Ματαιώσεις, απομάγευση, καχυποψία
Όσο απατηλή κι αν μοιάζει σήμερα η επίκληση υψηλών ιδεωδών, τόσο στους μελετητές όσο και στο ευρύτερο κοινό, εξακολουθεί να επιμένει και να πείθει πολλούς—τουλάχιστον όσους μοιράζονται ανάλογα οράματα περί ανθρωπότητας
«Αν κάτι μπορούμε να διδαχθούμε από την άσκηση της πολιτικής τουλάχιστον από τις απαρχές του εικοστού αιώνα κι έπειτα, αυτό αφορά λιγότερο μια αλλαγή στις διεργασίες των διακρατικών σχέσεων ή του παγκόσμιου κεφαλαίου παρά μια αξιοσημείωτη μετατόπιση στο εύρος και στην εμβέλεια της κριτικής μας στάσης απέναντι σε αυτήν τη μηχανική.
Ο επιταχυνόμενος ρυθμός της τεχνολογικής εξέλιξης, σε συνδυασμό με κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, έχουν επηρεάσει σοβαρά την παγκόσμια πρόσβαση στην πληροφορία και την ταχύτητα διάδοσής της, ενόσω επιμένουν οι ανισότητες και τα προβλήματα που συνδέονται με αυτήν τη διαδικασία.
Αθετημένες υποσχέσεις, αξίες που άλλοτε ενέπνεαν και κινητοποιούσαν κι έχουν σήμερα απαξιωθεί, υπερχειλίζων ιδεαλισμός που κατέληξε σε πικρή ματαίωση, μεγαλόστομες διακηρύξεις καθολικότητας που ουδέποτε υπήρξαν απαλλαγμένες από αποκλεισμούς, φίμωση και υποταγή· οι πιο δίκαιες διεκδικήσεις να επιστρατεύονται συστηματικά και σχεδόν αυτονόητα για να νομιμοποιήσουν τις πιο βίαιες επιδιώξεις—όλα αυτά και ακόμη περισσότερα ορίζουν μια εποχή καχυποψίας και πολιτικής απομάγευσης.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά το Κόσοβο και είκοσι χρόνια μετά την εισβολή στο Ιράκ υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, φαίνεται πως έχει απομείνει ελάχιστος, αν όχι καθόλου, χώρος για αφελείς στοχασμούς. Οι πλέον πρόσφατες συζητήσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ιδίως με αφορμή τις ανθρωπιστικές κρίσεις στη Γάζα και στο Σουδάν, φαίνεται ήδη να έχουν καταστήσει κάθε συζήτηση γύρω από την ανθρωπότητα και το ανθρωπιστικό κενή νοήματος, περιττή, καθώς η λογική των δύο μέτρων και δύο σταθμών και η υποκρισία έχουν παγιωθεί ως μια ξεδιάντροπη κανονικότητα. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι οι πρόσφατες πολιτικές αντιδράσεις και τα εκλογικά αποτελέσματα στη Δύση δείχνουν πως, πέρα από τον κυνισμό και την αδιαφορία, η κόπωση απέναντι στην υποκρισία και την επιλεκτική επιβολή κανόνων αρχίζει πλέον να επιβραβεύει όσους ξεκάθαρα κι ευέλικτα εδραιώνουν τις δικές τους ιδιοτελείς «αλήθειες.»
Κι όμως, όσο απατηλή κι αν μοιάζει σήμερα η επίκληση υψηλών ιδεωδών, τόσο στους μελετητές όσο και στο ευρύτερο κοινό, εξακολουθεί να επιμένει και να πείθει πολλούς—τουλάχιστον όσους μοιράζονται ανάλογα οράματα περί ανθρωπότητας. Ίσως οι περίφημοι στίχοι του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ παραμένουν επίκαιροι όχι μόνον επειδή η μηχανική της ηγεμονίας, του πολιτισμού και της ανθρωπότητας παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη, αν και μετασχηματισμένη, αλλά και επειδή οι ιεραπόστολοι εξακολουθούν να πιστεύουν στο εκπολιτιστικό και στο ανθρώπινο βάρος της αποστολής τους. Η επιβεβαίωση αυτής της πεποίθησης αποκαλύπτει μια πολιτική εμπειρία εφιαλτικότερη κι από εκείνη που έχει ήδη εκτεθεί στις υποκρισίες και στα ψεύδη.
Η ειρωνεία είναι μάλλον ήδη προφανής: η ερμηνευτική της αφέλειας που προτείνεται εδώ εξετάζει την «οπτική» των επεμβαινόντων [της Δύσης] (Geertz 1974) με μια ερμηνευτική φροντίδα παρόμοια με εκείνη που κάποτε οι ίδιοι επέδειξαν για να κατανοήσουν την οπτική των ιθαγενών. Αυτή η ερμηνευτική μετατόπιση της έμφασης προς τον πολιτισμό (ή τους πολιτισμούς) των επεμβαινόντων δεν αναζητά ελαφρυντικά ή απολογίες. Το διακύβευμα είναι σημαντικότερο. Η παγκόσμια διάχυση του κυνισμού και η εκφυλιστική αναγωγή της κριτικής σε a priori απόρριψη ή αποκάλυψη ψεμάτων απειλούν να θέσουν τέλος όχι μόνο στην κατανόηση αλλά, κυρίως, στην ίδια τη δυνατότητα αλλαγής. Η επιστροφή στις υψηλές διακηρύξεις με έναν μετακριτικό τρόπο μας επιτρέπει να προχωρήσουμε σε ένα πιο δημιουργικό επίπεδο κριτικής. Μετατοπίζει την έμφαση από τα δυσδιάκριτα κίνητρα των δρώντων προς όλες εκείνες τις πρακτικές λόγου που διαμορφώνουν το ευρύτερο πολιτικό αντιληπτικό πλαίσιο, εντός του οποίου οι πράξεις τους αποκτούν εξαρχής νόημα.
Υπάρχει μια σημαντική κριτική απόσταση ανάμεσα στο να αμφισβητεί κανείς, αφενός, την ειλικρίνεια του ανθρωπιστικού ισχυρισμού και, αφετέρου, το ίδιο το περιεχόμενο του επικληθέντος «ανθρωπιστικού» και των συγκεκριμένων πράξεων που υλοποιούν αυτό το περιεχόμενο. Η ερμηνεία των συμβολικών μορφών που αναπαριστούν αυτήν την ανθρωπιστική προδιάθεση—εννοημένων στην πιο αυθεντική και ειλικρινή τους άρθρωση—συνιστά ένα κρίσιμο βήμα που καθίσταται εφικτό μέσω της ερμηνευτικής της αφέλειας. Αυτό το κριτικό βήμα που η πρακτική της καχυποψίας είχε ως τώρα αποκλείσει από την κριτική είναι ζωτικής σημασίας, αν θέλουμε να αναλογιστούμε σοβαρά την προοπτική πολιτικής αλλαγής.»
*Ο Δημήτρης Ακριβούλης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Πολιτικών Σχέσεων στα Βαλκάνια
**Μεταφρασμένο απόσπασμα από τον επίλογο του βιβλίου, Dimitrios E. Akrivoulis (2025) Humanitarian Intervention and the Hermeneutics of Suspicion and Naïveté: Beyond Suspicion, 174-75 (London and New York: Routledge, Interventions series).