Μακρινό παρελθόν, μακρινό μέλλον…
Ιστορίες ψυχής.
Λέξεις: Βαγγέλης Θεοδωράκης
Ήταν 7 Νοέμβρη, ημέρα Κυριακή. Όλα ήταν προετοιμασμένα από την προηγούμενη νύχτα. Το φαγητό, τα συνοδευτικά, τα ποτά, όλα στην εντέλεια. Είχαμε πολλούς μήνες να συναντηθούμε όλοι μαζί σπίτι μου, να διονυσιαστούμε με στρέμματα καπνού και άφθονο αλκοόλ, «να φάμε σαν οικογένεια ρε μαλάκες επιτέλους», όπως λέγαμε συχνά με παράπονο ο ένας στον άλλο.
Ξύπνησα πολύ πρωί με σκοπό να διευθετήσω κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες του γεύματος και να αρχίσω να υποδέχομαι τους καλεσμένους μου. Σηκώθηκα με αλησμόνητη όρεξη, πράγμα σπάνιο για τη φύση μου, αν σκεφτεί κανείς ότι χρειάζομαι τουλάχιστον μια ώρα αφότου ανοίξω τα μάτια μου για να αποκτήσω πλήρης επαφή με το περιβάλλον.
Απάλλαξα το στόμα μου από την αίσθηση ξεραμένου παπουτσιού με ένα γέρο βούρτσισμα, άναψα το ραδιόφωνο και έφτιαξα καφέ. Είχα αρκετή ώρα μπροστά μου. Πετάχτηκα μέχρι το περίπτερο και προμηθεύτηκα τη καθιερωμένη κυριακάτικη εφημερίδα. Είχε υπέροχη μέρα στη Κυψέλη. Μια παρένθεση άνοιξης μέσα στο χειμώνα. Ξεφύλλισα την εφημερίδα σχεδόν αδιάφορα, δίνοντας περισσότερη βάση στα τραγούδια του Δεληβοριά που έπαιζαν παράλληλα παρά στη κιτρινωπή φυλλάδα.
Μεσολαβούσε ακόμα ένα δίωρο και θα έπληττα αφόρητα αν συνέχιζα απλώς να κοιτάω αποσβολωμένος τη θέα από το μπαλκόνι. «Ας τελειώσω το βιβλίο του Χεμινγουει, τόσες μέρες ξεροσταλιάζει στο γραφείο», πρότεινα στον εαυτό μου. Άναψα τσιγάρο, άρπαξα τυχαία ένα μολύβι και ξεκίνησα την ανάγνωση. «Τώρα ο μαλάκας ο Μ. δεν θα μπορεί να μου τη λέει, επειδή δεν έχω διαβάσει ποτέ Χεμινγουεί στη ζωή μου», σκέφτηκα σκανδαλωδώς. Ευτυχώς πρόλαβα να το τελειώσω προτού χτυπήσει το κουδούνι. Η πρώτη παρτίδα της συνομοταξίας κατέφθασε. Λίγη ώρα μετά, το παζλ της παρέας ολοκληρώθηκε.
Το τραπέζι της κουζίνας δεν μας χωρούσε όλους, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Οι πιο τεμπέληδες από εμάς, προτιμούσαμε να αράζουμε κάθιδροι σαν βούδες στη πολυθρόνα ή να τεντωνόμαστε στο καναπέ. Εν πάση περιπτώσει, συγκεντρωθήκαμε κακήν κακώς γύρω από το κοινό τραπέζι και αρχίσαμε να καταβροχθίζουμε τα λιτά και συνηθισμένα γεύματα, που στα μάτια μας φάνταζαν εκλεκτά εδέσματα. Αφού επαναφέραμε τα πιάτα στο φυσικό τους χρώμα, αρχίσαμε να ανοίγουμε ένα προς ένα τα κάθε λογής μπουκάλια που όλοι μας προσκομίζαμε τυπικά στο συμπόσιο.
Άλλοι άρχιζαν να διηγούνται και άλλοι να ονειροπολούν πολυπόθητες ερωτικές συνευρέσεις με αιθέριες υπάρξεις που πριόνιζαν τη ψυχική τους ηρεμία. «Πάλι δεν πίνεις!», μου έτεινε επικριτικά ο Μ. «Πίνω, πως δε πίνω;», απάντησα ένοχα με ένα καρφωτό βλέμμα. Η συζήτηση, όπως ήταν φυσικό έρεε ακατάπαυστα. Ο ένας ράντιζε τον άλλο με δηλητηριώδεις ατάκες, άλλοτε εύστοχες και άλλοτε απλά για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. Συνήθως ένα « Εντάξει. Άντε γαμήσου τώρα!» αρκούσε για να λήξει αποστομωτικά η ανταλλαγή λεκτικών πυρών. Και ήταν λογικό.
Όταν οι διαξιφισμοί ξεκινούσαν από το ποιος θεωρείται πιο ποιοτικός συγγραφέας και τελείωναν στο αν όντως ο ΠΑΟΚ υπήρξε ηθικός πρωταθλητής και αν όντως η Ντάριλ Χάνα έχει τα πιο θεαματικά βυζιά στην ιστορία του κινηματογράφου, τότε ποιος θα καθίσει να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά; «Καλά, όση ώρα εσείς τσακώνεστε για το ποδόσφαιρο και τις μαλακίες εγώ έχω πιεί 7-8 ουίσκι», περηφανεύθηκε ο Μ. « 12 ήταν, δεν τα μέτρησες σωστά!», αντέτεινα ειρωνικά υψώνοντας θριαμβευτικά το δάχτυλο. Εύστοχο μα και προκλητικό. Εν πάση περιπτώσει, δέχθηκα την απάντηση που μου άξιζε. Μέσα σε όλα αυτά υπήρχαν και τα σχέδια βέβαια.
Κάθε βαριά εισπνοή καπνού ήταν και μια έμπνευση για τη σύλληψη σχεδίων. Ήταν τα πιο ασφαλή, τα πιο υλοποιήσιμα σχέδια. Τα σχέδια της βδομάδας που θα ξημέρωνε μετά τη Κυριακή. Η Δευτέρα ήταν πάντα μια χαλαρή μέρα – σάμπως οι άλλες τι ήταν; – που θα περιελάμβανε το πολύ ένα σινεμά στη δύση της. Την Τρίτη το μεσημέρι ούζα στη Φωκίωνος Νέγρη πριν το μάθημα. Ποιο μάθημα; Μίση ώρα πριν την έναρξη του ακόμα βρέχαμε τα χείλη μας με οινόπνευμα, τσακωνόμασταν για το ποιος θα ντυθεί μαλάκας και θα πάει να αγοράσει τσιγάρα και ορκιζόμασταν ότι ποτέ δεν θα αφήσουμε τη παρέα να διαλυθεί προτού ένας από εμάς πηδηχτεί με τη γυναίκα του άλλου.
Την Τετάρτη αγρανάπαυση. Το δικαιούμασταν άλλωστε. Μερικοί από εμάς – ίσως να ήμουν εγώ ο μοναδικός – ήμασταν σωστοί επαγγελματίες τεμπέληδες. Τη Πέμπτη και τη Παρασκευή προσομοίωση συγκατοίκησης σπίτι μου και το σαββατοκύριακο .. ας αφήσουμε τη μοίρα να αυτοσχεδιάσει. Όλα είχαν μια φυσιολογική ροή, ελαφρά προκαθορισμένη. Πολλές φορές και τα απρόοπτα έμοιαζαν να είναι ένα απλό ντε ζα βου, οπότε και αυτά δεν επηρέαζαν αισθητά την καθημερινότητα μας. Βέβαια υπάρχει μια σημαντική διαφορά.
Δε ζούσαμε μια βαρετή, τετριμμένη ρουτίνα, καταδικασμένη να προσφέρει ελάχιστες συγκινήσεις. Την αγαπούσαμε τη ρουτίνα μας. Ο ένας την έκανε πιο όμορφη για τον άλλον. Προσπαθούσαμε να της δώσουμε τη πιο γλυκιά, τη πιο γοητευτική γεύση που μπορούσαμε. Και έτσι θα συνεχίσουμε να κάνουμε εννοείται, με την ίδια όρεξη, με την ίδια έμμετρη αλαζονεία. Και στ’αρχίδια μας αν διακόπτουμε προβολή στο κινηματογράφο για να ψάξουμε ένα κινητό που βρίσκεται κανονικά στη θέση του ή αν περιφρονούμε κατάμουτρα τους περιβόητους γαμιάδες της κοινωνίας, φλερτάροντας έντονα με ομαδικό ξυλοκόπημα.
Τέλος πάντων τώρα, πρέπει να σταματήσω να κοιτάω συνέχεια παλιές φωτογραφίες στο κινητό και να βρω τίποτα άλλο να περάσω την ώρα μέσα στο σπίτι. Ίσως καλύτερα να αρχίσω να διαβάζω ξανά Χεμινγουει γιατί την τελευταία φορά έκανα θλιβερή ανάλυση του έργου του.