Η Μεγάλη Εβδομάδα και οι μεγάλοι άνθρωποι
Το μυστήριο της περιφοράς του Επιταφίου ως παιδική μνήμη με τα μάτια της Μαρίας Βλάχου.
Πριν αρκετά χρόνια, τότε που ακόμα μπορούσε ο γονιός να σε σέρνει όπου θέλει – εμένα με έσερνε η γιαγιά μου – χωρίς πολλές ερωτήσεις, βρέθηκα να περνάω τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας στην εκκλησία της γειτονιάς μας.
Λέξεις: Μαρία Βλάχου
Η γιαγιά θεωρούσε πως όποιος δεν τηρεί όλο το πρόγραμμα των Αγίων Ημερών έχει πάρει τον κακό δρόμο. Αργότερα ήμουνα και εγώ μια από αυτούς. Η αγαπημένη μου στιγμή ήταν η περιφορά του Επιταφίου το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής και αυτό παρέμεινε. Μεγαλώνοντας, σταδιακά απαρνήθηκα όλα τα άλλα, αλλά το καθιερωμένο ραντεβού μας για την περιφορά ήταν απαράβατο κάθε χρόνο.
Παλιότερα πρόσεχα την λαμπάδα μου να μην βάλω σε κανέναν φωτιά όπως πρόσεχα πολύ και το κεφάλι μου καθώς αποτελεί μοναδικό προσάναμμα. Τα χρόνια περνούσαν και το ένα χέρι μου άρχισε πλέον να είναι απασχολημένο καθώς κρατούσα αγκαζέ τη γιαγιά και περπατούσαμε μαζί. Καθώς έφευγαν τα χρόνια, απαιτούσε και περισσότερη δύναμη ο ώμος μου, το βάρος για να συγκρατήσω σε όλη την διαδρομή την γιαγιά αυξανόταν. Τα καταφέρναμε μια χαρά πάντως και παρ όλες τις δυσκολίες την ολοκληρώναμε την περιφορά.
Ώσπου μια χρονιά μου ανακοίνωσε ότι δεν θα πάμε στον Επιτάφιο. »Δεν μπορώ», μου είπε. Όσο και να κρατούσαν τα δικά μου χέρια, δεν πίστευε ότι θα ολοκληρώσει την περιφορά. Και αφού δεν το πίστευε, δεν είχε κανένα νόημα να επιμείνω.
Κάθε φορά βέβαια η ίδια ιστορία. Βαβούρα μέσα στα αυτιά μας, το κουτσομπολιό του κομμωτηρίου είχε μεταφερθεί σε όρθια στάση και αποτελούσε και πρόκληση για τους συμμετέχοντες. Κράτα τη λαμπάδα, μίλα ασταμάτητα, έχε το νου σου μην κάψεις και μην καείς, μη τυχόν και χάσεις τον συνομιλητή και κατηφορίζοντας βρεθείς να τα λες σε κάποιον άσχετο ή ακόμα χειρότερα σε κάποιον σχετικό…. Παράλληλα βλέπε και τις γιορτινές βιτρίνες και αν προλάβεις – εδώ σε θέλω – σχολίασε και αυτές. Γιατί όσο θλιβερό και αν είναι, το έβλεπα κάθε χρόνο. Κουβεντούλα γεμάτη μικρότητες, βιτρίνες ανεξαρτήτως εμπορεύματος και οτιδήποτε εκτός από σιωπή και σεβασμό που αρμόζει εν πάση περιπτώσει σε κάθε πεθαμένο.
Έχοντας αποκομίσει μια μικρή εμπειρία έξω και μέσα από τον οίκο του Θεού, νομίζω πως είναι άξιο λόγου το πόσα πράγματα κάνουμε για να κοιμηθούμε καλύτερα το βράδυ. Και κοιμόμαστε. Αλλά πάντα έβλεπα και εκείνους που μόνοι σε μια γωνιά, σε ένα στασίδι, είχαν επαφή μόνο με τον εαυτό τους και με αυτό που συνέβαινε. Δεν σήκωναν το κεφάλι να ψάξουν ποιοι ήρθαν και ποιοι απουσιάζουν, ούτε τι φόρεσαν αυτοί που ήρθαν. Δεν αναζητούσαν παρεούλα και κουβεντούλα.
Δύο φορές πήγα χωρίς να της το πω. Έκατσα κάπου να μη με βλέπει. Πόσο ανακούφιση ένιωσα όταν είδα πως δεν έκανε τίποτα υποκριτικά, ήταν εκεί το πνεύμα και το σώμα της και επικοινωνούσε μόνο με την προσευχή. Χάρηκα εγωιστικά που ένας τέτοιος άνθρωπος με έσερνε μικρή στην εκκλησία. Ας μην πήγαινα όταν δεν μπορούσε να με πιάσει από το χέρι πια, ας διαφωνούσα πλήρως με το εκκλησιαστικό φαίνεσθαι. Πήγαινα όταν είχα την ανάγκη, όταν ήξερα ότι μπορώ να είμαι εκεί και ένα κομμάτι αυτής της πλευράς του εαυτού μου σίγουρα το χρωστάω σε εκείνη.