Με καρδιά ό,τι κάνεις
Βρίσκομαι σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, σκυφτός και καθισμένος σε μια καρέκλα. Στο κρεβάτι κοιμάται γαλήνια η μικρή μου κόρη, η Φανούλα μου. Μακάρι να ήξερα τι βλέπει στον ύπνο της αλλά δεν μπορώ. Θα ‘θελα να μου ‘λεγε τι κατάλαβε από την περιπέτειά της αλλά κι αυτό δεν θα μου το πει ποτέ γιατί, απλά, […]
Βρίσκομαι σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, σκυφτός και καθισμένος σε μια καρέκλα. Στο κρεβάτι κοιμάται γαλήνια η μικρή μου κόρη, η Φανούλα μου. Μακάρι να ήξερα τι βλέπει στον ύπνο της αλλά δεν μπορώ. Θα ‘θελα να μου ‘λεγε τι κατάλαβε από την περιπέτειά της αλλά κι αυτό δεν θα μου το πει ποτέ γιατί, απλά, είναι 20 μηνών πλασματάκι κι όλα στο μυαλό της είναι «αλλιώς» ή καλύτερα: τώρα δημιουργούνται… Η ησυχία στο χώρο είναι βάναυση και φέρνει στο μυαλό μου ήχους σκληρούς. Βουίζουν τα πάντα και κάνουν την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Ακούω την ανάσα της μικρής. Πλησιάζω και σηκώνω το πιτζαμάκι της. Στο ύψος του στέρνου έχει μια τομή και λίγο πιο δεξιά το δέρμα ανασηκώνεται σε κάθε αναπνοή. Πλησιάζω κι άλλο και νιώθω ανακουφισμένος που παρακολουθώ την επαναλαμβανόμενη κίνηση της καρδιάς της. Από τη μέρα που η μητέρα της την έφερε στον κόσμο, είχα ευχηθεί να έχει πολλά στη ζωή της: Τύχη, γνώσεις, φίλους, αγάπη… Ξέχασα τότε να ζητήσω να έχει καρδιά… Όχι με την μεταφορική έννοια του όρου. «Καρδιά», «συναίσθημα», «ψυχή», έχω χρεωθεί εγώ ο ίδιος να την βοηθήσω ν’ αποκτήσει αλλά αυτά θέλουν υπομονή και χρόνο. Την κυριολεκτική καρδιά είχα ξεχάσει να ευχηθώ να έχει. Ίσως γιατί νόμιζα πως είναι αυτονόητο ότι θα την έχει… Όλα ξεκίνησαν το περασμένο καλοκαίρι, δηλαδή επτά μήνες νωρίτερα. Η παιδίατρος άκουγε για καιρό ένα φύσημα και μας έστειλε στον παιδοκαρδιολόγο. Το ντόπλερ ήταν αμείλικτο: Μεταξύ των δύο κόλπων της καρδιάς υπήρχε ένα κενό, μια τρύπα, ένα έλλειμμα το οποίο ξεπερνούσε τα 20 χιλιοστά κι έπρεπε να κλείσει. Δύο τρόποι υπήρχαν. Να μπει μια ομπρέλα σε μικροεπέμβαση χωρίς «μαχαίρι» ή να γίνει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς για μονιμότερη λύση. Επιχειρήσαμε το πρώτο χωρίς αποτέλεσμα και φτάσαμε στο Ωνάσειο για το δεύτερο, ευτυχώς με αίσιο τέλος. Η Φανή είναι καλά, το κενό στους κόλπους έκλεισε με δικό της ιστό από το περικάρδιο και τώρα περιμένουμε να επιστρέψει στο σπίτι της, στα παιχνίδια της, στον «κόσμο της». Υπάρχει μια παροιμία που λέει πως «αν μια μέρα δε νιώθεις καλά, κάνε μια βόλτα σ’ ένα νοσοκομείο και θα γίνεις». Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ιστορίες κουβαλούν οι άνθρωποι που νοσηλεύονται σε μια παιδοκαρδιολογική κλινική. Ψυχούλες νεογέννητες περιμένουν μια επέμβαση γιατί ήρθαν στον κόσμο με στένωση αορτής. Γονείς απελπισμένοι αναζητούν μια καλή είδηση για ένα μόσχευμα και παππούδες χαμένοι στο διάστημα παρατούν κάθε πιθανή ανθρώπινη δράση και προσεύχονται στον Θεό που πιστεύουν για ένα θαύμα. Συνήθως το θαύμα συμβαίνει και τα παιδιά σώζονται. Η κλινική είναι εκπληκτική και οι γιατροί, παρά τις κόντρες και τα οικονομικά προβλήματα, κάνουν σπουδαία δουλειά που, αν την αναλογιστείς, λες, «δεν μπορεί, κάποιο Θεϊκό πνεύμα δίνει τέτοια φώτιση και πετυχαίνουν τόσο σημαντικές επεμβάσεις».
Στο δωμάτιο η ησυχία γίνεται μαρτυρική. Το κοριτσάκι από το διπλανό κρεβάτι πήρε εξιτήριο και είμαστε μόνοι. Κλείσαμε τις κουρτίνες και σκοτείνιασε. Ακούω μόνον τις ανάσες της Φανής και της Αλίκης. Νιώθω τόσο τυχερός που είμαστε όλοι καλά που σπεύδω να αυτοδεσμευτώ για το «αύριο» της καθημερινότητας στη Θεσσαλονίκη. Ναι, μην σας φαίνεται παράξενο. Πάντα μετά από μεγάλες περιπέτειες με αίσιο τέλος προσπαθώ να αυτοδεσμεύομαι. Να υπόσχομαι πολλά στον εαυτό μου, μπας και πραγματοποιήσω μερικά από όσα πω. Ξέρετε, είμαι κι εγώ ένα απ’ αυτά τα ανθρώπινα πλάσματα που λέω και ξελέω. Που ταρακουνιέμαι και συγκλονίζομαι με… ημερομηνία λήξης. Που βλέπω την αλήθεια κατάματα, αντιλαμβάνομαι το λάθος μου και… το ξανακάνω. Είμαι απ’ αυτούς που γηράσκω διδασκόμενος αλλά… ξεχνάω τι διδάχτηκα. Κι επειδή τον τελευταίο καιρό ακόμη και ο εαυτός μου ξεχνά τι του λέω (ή απλά συνθηκολόγησε μαζί μου και δεν αντιδρά), πήρα το πληκτρολόγιο κι άρχισα να τα καταγράφω ενώπιον μπλογκ και ανθρώπων. Και τις αφιερώνω τις δεσμεύσεις μου αυτές στον φίλο μου τον Γιώργο Τούλα που… ξέρει από αυτονόητα που μόνον αυτονόητα δεν είναι κι από καρδιές που θέλει αγώνα για να τις κάνεις να χτυπούν όπως πρέπει. Άλλωστε, δεν πέρασαν παρά μόνον 20 μήνες από το βράδυ που η είδηση της γέννησης της Φανούλας με ώθησε να γράψω εδώ στην Παράλλαξη ένα κείμενο με «αυτοδεσμεύσεις» οι οποίες μάλλον έμειναν μισές. Από την Τετάρτη λοιπόν, που επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη, σκοπεύω να μην στεναχωρηθώ ποτέ ξανά για κάποιον κακό λόγο που θα μου πούνε. Όποιος κι αν μου τον πει, φανερά ή από πίσω μου, στο χέρι μου είναι να τον κάνω να με γνωρίσει και να καταλάβει το λάθος του. Άσε που τον τελευταίο καιρό έχω αρχίσει να πιστεύω πως οι περισσότεροι δεν τα εννοούμε όλα όσα καταλογίζουμε στους άλλους. Περισσότερο για εκτόνωση το κάνουμε. Σκέφτομαι επίσης να σταματήσω να απαιτώ από τους άλλους, ειδικά αν πρόκειται για δικούς μου ανθρώπους. Αν μπορούσαν θα μου έδιναν όσα τους ζητάω αλλιώς… ίσως πρέπει να αναθεωρήσω το κατά πόσο είναι «δικοί μου» άνθρωποι. Θέλω ακόμα να μπορέσω να πλησιάσω με έναν άλλο τρόπο τα παιδιά μου. Να αλλάξω αυτό το εξουσιαστικό – διδακτικό μου ύφος και να μπω για λίγο στο μυαλό τους, στην ψυχοσύνθεσή τους. Θέλω και λίγο χρόνο για τον εαυτό μου από δω και πέρα. Να διαβάσω, να κάνω μια βόλτα, να βρεθώ με τον άνθρωπό μου σε ένα ωραίο μέρος και να μην με νοιάζει ποιον θα φιλοξενήσουμε στην εκπομπή και ποιες κληρώσεις θα κάνουμε για τους ακροατές. Θέλω λίγο να… περάσω καλά. Αν ο άνθρωπος δε νιώσει πλήρης και γεμάτος δεν είναι δίκαιος και δεν μπορεί να προσφέρει πράγματα στους άλλους. «Να δίνουμε πράγματα στους άλλους… » Αυτό ακόμη δεν το έχω πετύχει αρκετά, παρ’ ότι υπήρξε αρκετές φορές το «τάμα» μου για πράγματα που ζήτησα και η ζωή μου τα έδωσε απλόχερα. Λέω λοιπόν σιγά – σιγά να το αλλάξω. Να δίνω κι από αυτά που δεν μου περισσεύουν. Ευκαιρίες, χρόνο, συναισθήματα, αντικείμενα, χρήματα. Η περιπέτεια της Φανούλας, μου δίδαξε (ή μάλλον, μου ξαναθύμισε) ότι τίποτα δεν μας ανήκει. Με συμβούλεψε να νιώθουμε και τυχεροί αν κάποια στιγμή περάσει κάτι κι από το χέρι μας κι έπειτα να το χαρίζουμε παρακάτω για να συνεχίσει την πορεία του. Και μη νομίζετε ότι θα το κάνω για να το δει κάποιος από ψηλά και να με επιβραβεύσει με τύχη και καλή υγεία. Η Φανούλα μου θέλω να το δει και τα υπόλοιπα δύο μου παιδιά για να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι. Γιατί εμείς, μορφή και σχήμα δώσαμε στην καρδιά μας. Λίγα πράγματα μπορούν πλέον να αλλάξουν. Τα μικρά παιδιά, όμως, δικαιούνται ένα καλύτερο παράδειγμα. Όχι έναν καλύτερο κόσμο. Απλά έναν καλύτερο δρόμο και κάποιες πολυτιμότερες παραστάσεις για να καταφέρουν να φτιάξουν μόνοι τους τον κόσμο. Όπως ο μικρός Αλβανός που με χαιρετά καθημερινά από τον δίπλα θάλαμο και, ενώ έχει πάμφτωχους γονείς, είναι τυχερός γιατί τον λατρεύουν και τρέμουν αν θα πάθει κάτι. Περιμένει ο δόλιος να έρθει η σειρά του. Να του περάσει ένα κρύωμα και να εγχειριστεί. Να του ανοίξουν το θώρακα, να του βγάλουν αυτοί οι άγγελοι με τις άσπρες μπλούζες έξω την καρδιά και με ένα μαγικό τους άγγιγμα να την κάνουν όπως θα έπρεπε να είναι σε κάθε παιδί, αν ο κόσμος ήταν δίκαιος. Μακάρι να μην ξεχάσω το βλέμμα του ποτέ αλλά πολύ φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρω. Θέλω λοιπόν, αν ποτέ με δείτε να ξεφεύγω, να αθετώ τις δεσμεύσεις μου, να γίνομαι άσχημος και αντιπαθητικός, να μου θυμίζετε την περιπέτεια του Ωνασείου. Είναι καμιά δεκαριά παιδιά και η Φανούλα μου μαζί, που θα με επαναφέρουν στην τάξη και μόνο με το χαμένο πριν την επέμβαση βλέμμα τους. Θα μου θυμίζουν πόσο ανίσχυροι είμαστε μπροστά στο μοιραίο και πόσο ανώφελο είναι να διεκδικούμε πράγματα αν δεν σκοπεύουμε να τα μοιραστούμε με τους ανθρώπους. Θα μου θυμίζουν, τέλος, ότι στη ζωή δεν υπάρχουν αυτονόητα. Η κάθε ανεπαίσθητη ανάσα μας θέλει αγώνα για να επαναληφθεί και κουράγια, «καρδιά», «ψυχή», «πνευματική άσκηση» για να έχει νόημα και στόχο.