“Μαμά, δε μου αρέσει η παρέα σας”
Οι γονείς σου είναι στα 60, κι εσύ σε ηλικία απογαλακτισμού. Δεν είσαι το παιδί της μαμάς, είσαι ένας κουρασμένος ενήλικας που προσπαθεί να καταλάβει τι του συμβαίνει.
Λέξεις: Σκλαβουνάκης Γιώργος
Ξυπνάς στο πατρικό. Είσαι 22. Πριν μια βδομάδα μετακόμισες από τη μεγαλούπολη όπου φοιτούσες. Όλα έχουν κλείσει. Η μαμά κι ο μπαμπάς έχουν ξανά το παιδί τους σπίτι. Δεν είσαι, όμως, παιδί. Κι ό,τι θυμάσαι από εκείνους έχει ξεθωριάσει.
Όλοι έχουμε βρεθεί εκεί. Αλλά, πιο πριν ξέραμε ότι αυτό είχε κοντινή ημερομηνία λήξης. Τώρα τα lockdowns παίρνουν συνεχώς παρατάσεις και οι αντοχές τεστάρονται. Οι γονείς σου είναι στα 60, κι εσύ σε ηλικία απογαλακτισμού. Δεν είσαι το παιδί της μαμάς, είσαι ένας κουρασμένος ενήλικας που προσπαθεί να καταλάβει τι του συμβαίνει.
Κι εκεί που έχεις συνηθίσει να ορίζεις μόνος του το πρόγραμμά σου, τις ώρες ύπνου, αυτούς που θα φέρεις σπίτι, έρχεται το μεγάλο ταρακούνημα.
“Δεν είμαστε τόσο δεμένη οικογένεια για να πω ότι μπαίνει ο ένας στη θέση του άλλου”
Η Ι. (21) ζει στο πατρικό της σπίτι στη Θεσσαλονίκη με τους γονείς της. Μοναχοπαίδι, χρησιμοποιούσε το πανεπιστήμιο ως αφορμή για να αποφεύγει τις πολλές επαφές μαζί τους.
«Έχω σβήσει την πρώτη καραντίνα. Ένιωθα σαν παιδί που βρισκόταν πάλι στην τρίτη λυκείου, διάβαζε και είχε μόνο τυπικές σχέσεις με τους γονείς του. Δε μού άρεσε. Τη δεύτερη φορά ήταν δύσκολα. Δεν είναι εύκολο να είσαι ενήλικας και να μένεις με τους γονείς σου, ειδικά σε μια καραντίνα. Ούτε θέλεις να βλέπεις τον μπαμπά σου, ούτε τη μαμά σου, ούτε κανέναν. Αυτό που ενοχλεί εμένα είναι ότι δεν έχω την ιδιωτικότητα που θέλω. Αισθάνομαι ότι επειδή οι άλλοι δεν έχουν τι να κάνουν, ασχολούνται μαζί μου.
Το γεγονός ότι είχα πολλή δουλειά στη δεύτερη καραντίνα με έκανε να μην περάσω τόσο χρόνο με τους γονείς μου όσο στην πρώτη, οπότε και είχαμε μαλώσει περισσότερο. Υπήρχαν και χοντρά περιστατικά, απλά, δεν ήταν σε μορφή τσακωμού. Δεν είμαστε τόσο δεμένη οικογένεια για να πω ότι μπαίνει ο ένας στη θέση του άλλου.
Κάνω υπομονή. Και δεν είναι εύκολο. Δεν είμαι κι ο πιο ήρεμος χαρακτήρας. Αλλά κάνω επειδή ξέρω ότι όλο αυτό φτάνει στο τέρμα του. 21 χρόνια πέρασα με αυτούς τους ανθρώπους».
“ Δεν είναι ότι δε με σέβονται, είναι ότι δεν έχουν τη νοοτροπία ότι κάποιος σπουδάζει στο σπίτι”
Η Κ. (23) αρχικά έμεινε στο φοιτητικό της σπίτι, στη Θεσσαλονίκη. Όταν αναγκάστηκε να γυρίσει στο πατρικό της, στην Καστοριά, δε χάρηκε ιδιαίτερα.
«Ήθελα να βρω δουλειά, αλλά, λόγω κορωναϊού δεν μπόρεσα. Στην καραντίνα πέρασα όμορφα, αλλά, μετά από ένα σημείο άρχισε να με κουράζει. Ψάχνοντας για μια αίτηση Erasmus, συνειδητοποίησα ότι παλαιότερα επέστρεφα για διακοπές, οπότε, δε συγχυζόμουν. Τώρα, όμως, ήταν αλλιώς.
Η μαμά μου είναι μόνιμα στο σπίτι στο χωριό από όταν πέθανε ο παππούς μου για να προσέχει τη γιαγιά και το θείο μου, που είναι ΑμΕΑ. Στο πάνω διαμέρισμα μένει κι η θεία μου με τα παιδιά της. Αυτά κατέβαιναν κάτω γιατί δεν είχαν σχολείο, όλο θα ερχόταν και κάποιος από το σόι να με δει, οπότε δεν είχα ποτέ την ησυχία μου. Εκνευριζόμουν κι ήθελα να φύγω.
Ο πατέρας μου δεν καταλάβαινε τι είναι το Erasmus. Γενικά αρπάζεται αμέσως και πρέπει να του τα φέρνουμε με το γάντι. Με τη μητέρα μου έχουμε βρει τα κουμπιά μας και συζητάμε ήρεμα. Με βλέπει πιο ενήλικη. Κι εγώ έχω αλλάξει. Δεν είμαι η έφηβη επαναστάτρια. Κάποιοι συγγενείς, βέβαια, θεωρούν ότι όταν είσαι εκεί, πρέπει να κάνεις δουλειές του σπιτιού.
Για να κάνω την προεργασία του Erasmus, όμως, χρειαζόμουν ελεύθερο χρόνο. Κάποια στιγμή ήθελα να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη για λίγο, να κάνω τα πράγματα όπως θέλω. Δεν είναι ότι δε με σέβονται, είναι ότι δεν έχουν τη νοοτροπία ότι κάποιος σπουδάζει στο σπίτι. Οπότε, δεν ήταν ευχάριστο, αλλά, δεν μπορώ να το ρίξω απαραίτητα σε αυτούς».
*Ο Σκλαβουνάκης Γιώργος είναι προπτυχιακός φοιτητής τμήματος δημοσιογραφίας & Μ.Μ.Ε., Α.Π.Θ.