Μεγάλη Παρασκευή στο Βατοπέδι
Μια Πασχαλιά που κρατά ακόμα τους απόηχους των καφενείων και τα αρώματα της θάλασσας, με νοσταλγία του παρελθόντος και σκέψεις στο σήμερα.
Λέξεις: Μέρκα Πάλλη
Πριν δεκαεννιά χρόνια αγοράσαμε ένα στρέμμα σε ένα χωριουδάκι – το πλέον ατουριστικό της Χαλκιδικής – Από τότε όλες τις Μεγάλες Πέμπτες παίρνουμε το δρόμο για να γιορτάσουμε εκεί τις άγιες μέρες της Ελληνική Πασχαλιάς. Και φέτος τα ίδια. Βέβαια τίποτα πλέον δεν είναι το ίδιο.
Μα έστω κι αν δε περνάν οι αγελάδες μπροστά από την πόρτα μας για να πάνε να βοσκήσουν στο λιβάδι, έστω κι αν η γιαγιά Πιπίνα δεν μας κουβαλά κάθε πρωί το γάλα με το μαστραπά, έστω κι αν ο γωνιακός ο καφενές έχει γκρεμιστεί από τότε που ο Βαρσάμης πέθανε και τώρα θυμάμαι, ότι έχει πέντε χρόνια πούκλεισε και το μονοθέσιο δημοτικό σχολείο κι ακόμα ότι εγκαταλείφθηκε κι η γαλαζωπή εκκλησούλα, μιας και χτίστηκε δίπλα η άλλη με τους κεραμιδιούς τρούλους · έστω κι αν ο Μπαρμπαγιάννης εγκατέλειψε το γαϊδαράκο του στο βουνό όταν παραγέρασε, έστω κι αν ο Ηλίας εγκατέλειψε το κάρο του στην αυλή αφ’ ότου ψόφησε ο Τάσσος, το ψωράλογο.
Αχ, έστω κι αν η Βαγγελίτσα με την θεία Περιζώ και την Μαρίκα δεν κάθονται τ’ απογευματάκι στην πεζούλα έξω από το σπίτι, ναι έστω, έστω, έστω κι αν πουλήθηκαν τα “πρώτα” στη θάλασσα (οικόπεδα), μα και τα “δεύτερα” τα “τρίτα” τα “τέταρτα” και φτάσανε τα σπίτια με το νεοχαλκιδιώτικο στυλ – το στυλ αχταρμάς δηλαδή – μέχρι της παρυφές του αλώβητου, μέχρι προχθές, χωριού μας αλίμονο έστω κι αν τα υπέροχα μονώροφα ή διώροφα προσφυγικά σπιτάκια μεταλλάχτηκαν σε “οικοδομές” (;) με αναμονές σιδερένιες και απειλητικότατες για το μέλλον, με πιλοτές για το τρακτέρ, τον ψεκαστήρα, το αγροτικό φορτηγάκι αλλά και το Άουντι, την Μπε Εμ Βε του γιού, έστω κι αν ο Γιάννης με τον Σίμο και τον Κλήμη και τους υπόλοιπους άρρενες κατοίκους μεταβαίνουν κάθε απόγευμα στο γειτονικό χωριό που διαθέτει καφενείο με Filmnet για να δουν ποδόσφαιρο, αφού όλη η Ελλάς ζει στους ποδοσφαιρικούς ρυθμούς του συνδρομητικού αυτού καναλιού, αλλά ταυτόχρονα απολαμβάνει και τις ούκ ολίγες τσόντες τις μεταμεσονύκτιες ώρες.
Έστω λοιπόν αν όλα τα παρά πάνω έχουν παρεισφρήσει, το χωριό μου κρατά τη μαγεία του. Διότι μπορεί και αφουγκράζεται τους ήχους και τις μυρωδιές της νύχτας: τα τρελαμένα φεγγάρια, τ’αηδόνια στην αμυγδαλιά της Θείας Σοφίας. Διότι κι εγώ μπορώ ν’ακούω τον Κορυδαλλό που κάθε χρόνο την αράζει κανά δύο βδομάδες στα σκίνα απέναντί μας, διότι βλέπω το χορό των χελιδονιών στ’ αστραφτερά σιτοχώρια, διότι άναψε ξανά των πελώριο φούρνο της αυλής η Δέσποινα για τα τσουρέκια τα δικά της και όλης της γειτονιάς. Διότι οι μπαξέδες είναι γεμάτοι με μαρούλια και ανθούς και κρεμμυδάκια.
Και αυτή είναι η Πασχαλιά μου. Η ελληνική, υπέροχη, μοναδική Πασχαλιά μου. Διότι ο Επιτάφιος – άσπρα και κόκκινα γαρύφαλλα μόνο – στολισμένος από τη Νούλα και τη Μαρία πέρασε και φέτος από τη λασπωμένους δρόμους και μπροστά σε κάθε σπίτι το μικρό τραπεζάκι με το θυμιατό και το εικόνισμα τον περίμενε. Κι αυτή είν’ η Πασχαλιά η Ελληνική.
Η μετάβαση από τον επιτάφιο στην Ανάσταση, από τον χειμώνα στην άνοιξη κι εγώ πέρα από όλ’ αυτά τα υπερβατικά και τα θεία, αναρρωτιέμαι πως θάτανε η Πασχαλιά έξω από αυτό τον ευλογημένο τόπο, που την Ανάσταση τη ζώ και τη γεύομαι καθημερινά, παρέα με τα ζουζούνια, τα ρέμπελα σκυλιά στον σκονισμένο δρόμο, τα χωρατά του καφενείου, τις μαβιές βουνοκορφές του Χολομώντα, τ’ αρώματα της θάλασσας, τον απόηχο του πολιτισμού.