όπου ο χρόνος δεν περνά, γιατί η ευγένεια τον κρατά ανοιχτό.
Εκεί όπου κάθε αποχαιρετισμός είναι μια ακόμη μορφή παραμονής.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής.