Μαρία Καρυστιανού: Όταν η προσωπική οδύνη μεταμορφώνεται σε κοινωνική ευθύνη

Μια γυναίκα που μετατρέπει το πένθος της σε κοινό λόγο ελευθερίας, είναι ό,τι πιο επικίνδυνο υπάρχει: ΔΕΝ ΧΕΙΡΑΓΩΓΕΙΤΑΙ

Parallaxi
μαρία-καρυστιανού-όταν-η-προσωπική-οδ-1286057
Parallaxi

Λέξεις: Αντώνης Ανδρουλιδάκης

Στην ψυχολογία, η απώλεια ενός παιδιού θεωρείται η μέγιστη υπαρξιακή ρήξη. Δεν είναι μόνο απώλεια αγάπης, είναι απώλεια σκοπού, γιατί το παιδί είναι προέκταση του νοήματος της ζωής του γονιού.

Ο ψυχισμός, μπροστά σε αυτό το κενό, στέκεται σε μια διασταύρωση της αβύσσου: είτε βυθίζεται στο πένθος, είτε μεταστοιχειώνει το τραύμα σε νόημα.

Η Μαρία Καρυστιανού έκανε ακριβώς αυτό που οι ψυχαναλυτές θα ονόμαζαν μετουσίωση του τραύματος:

πήρε την πιο ιδιωτική και την πιο άφατη απώλεια και την μετέτρεψε σε συλλογικό κάλεσμα ζωής.

Εκεί που θα μπορούσε να σωπάσει, άρχισε να μιλά.

Κι εκεί που ο πόνος συνήθως χωρίζει, εκείνη βρήκε τρόπο να ενώσει. Να μετατρέψει την απώλεια του «προσωπικού σκοπού» σε σκοπό κοινό, σε αγώνα για δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, συνείδηση.

Με όρους υπαρξιακής ψυχολογίας, αυτό που συνέβη είναι μια μετατόπιση από το “εγώ και το παιδί μου” στο “εμείς και τα παιδιά μας”.

Η προσωπική οδύνη μεταμορφώνεται έτσι σε κοινωνική ευθύνη.· Το εγωτικό ερώτημα «γιατί συνέβη σε μένα» γίνεται αίτημα «να μην ξανασυμβεί σε κανένα».

Και αυτή η μετάβαση είναι ίσως η πιο σπάνια μορφή ηθικής ανθεκτικότητας. Εκεί, ακριβώς, όπου το Τραύμα δεν καταστρέφει το νόημα, αλλά το αναγεννά.

Ζούμε σ’ έναν κόσμο που τείνει να καταναλώνει τα πρόσωπα και να αποστειρώνει τα βιώματα. Κάθε αληθινή εμπειρία κινδυνεύει να γίνει «περιεχόμενο/content».

Ζούμε σε μια εποχή όπου το δράμα μετατρέπεται σε θέαμα, η μαρτυρία σε αφήγηση, και η ανθρώπινη πληγή σε υλικό για δημόσια κατανάλωση.

Τα μέσα -παραδοσιακά και ψηφιακά- έχουν μάθει να απορροφούν τις φωνές, να τις ξεγυμνώνουν από το βίωμα και να τις επανακυκλοφορούν ως προϊόντα: «συγκίνηση», «αντίδραση», «viral».

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, ο αυθεντικός πόνος -αυτός που δεν “παίζεται” αλλά βιώνεται- προκαλεί αμηχανία, γιατί δεν ελέγχεται, δεν χωράει σε αφήγημα, δεν πουλιέται εύκολα. Το βίωμα αντιστέκεται πεισματικά στο content.

Η Μαρία Καρυστιανού στάθηκε απέναντι σ’ αυτό το ρεύμα.

Δεν εμπορεύτηκε την πληγή της. Τη φύλαξε, τη δούλεψε, και την έκανε λέξη δημόσια με ήθος.

Και είναι ακριβώς αυτή η μετατροπή της εμπειρίας σε πράξη -όχι σε θέαμα- που την καθιστά άξια σεβασμού και προστασίας.

Γιατί ο λόγος της δεν «πουλιέται», συγκινεί επειδή κουβαλά αλήθεια, και η αλήθεια, σε εποχές προσομοιώσεων, είναι πολιτική πράξη.

Και αυτό αποσταθεροποιεί ένα ολόκληρο οικοσύστημα «δημοσιότητας» που τρέφεται από το επιφανειακό, το υπολογισμένο, το εύπεπτο.

Εκεί όπου οι περισσότεροι διαχειρίζονται εντυπώσεις, εκείνη εκφέρει νόημα – κι αυτό αρκεί για να φαντάζει επικίνδυνη.

Ο κόσμος των media και των πολιτικών μηχανισμών δεν αντέχει τις φωνές που δεν εντάσσονται.

Δεν ξέρει πώς να τις χειριστεί, γι’ αυτό επιχειρεί να τις απορροφήσει ή να τις απονευρώσει.

Να τις περιβάλει με «θαυμασμό», να τις πνίξει με προσκλήσεις, να τις μεταφράσει στα μέτρα του, να τις κάνει “σαν τα μούτρα του”.

Γιατί μια γυναίκα που μετατρέπει το πένθος της σε κοινό λόγο ελευθερίας, είναι ό,τι πιο επικίνδυνο υπάρχει:

ΔΕΝ ΧΕΙΡΑΓΩΓΕΙΤΑΙ .

*Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι ψυχολογός

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα