Με ένδυμα καλοκαιρινό
του Γιάννη Τσολακίδη Eικόνα: Μια μέρα με άνεμο: πίνακας του 1910, του Ιρλανδού ζωγράφου John Lavery (1856-1941). Συνήθως το καλοκαίρι συνυφαίνεται με ιστορίες απόδρασης. Ακόμη και στους μνημονιακούς καιρούς μας , όπου η σχέση με ένα Σαββατοκύριακο ήλιου, θάλασσας κι αρμύρας μοιάζει παρανομία, ενοχή ή απολογία, η ψυχή λαχταράει αυτή την απόδραση. Να κυνηγήσει ένα […]
του Γιάννη Τσολακίδη Eικόνα: Μια μέρα με άνεμο: πίνακας του 1910, του Ιρλανδού ζωγράφου John Lavery (1856-1941).
Συνήθως το καλοκαίρι συνυφαίνεται με ιστορίες απόδρασης. Ακόμη και στους μνημονιακούς καιρούς μας , όπου η σχέση με ένα Σαββατοκύριακο ήλιου, θάλασσας κι αρμύρας μοιάζει παρανομία, ενοχή ή απολογία, η ψυχή λαχταράει αυτή την απόδραση. Να κυνηγήσει ένα μαντίλι που το πήρε αίφνης η αύρα του «πρωιού», ένα καπέλο που χάθηκε στο απογευματινό μελτέμι.
Στο βασίλειο του θέρους η σημαντικότερη επιβάρυνση είναι η παραμονή στην πόλη. Αυτή την πόλη που σε καταδιώκει διακριτικά κι αμείλικτα. Στην πηχτή, αφόρητη ζέστη κι ας καμώνεται ένα αεράκι της που περισσότερο με λάβα μοιάζει. Ιδρωμένα κορμιά, ιδρωμένες καρέκλες, ιδρωμένα πληκτρολόγια, ιδρωμένες σκέψεις…
Στο βασίλειο του θέρους, τίποτε δεν αξίζει όσο το ταξίδι με ένα καράβι. Εγκαταλείπεσαι προσκυνητής στη σοφή γαλάζια απλωσιά, στην αρμονική διαδοχή των κυμάτων. Με τα γλαρόνια να εκτελούν χρέη υποδοχής στα λιμάνια και τα δελφίνια χρέη δωρεάν ακροβάτη μεσοπέλαγα.
Κι ήταν βαθύ απόγευμα Σαββάτου τότε που τσάκιζα τα τελευταία μου ευρώ σε μπύρες, στρογγυλοκαθισμένος κι εγώ, μαζί με ….αμέτρητους κλασικούς τουρίστες απέναντι από τον βασιλιά ήλιο, στο ακρότατο βορειοδυτικό σημείο της νήσου Σαντορίνης, τη γνωστή από τα πέρατα της γης και ως τις πέτρες Οία.
Αριστερά η Καλντέρα, δεν αντιστέκομαι στις τροχιές του νου που με παρασύρουν σε απίστευτα ταξίδια φαντασίας και βρίσκομαι αχαλιναγώγητος να αναπαριστώ τις εκρήξεις. Νοιώθω τις οιμωγές Μινώων και Θηραίων, βλέπω τα θραύσματα βράχων να εκτινάσσονται στα ύψη, αγκαλιά με ποτάμια λάβας που στερεοποιούνται στον ουρανό και καταπίπτουν επί τις κεφαλές δικαίων και αδίκων, καρυδότσουφλα καράβια καίγονται στο λεπτό κι όπως κατακερματίζεται η ωραία νήσος Στρογγύλη, ζω την καταστροφή του – πιθανόν 1500 π.Χ. – με ένα στριφτό στο ένα χέρι κι ένα στρουμπουλό ποτήρι στο άλλο, αραχτός στο πιο όμορφο μέρος του πλανήτη, που λέγεται Οία Σαντορίνης. ……………………………………………………………………………………………………………………………….. …Στεκόταν λίγο παραπέρα χωρίς να φωτογραφίζει. Ανάμεσα σε εκατοντάδες ηλεκτροκίνητους γιαπωνέζους, βαθυκόκκινους «μπαρμπουνί» βησιγοτθοσάξονες, βαρελόφρονες σλαβορώσους, μ’ όλες τις φαινομενικά διαφορές τους, μια και μοναδική φυλή που βλέπει πια μονάχα μέσα από κάμερες και κινητά. Έστεκε ίσια, σχεδόν ακίνητη, μέσα σε ένα διαρκώς κινούμενο και θορυβώδες πλήθος.
Μαζί είχαμε πάρει το λεωφορείο Φηρά- Οία. Μαγνητίστηκα εξ αρχής. Ήταν λεπτή, απόμακρη, όχι ιδιαίτερα ψηλή, δεν βρήκα το βλέμμα της, ήταν πάντα αλλού, ήταν τα μαλλιά στο χρώμα του απογευματινού ήλιου. Φορούσε λευκό λινό ταγιέρ και σανδάλια απαράμιλλου κάλλους για να ταιριάζουν ακριβώς με τα ολόισια, ελαφρώς μαυρισμένα πόδια της, δεν τα είδα ολόκληρα, από τις αρμονικές γάμπες υπέθεσα. Δεν είχε καμιά σχέση με ό,τι βιαστικό και λέτσικο συνήθως φοριέται στα τουριστικά μας. Φορούσε στα μαλλιά- μακριά σπαστά ξανθά ελαφρώς, όπως σου είπα, μαλλιά- χτενάκια μικρά, καρφωμένα εδώ κι εκεί με εξαιρετική αγωγή κι αισθητική. Ως ευγενής αλλοτινή του κόσμου εκείνου του αρχαίου, που βγήκε να ξαναδεί το ηλιοβασίλεμα του χαμένου χρόνου.
Με ένδυμα εξόχως τιμητικό, καλοκαιρινό.