Μακεδονία Παλλάς: Ταξίδι στο χρόνο

Η είδηση ότι το Μακεδονία Παλλάς κλείνει οριστικά στις 27 Δεκεμβρίου μου τράβηξε την προσοχή πριν λίγο καιρό. Τα μπλε φώτα του δε φωτίζουν πλέον τη βόλτα στην παραλία της πόλης. Με μία ολιγόλογη ανακοίνωση ο Όμιλος Ν. Δασκαλαντωνάκη, ανακοίνωσε επισήμως ότι αποχωρεί οριστικά στο τέλος του χρόνου, καθώς οι προσπάθειες να επέλθει η συμφωνία […]

Parallaxi
μακεδονία-παλλάς-ταξίδι-στο-χρόνο-8417
Parallaxi
6.jpg

Η είδηση ότι το Μακεδονία Παλλάς κλείνει οριστικά στις 27 Δεκεμβρίου μου τράβηξε την προσοχή πριν λίγο καιρό. Τα μπλε φώτα του δε φωτίζουν πλέον τη βόλτα στην παραλία της πόλης.

Με μία ολιγόλογη ανακοίνωση ο Όμιλος Ν. Δασκαλαντωνάκη, ανακοίνωσε επισήμως ότι αποχωρεί οριστικά στο τέλος του χρόνου, καθώς οι προσπάθειες να επέλθει η συμφωνία για μείωση του ενοικίου με τον εκμισθωτή του ακινήτου (ΙΚΑ) απέβησαν άκαρπες. Ο Όμιλος δηλώνει ότι τα τελευταία τρία χρόνια λειτουργούσε με ζημία, το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ θα παραλάβει το ακίνητο και τον εξοπλισμό, θα διενεργήσει διεθνή διαγωνισμό για τον επενδυτή, το αρμόδιο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού θα δρομολογούσε παρέμβαση και οι εργαζόμενοι χάνουν τη δουλειά τους.

Δεν είχα μπει ποτέ σε δωμάτιο του ξενοδοχείου. Από τους χώρους του γνώριζα μόνο όσους φιλοξενούσαν συνεντεύξεις τύπου, ημερίδες, παρουσιάσεις βιβλίων και την καθιερωμένη γιορτή της ΕΣΗΕΜ –Θ, την αργία των Φώτων. Τα τελευταία χρόνια τα συνέδρια μειώθηκαν και ο αστικός τουρισμός δέχθηκε πλήγμα. Λιγοστά βράδια που έβγαινα με μία εκλεπτυσμένη φίλη, για την οποία εύχομαι να βρεθεί κάποτε ο Πρίγκηπας, θαύμασα τη θέα από το μπαρ που λειτουργούσε στον 9ο όροφο.

Κάπως έτσι έκλεισα δωμάτιο με θέα θάλασσα για διακοπές στην πόλη. Ο Χάρης το βρήκε αστείο. Μου αρέσουν τα πολυτελή ξενοδοχεία. Μου αρέσουν τα αφράτα μπουρνούζια, τα σεντόνια από καλοσιδερωμένο, βαμβακερό σατέν, τα μαρμάρινα μπάνια και το πλούσιο πρωινό στις λευκές πορσελάνες. Μου αρέσουν εξίσου με το να κοιμάμαι με τον υπνόσακο στην παραλία και να ξυπνάω με μια πρωινή βουτιά στη θάλασσα. Όπως και με τους ανθρώπους δε μου αρέσουν τα μεσοβέζικα. Δε μου αρέσουν τα απρόσωπα καταλύματα, η κακόγουστη ρουστίκ διακόσμηση. Ή του ύψους ή του βάθους. Μου λείπει η εποχή των «Ξενία».

Το ορθογώνιο κτίσμα, το οποίο πολλοί δε συμπάθησαν ποτέ, εμένα δε με ενοχλούσε ιδιαίτερα. Αντίθετα, με ενοχλούσε πάντα το πώς ξεφύτρωσε στην παραλία ένα άλλο κοντινό κτίσμα, που αρχικά λειτούργησε σύμφωνα με τη μόδα των μπαρ –ρέστοραν. Πολυέλαιοι, lounge και χλιδάτη ατμόσφαιρα. Πλέον και αυτό έχει χάσει την όποια αίγλη του. Στην είσοδο του ο αέρας στροβιλίζει ένα μπάνερ με έναν αοιδό με κόμμωση Βοn Jovi, έγχρωμους φακούς επαφής και το πιο συνηθισμένο ονοματεπώνυμο που μπορούσε να έχει έλληνας. Στο μεταξύ, την προσοχή των κοσμικών τράβηξαν νέα ξενοδοχεία που άνοιξαν σε άλλα σημεία της πόλης.

Καθόμαστε στο μπαλκόνι. Παράξενη ησυχία. Βλέπουμε την πόλη, αλλά δεν την ακούμε. Η θέση του ξενοδοχείου στο θαλάσσιο μέτωπο της πόλης είναι ιδανική. Στο βάθος ο Λευκός Πύργος, η Λεωφόρος Νίκης, το λιμάνι. Σκέψου πώς θα είναι τη νύχτα… Πέμπτος όροφος και η απόσταση από την παραλία είναι τέτοια που μπορείς να αφήσεις συνεχώς ανοιχτές τις κουρτίνες. Το γραφείο «κοιτά» κ αυτό θάλασσα. Σκέφτομαι το αυτονόητο: πώς θα ήταν αν είχες πάντα αυτή τη θέα, από το γραφείο σου, από το κρεβάτι; Η ονειροπόληση διακόπτεται από την ερώτηση «Θα ήθελες να μένεις για πάντα σε ξενοδοχείο;». Ναι, αν ήμουν ροκ σταρ σε παγκόσμια περιοδεία. Ή πρωταγωνίστρια σε ταινία της Κόππολα. Στην πραγματικότητα θα ήταν φριχτό να μην είχα «σπίτι». Κάπου εκεί η αναπόληση των σχολικών χορών του κολλεγίου του μικρού Χάρη και η φαντασίωση για τη ξένοιαστη ζωή σε δωμάτια ξενοδοχείων σταματά.

«Αν θέλεις νούμερα τα έχω» με πιάνει το δημοσιογραφικό μου. «Το πεντάστερο ξενοδοχείο διαθέτει 284 δωμάτια και σουίτες, χτίστηκε τη δεκαετία του 1970, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραµανλή. Ανακαινίστηκε πλήρως και επαναλειτούργησε τον Σεπτέµβριο του 1995, ενώ το 2002-2003 πραγµατοποιήθηκε ξανά ριζική ανακαίνιση, 16 χρόνια ανήκει στο συγκεκριμένο όμιλο και κλείνοντας 120 εργαζόμενοι θα πρέπει να αναζητήσουν αλλού δουλειά».

Η προσοχή του είναι αλλού. Κοιτά μακριά στο Πάρκο Κυκλοφοριακής Αγωγής, που σκάβουν «φαγάνες». Φοβάται ότι η νέα ανάπλαση της παραλίας προβλέπει λιγότερο πράσινο και χώμα για τα παιδιά.

Κατεβαίνουμε για καφέ, σκεφτόμαστε να περπατήσουμε μέχρι το Ποσειδώνιο. Η ιστορική «Αλντεμπαράν» έκλεισε πριν χρόνια. Το μόνο καταφύγιο από την εφηβεία μας στην περιοχή, που να μη μοιάζει στα άλλα χαοτικά καφέ είναι η «Ρομάνς», που φιλοξενούσε τις σχολικές κοπάνες. Η θέα στη θάλασσα όμως και η απόκοσμη ησυχία μας κάνει να βγούμε στον κήπο του ξενοδοχείου. «Λες να είμαστε οι μόνοι πελάτες;». Γύρω από την άδεια πισίνα μια ασπροκόκκινη πλαστική κορδέλα σταματά την πρόσβαση. Η άλλη πισίνα έχει βρωμίσει. Εικόνα εγκατάλειψης. Τα άσπρα φερ φορζε θα περιμένουν μάταια το καλοκαίρι. Στην πισίνα αυτή δε θέλω να δω πορτοκαλοκίτρινα από το σολάριουμ αγόρια και κορίτσια με φωσφοριζέ νύχια, φουσκωμένα χείλη και όχι μόνο. Φαντάζομαι αγόρια με αβρούς τρόπους και κορίτσια με τεράστια καπέλα και γυαλιά «πεταλούδα» για να προστατέψουν το λευκό τους δέρμα από τον ήλιο.

Η ευγένεια των υπαλλήλων με επαναφέρει στο σήμερα. Θα συνεχίσουν να δουλεύουν έτσι χαμογελαστοί μέχρι την τελευταία μέρα; Τους ρωτώ διστακτικά, χωρίς να είμαι σίγουρη για την απάντηση. Καθαρά πρόσωπα και η απάντηση κοινή: η διεύθυνση θα προτείνει σε ορισμένους να εργαστούν σε ξενοδοχεία του ομίλου σε άλλες πόλεις. Διαφορετικά η αρχή του χρόνου θα τους βρει άνεργους. Και αυτούς. Ξαφνικά θυμάμαι ότι η πρώτη μου δουλειά ήταν βοηθός στην υποδοχή ενός business hotel, του οποίου ο προϊστάμενος δε γνώριζε αγγλικά.

Η έκπληξη μας περιμένει στην κατάμεστη αίθουσα του πρωινού. Δεν είμαστε μόνοι. Οι συμμετέχοντες σε ένα ιατρικό συνέδριο χαιρετούν ο ένας τον άλλο. Έχει όλα τα είδη πρωινού από αγγλικό μέχρι κρητικό με λυχναράκια και μικρούς ντάκους! Κρίμα που δε δίνω την πρέπουσα σημασία στη «γωνιά χαμηλών λιπαρών». Έχει και διάφορες μπουγάτσες (πρωινό Θεσσαλονίκης;), αλλά λείπει το… κακάο. Βγαίνοντας στο καφέ της εισόδου χαζεύω τις ηλικιωμένες κυρίες που έχουν έρθει «για καφέ με τα κορίτσια». Σύντομα θα αναζητούν άλλο στέκι τα πρωινά του Σαββατοκύριακου.

Καθώς περπατώ στο μακρύ διάδρομο σκέφτομαι ότι το ξενοδοχείο αποτελούσε παραδοσιακά κατάλυµα πρωθυπουργών και υπουργών στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Στην πόρτα του δωματίου Νο 510 γράφει «Αυτοκράτειρα Ειρήνη Αθηναία» και στα κάδρα εικόνες θυμίζουν μαντίλια Hermes. Φαντάζομαι τον ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να παίρνει το πρωινό του στη σουίτα και τους άντρες της ασφάλειας να καπνίζουν κλεφτά στο μπαλκόνι. Τους σταρ του ελληνικού κινηματογράφου να κάνουν ηλιοθεραπεία. Τη Φέι Ντάναγουεϊ, τον Κόλιν Φάρελ, την Κατρίν Ντενέβ να περνούν βιαστικά από το λόμπι και οι πελάτες να τους φωτογραφίσουν με την κάμερα του κινητού. Τις ντίβες του εγχώριου τραγουδιού να γκρινιάζουν στον παραγωγό, που δεν έκλεισε σουίτα σε κάποιο από τα ξενοδοχεία της περιοχής του αεροδρομίου, για να είναι πιο κοντά στο «μαγαζί».

Το βράδυ το ταξίδι με τη χρονομηχανή μας πηγαίνει στο Domus, στην Αγ. Σεραφείμ, ένα στενό κάθετο στην Βασ. Όλγας. Τραγουδά με την κιθάρα της μια φίλη, η Μαρία. Η φωνή της είναι κοριτσίστικη. Μπορεί τα πράγματα να μου βγαίνουν αβίαστα στο ραδιόφωνο, αλλά αν χρειαζόταν να τραγουδήσω θα κατέληγα φιμωμένη κάτω από το δέντρο στο χωριό του Αστερίξ. Θαυμάζω αυτούς που τραγουδούν όμορφα. Ο χώρος μοιάζει να μην έχει αλλάξει από τότε που πήγαινα με τους συμμαθητές. Τραγούδια διαλεγμένα ένα ένα, στην πλειοψηφία τους ερωτικά, αλλά εμένα μου αρέσουν τα «πολιτικά». Κάπως έτσι δε θα ήταν στις μπουάτ; Στο διάλειμμα μαθαίνω ότι το «Τους έχω βαρεθεί» σε στίχους Δημοσθένη Κούρτοβικ και μουσική Θάνου Μικρούτσικου, το πρωτοείπε η Μαρία Δημητριάδη.

Φεύγουμε μία τη νύχτα από το Domus και ο γιος του ιδιοκτήτη, που πλέον δουλεύει πίσω από το ξύλινο μπαρ, μου χαρίζει ένα τριαντάφυλλο. Χαρίζει σε όλες τις κυρίες που φεύγουν. Οι μουσικές συνεχίζουν μέχρι το πρωί. Συχνά μουσικοί και τραγουδιστές «σκάνε» στο μαγαζί και η παρέα μεγαλώνει. Το «τζαμάρισμα» άλλωστε δεν ομορφαίνει μόνο τις τζαζ και μπλουζ νύχτες. «Τι έγινε indie κορίτσι; Συγκινήθηκες με τους Κατσιμίχα;» Ναι, έτσι φαίνεται. Στη γωνία ενός στενού βλέπουμε το γνωστό υπόγειο μπιλιαρδάδικο της εφηβείας μας. Λειτουργεί ακόμα.

Φεύγοντας ακολουθούμε μία ακόμα ιεροτελεστία. Απέναντι από το «Ράδιο Σίτυ», που παραμένει κλειστό μένει νεοτέρας, τσακίζουμε ένα τοστ «βόμβα θερμίδων», όπως θα έγραφαν στα περιοδικά. Ο ιδιοκτήτης μας ρωτά αν κατηφορίσαμε ως συνήθως από την Πειραματική, συμπληρώνοντας ότι είναι αργά για να έχουμε φύγει μόλις από το «Αμαλία». Στο βάθος οι θαμώνες παρακολουθούν αθλητικά. «Οι παλιοί έχουν μεγαλώσει και τώρα φέρνουν και τα παιδιά τους» μας λέει δείχνοντας ένα νυσταγμένο μπόμπιρα, που δε φαίνεται να ενδιαφέρεται για το ματς. Στην Παρασκευοπούλου στολισμένες Χριστουγεννιάτικα βιτρίνες σε όσα καταστήματα το παλεύουν ακόμα.

Το κείμενο αυτό σκεφτόμουν πως θα είχε τον τίτλο «Τέλος εποχής» αλλά όχι… Νομίζω ότι έτσι θα δεχόμουν τη μοίρα αυτής της πόλης, της χώρας και εγώ θέλω να πιστεύω ακόμη ότι κάπου στο βάθος υπάρχει κάτι άλλο, διαφορετικό, αισιόδοξο. Ποιος μπορεί να μου το στερήσει αυτό;

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα