Μακρινή (και ξένη) Θεσσαλονίκη

Η ψύχραιμη ακτινογραφία μιας πόλης που δεν βρήκε τα πατήματα της.

Parallaxi
μακρινή-και-ξένη-θεσσαλονίκη-1131458
Parallaxi

Λέξεις: Γιώργος Κυριακόπουλος

Εικόνα: Ευθύμης Βλάχος

Όλοι αγαπάμε την Θεσσαλονίκη. Από τους Παλαιοελλαδίτες μέχρι τους Κύπριους. Με διαφορετικούς τρόπους, είναι η αλήθεια. Κάποιοι με τον καθησυχαστικό τρόπο των σχετικών λαϊκών τραγουδιών (“φτωχομάνα”, “τα μαγικά σου βράδια νοσταλγώ” κλπ), άλλοι με τα κλισέ μας (“ερωτική πόλη”, “το καλύτερο φαγητό”), άλλοι, ιδίως οι Αθηναίοι, με την ευχάριστη έκπληξη ότι υπάρχει κι άλλη μεγαλούπολη που μιλάει ελληνικά, άλλοι πάλι με την γνώση ότι η Θεσσαλονίκη είναι η ελληνική πόλη par excellence, πάντοτε με υπολογίσιμο πληθυσμό (“η Αθήνα χωριό μέχρι το 1830” κλπ σχετικά – συνήθως πρόχειρα και ημαρτημένα), πάντοτε κοσμοπολίτικη και πολυφυλετική, πάντοτε στις κοινωνικές επάλξεις (από τον Αβραάμ Μπεναρόγια και την Φεντερασιόν μέχρι τον νέο Ελληνικό κινηματογράφο) κλπ.

Ωστόσο, γεγονός είναι ότι η αγαπητή μας Θεσσαλονίκη παραμένει, 112 χρόνια μετά την συμπερίληψή της στην Ελλάδα, 101 χρόνια μετά τον απορφανισμό της και την υποχρεωτική (και δραματική) πληθυσμιακή της διάβρωση με μία πλειοψηφία μαρτυρικών αλλά και απαίδευτων προσφύγων, 81 χρόνια μετά την εξόντωση των Εβραίων πολιτών της και το σταδιακό σβήσιμο του αποτυπώματός τους και 33 χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, που την καθιστούσε επί 45 σχεδόν χρόνια ένα μακρινό χαράκωμα της παντοειδούς (και συχνότερα ειδεχθούς) εθνικοφροσύνης, παραμένει λοιπόν ένα προπύργιο μιάς ψευτο-ορθόδοξης (βλ. τον εξωπραγματικά δημοφιλή συρφετό των μετοχίων του Αγίου Όρους, την “αίγλη” των προφητών – από τον Παΐσιο μέχρι τον Βελόπουλο και την ΝΙΚΗ), συχνά σκοταδιστικής (βλ. λαΪκή συμμετοχή στο κάψιμο βιβλίων καθώς και στο θέμα των ταυτοτήτων), “φυλετικά” διασπασμένης και βίαιης (βλ. Άρης-ΠΑΟΚ), λες και αυτό είναι ένα συγγνωστό φολκλόρ και όχι, όπως πράγματι είναι, μία βαθιά ριζωμένη ξένη κουλτούρα, μακρινή και επώδυνη ή ενοχλητική.

Η αντίθεση ανάμεσα στα άδεια μουσεία της και την πολυκοσμία στις υπέροχες βυζαντινές εκκλησίες της οφείλεται μόνο στο ότι οι δεύτερες είναι λειτουργούσες και όχι μνημεία. Οι προσκυνητές κοιτάζουν κάτω, όχι ψηλά. Κι έπειτα, η ένδεια λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής παραγωγής σε μιά πόλη ενός εκατομμυρίου, που όμως είναι συγκρίσιμη σε πολιτισμό με πολύ μικρότερες (όπως π.χ. τα Γιάννενα ή η Δράμα ή η Καλαμάτα), είναι ίσως ενδεικτική της ροής του ανθού του πνεύματός της στην Αθήνα. Που κι αυτή με τη σειρά της είναι ενδεικτική της αποαστικοποίησης της πόλης και της διαρροής οικονομικών πόρων (δεν έχει μεγάλες εταιρείες, δεν έχει καλοπληρωμένες δουλειές, τα “τζάκια” έφυγαν κλπ) με μόνους εν δυνάμει παραγωγούς πλούτου κάποιους μαφιόζους και ημι-μαφιόζους του επίσημου υπόκοσμου, ενώ το σε μακρά κρίση Ελληνικό Δημόσιο, αντίθετα με τις δεκαετίες 1950-1990, δεν έχει τις δυνατότητες να στηρίξει μία φτωχοποιημένη πόλη.

Και φτάσαμε πιά, παρά την πανελλήνια σημασία του Αριστοτέλειου ή την πανελλήνια πριμοδότηση της τοπικής αρχαιολογίας κλπ, να κλείνουν όλα τα βιβλιοπωλεία, να κλείνουν τα πραγματικά σύνορα με τα Βαλκάνια (αχ, καϋμένε Μπουτάρη πόσο μας λείπει η αντιστροφή που με πάθος επιχείρησες), τα Φεστιβάλ και οι Εκθέσεις της να προσδιορίζονται ποιοτικά και οικονομικά από την Αθήνα, ωσάν η εντοπιότητα να είναι φάρσα, η πόλη να γίνεται περίγελως λόγω κρατικής κακοδιοίκησης και μνημειώδους αβελτηρίας (βλ. π.χ. μετρό) κλπ κλπ.

Κι όσο κι αν οι πολίτες μπορεί να κρυφο-επαίρονται γιά τον όρο “συμπρωτεύουσα” ή γιά το ότι “σαν την Χαλκιδική δεν υπάρχει”, μόλις χτες 21 δειλοί (από τους οποίους 11 ανήλικοι) προπηλάκισαν με χαρακτηριστική βία 2 τρανς πολίτες στην Πλατεία Αριστοτέλους (!), ανταποκρινόμενοι ίσως στην θρησκόληπτη και μισαλλόδοξη εκκλησιαστική ηγεσία τους που ψάχνει τρόπους να προμοτάρει τις φίλιες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που θάλλουν (δυστυχώς) στον πληθυσμό αυτής της κάποτε σπουδαίας πόλης.

Δεν γράφω ως Παλαιοελλαδίτης. Άλλωστε κατά 25% είμαι Μακεδόνας. Αλλά θλίβομαι απερίγραπτα που το λέω: Η Θεσσαλονίκη είναι μία ΞΕΝΗ πόλη. Μακρινή και ξένη. Λυπάμαι που στεναχωρώ τους πάμπολλους Θεσσαλονικείς φίλους και φίλες μου. Αλλά μήπως δεν φταίει και η δική τους αδιαφορία λιγάκι;

*Ο Γιώργος Κυριακόπουλος είναι συγγραφέας

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα