Ο Μεγάλος Εγκλεισμός
Ένα κείμενο-«μαρτυρία» σε μια μυθοπλαστική αφήγηση για την εποχή που διανύει τώρα ο Γιάννης Πολυβώτης στην Αγγλία.
Λέξεις: Γιάννης Πολυβώτης
Πέντε Μαρτίου. Πριν δέκα λεπτά γύρισα από το γραφείο και βυθίζομαι στην πολυθρόνα του σαλονιού. Ο Κωνσταντής ‒ο συγκάτοικός μου‒ λείπει, πάντα αργεί τις Πέμπτες να επιστρέψει σπίτι. Από το ψηλό παράθυρο χαζεύω έξω, την ανοιχτωσιά μπροστά από το σταθμό τρένων του Φίνσμπουρι Παρκ. Το θέαμα θυμίζει πίνακες του Λάουρι: βιαστικοί διαβάτες που περπατούν με χαμηλωμένα βλέμματα, προσηλωμένα στους εαυτούς τους. Έξι το απόγευμα, ο ήλιος έχει μόλις δύσει, το φως δίνει τη θέση του σε ένα μουντό λονδρέζικο δειλινό. Διαβάζω τα νέα της ημέρας, ανακοινώθηκε ο πρώτος θάνατος· αναμενόμενο γεγονός λένε όλοι, αναπόφευκτο… Η ώρα περνάει, το σκοτάδι της νύχτας κατακάθεται μέσα μου. Μεταφέρομαι νοερά σε μια ερημική παραλία. Η ανάσα του κύματος με ηρεμεί, κάθομαι σε έναν στρογγυλεμένο βράχο και περιμένω κάποιον ‒ δε θυμάμαι ποιον. Ξαφνικά ένα βουητό τραβά βίαια το νερό της θάλασσας προς τον ορίζοντα. Οι βάρκες ακουμπούν στον πυθμένα γέρνοντας άγαρμπα στο πλάι, τα ψάρια σπαρταρούν κοπαδιαστά εδώ και εκεί… Το έχω ξαναζήσει αυτό; Όχι, έχω διαβάσει για αυτό. Προσπαθώ να θυμηθώ ποιο φυσικό φαινόμενο προκαλεί αιφνίδια άμπωτη… Το μυαλό μου είναι θολό σαν ομίχλη, νιώθω ανήμπορος, παραλυμένος μέσα στην ταραχή μου. Γύρνα ρε Κωνσταντή να με ξυπνήσεις που με πήρε πάλι ο ύπνος στην πολυθρόνα. Γύρνα μπας και πούμε καμιά κουβέντα και ξεχαστώ.
Ήρθε η Τεταρτίτσα, πάει η βδομαδίτσα. Έτσι μου ‘λεγε η γιαγιά μου κάθε Τετάρτη πρωί πριν φύγω για το σχολείο. Καιρό έχω να μιλήσω μαζί της. Θα την πάρω τηλέφωνο αργότερα να δω πώς τα περνάει, θα της πω να προσέχει αυτές τις μέρες, να μην πολυκυκλοφορεί… Κάθομαι στην πολυθρόνα, το σπίτι άδειο. Ο Κωνσταντής πάλι κάπου βολτάρει. Δεν ανησυχεί ιδιαίτερα με την κατάσταση. Εγώ αντιθέτως, είμαι πιο φοβισμένος, επιφυλάσσομαι απέναντι στην κυβερνητική απραξία για χατίρι της αγίας οικονομίας. Οι νυχτερινές μας συζητήσεις καταλήγουν συνήθως σε διαφωνίες, οι διαφωνίες σε δυο μπίρες και ούτω καθεξής. Μετά τη μπίρα πάντα έρχεται ο ήλιος, μου λέει γελώντας στο τέλος. Ξέρω ότι το λέει μόνο και μόνο για να καταπραΰνει τα ανησυχαστικά ένστικτά μου. Υποψιάζομαι, όμως, ότι κι εκείνος καταπιέζει αδιόρατους φόβους, χωρίς να το παραδέχεται· εξάλλου όλοι έτσι δεν επιβιώνουμε; Έντεκα Μάρτη, δύο ακόμα θάνατοι· και μια καινούρια λέξη στο καθημερινό μας λεξιλόγιο: πανδημία.
Δευτέρα σήμερα· η μέρα στο γραφείο κυλάει αργά. Μια υπερένταση διατρέχει το σώμα μου απ’ άκρη σε άκρη. Αντιμετωπίζω τους πάντες ‒συνεπιβάτες στο τρένο, περαστικούς του δρόμου, συναδέλφους ολόγυρά μου‒ σαν αόρατους εχθρούς. Η καχυποψία μου μεταμορφώνεται σε παγωμένο φίδι που σφίγγει αργοκίνητα τη σπονδυλική μου στήλη… Το μάτι μου παρακολουθεί στενά τον ωροδείκτη του ρολογιού που είναι κρεμασμένο στον τοίχο. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, τεσσερισήμισι, πέντε παρά τέταρτο… Επιτέλους! Πέντε η ώρα. Επιστρέφω βιαστικά στο σπίτι. Ξεκλειδώνω ανακουφισμένος την εξώπορτα και τρυπώνω στο υπνοδωμάτιό μου. Ανοίγω το κουτί με τα ληγμένα φάρμακα και ξετρυπώνω το θερμόμετρο ‒ ένα χοντροκομμένο θερμόμετρο υδραργύρου, χρόνια έχω να το δω. Μετά από τρία λεπτά, ενημερώνω τον Κωνσταντή: τριάντα οκτώ και ένα. Με συνοπτικές διαδικασίες τού ανακηρύσσω την επιβολή δεκατετραήμερης καραντίνας λόγω εμφάνισης ύποπτου συμπτώματος… Δεκάξι του μήνα, είκοσι νέοι θάνατοι. Πριν τρεις μέρες ο Μπόρις και οι φίλοι του ανακοίνωσαν το αμφιλεγόμενο σχέδιο ανοσίας της αγέλης… Καταπίνω δυο χάπια παρακεταμόλης και κρύβομαι κάτω από το χοντρό σκέπασμα του κρεβατιού. Δεν βήχω, δεν έχω δύσπνοια, δεν έχω αρρωστήσει σοβαρά ποτέ στη ζωή μου, δεν καπνίζω, δεν έχω υποκείμενα νοσήματα, δεν είμαι ηλικιωμένος: άρα σε τρεις μέρες θα είμαι περδίκι. Επαναλαμβάνω διαρκώς τα ακλόνητα επιχειρήματα μήπως και πείσω τον εαυτό μου να κοιμηθεί… Δεν πιάνει, καλύτερα ας δοκιμάσω να μετρήσω προβατάκια.
Ο Κωνσταντής ‒λόγω της απομόνωσής μου στο υπνοδωμάτιο‒ έχει αναλάβει πλήρως τη φροντίδα που απαιτεί ένας άρρωστος υπό καθεστώς καραντίνας. Τα δωμάτιά μας διαθέτουν, ευτυχώς, δικά τους μπάνια, έτσι οι συναντήσεις μας αφορούν τα απολύτως απαραίτητα. Ένα μικρό τραπεζάκι ακριβώς έξω από την πόρτα του δωματίου λειτουργεί όπως ο ομφάλιος λώρος για το έμβρυο. Πλήττω… Βρίσκω μια χάρτινη μεζούρα του ικέα και μετρώ τις γενικές διαστάσεις του χώρου ‒ο αμνιακός μου σάκος έχει διαστάσεις τρία‒δεκαοκτώ επί τρία‒δεκαοκτώ, ένα τέλειο τετράγωνο‒, καθώς και τις επιμέρους διαστάσεις του παραθύρου, της πόρτας, των επίπλων. Είκοσι μία Μάρτη, πενήντα έξι καινούριοι θάνατοι, πέμπτη μέρα έγκλειστος. Καταγράφω σχολαστικά τη θερμοκρασία μου η οποία ανεβοκατεβαίνει, αναλόγως με τα κέφια της, μεταξύ τριάντα επτά και τριάντα εννιά. Η παρακεταμόλη δρα, αλλά όχι πάντα. Εδώ και δυο μέρες εμφάνισα πονοκέφαλο, πόνους στις αρθρώσεις και ένα δυνατό ξερόβηχα που δε με αφήνει να κοιμηθώ το βράδυ. Μάλλον το κόλλησα, αλλά δε μπορώ να είμαι σίγουρος, το κράτος ελέγχει μονάχα όσους χρήζουν νοσηλείας. Προτάσσω τη λογική: όπως κάθε γρίπη, θα κάνει τον κύκλο της και θα περάσει… Το συνθηματικό χτύπημα του συγκατοίκου με βγάζει από τις σκέψεις μου. Έξω από την πόρτα με περιμένει η πολυθρόνα του σαλονιού, πάνω της ένα χειρόγραφο σημείωμα: ευκαιρία να αλλάξεις παραστάσεις. Ευχαριστώ τον Κωνσταντή με ένα χαρούμενο σφύριγμα και την τραβώ μέσα. Τη στήνω δίπλα στο παράθυρο κι αφήνω το νωθρό σώμα να πέσει πάνω της. Νιώθω ευγνωμοσύνη και μια βαθιά χαρά, μέρες είχα να νιώσω έτσι. Ο καιρός είναι υπέροχος· πολλοί αψηφούν τις κυβερνητικές προτροπές για εγκλεισμό στο σπίτι και, παρασυρμένοι από το τραγούδι των Σειρήνων, λιάζονται μόνοι ή σε παρέες. Ο γάτος του γείτονά μου ‒αγνοώ το όνομά του και τον αποκαλώ Μάρκο, από ένα διήγημα της Ζατέλη‒ μαζεύει ήλιο πάνω στην ξύλινη στέγη μιας μικρής αποθήκης. Χτυπώ το τζάμι από μέσα, προσπαθώ να τραβήξω την προσοχή του, αλλά δε μου δίνει καμιά σημασία. Με το δίκιο του άλλωστε, ποιος θα αποκρινόταν σε έναν τρελό;
Πριν τρεις μέρες η κατάστασή μου επιδεινώθηκε ραγδαία μέσα σε λίγες ώρες. Ο Κωνσταντής πανικοβλήθηκε, κάλεσε μεσονυχτίς το ένα‒ένα‒ένα ‒ την έκτακτη τηλεφωνική γραμμή του Εν‒Έιτς‒Ες. Ως να ξημερώσει είχα κιόλας διακομιστεί με ασθενοφόρο στο γειτονικό νοσοκομείο του Γουίτιγκτον. Θάλαμος εννιά, κρεβάτι τέσσερα. Σύνολο οκτώ κρεβάτια· ο θάλαμος πλήρης, όλοι νοσηλευόμαστε για τον ίδιο λόγο: αδυναμία πρόσληψης οξυγόνου. Το τεστ βγήκε θετικό, προστέθηκα ‒ένα ψηφίο κι εγώ‒ στη μακρά λίστα των κρουσμάτων. Είμαι τυχερός, το κρεβάτι μου βρίσκεται δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του θαλάμου. Ένα κομμάτι ουρανού και η κορυφή ενός δέντρου μού κρατούν συντροφιά. Πρέπει να είμαι στον δεύτερο ή τρίτο όροφο του κτηρίου, δεν είμαι σίγουρος. Δεν έχω κουράγιο να σηκωθώ όρθιος, ξέμεινα από δυνάμεις. Όλες οι βιολογικές λειτουργίες ‒από την αναπνοή μέχρι την ούρηση‒ επιτελούνται εντός των ορίων του κατάλευκου κρεβατιού μου. Οι συγκάτοικοί μου ‒κυρίως ηλικιωμένοι‒ δεν μιλούν, μόνο γνέφουν και βήχουν· πόσο πολύ βήχουν. Όλοι μαζί συνθέτουμε μια κακόηχη χορωδία κουρασμένων βλεμμάτων και ξεραμένων χειλιών. Οι νοσοκόμοι, ζωσμένοι με αυτοσχέδιες μάσκες, σέρνουν τις πλαστικές παντόφλες τους και μας φροντίζουν με μηχανικές κινήσεις, μετρημένες και αψεγάδιαστες. Τα μάτια τους προδίδουν εξάντληση, φόβο και αϋπνία, αλλά οι φωνές τους δεν πτοούνται, εξυψώνουν με γλυκόλογα το ηθικό των αρρώστων… Είκοσι έξι Μαρτίου, εκατόν δεκαπέντε νέοι θάνατοι. Ο αριθμός των νεκρών αυξάνεται καθημερινά με μαθηματική ακρίβεια. Ο αόρατος γραφειοκράτης, που καταγράφει νυχθημερόν την οδύνη των ανθρώπων σε στεγνές στατιστικές, θα καταγράψει αύριο ακόμη έναν θάνατο. Πριν λίγο έφυγε ‒πριν την ώρα του‒ ο ασθενής του κρεβατιού πέντε, απέναντι από το κρεβάτι μου. Ένας ευγενικός κύριος γύρω στα εβδομήντα, με γαλανά μάτια που έλαμπαν όταν μας έδειχνε από μακριά μια ξεβαμμένη φωτογραφία της κόρης του. Ο καημένος πέθανε μόνος του, οι επισκέψεις συγγενών και φίλων απαγορεύονται ρητά για όλους… Δυο νοσοκόμοι αποσυνδέουν το νεκρό σώμα από τα μηχανήματα και ετοιμάζονται να το απομακρύνουν προσεκτικά, αλλά ξαφνικά σταματούν, κάτι τραβάει την προσοχή τους. Οκτώ το απόγευμα. Πλησιάζουν στο παράθυρο και το ανοίγουν ελάχιστα. Όλη μέρα περιμένουν να ακούσουν το ευχαριστήριο χειροκρότημα των αόρατων θεατών της πόλης. Για πέντε λεπτά στον θάλαμο επικρατεί απόλυτη σιωπή, μέχρι και ο βήχας των αρρώστων σταμάτησε ως δια μαγείας. Το χειροκρότημα, σαν κρυστάλλινη βροχή, τρυπώνει μέσα, χαϊδεύει τα πρόσωπά μας ‒αρρώστων και νοσοκόμων‒ και σκεπάζει σαν σάβανο το λείψανο που κείτεται μπροστά μας… Κλείνω τα μάτια, αρνούμαι να δεχτώ οτιδήποτε συμβαίνει, πρέπει να ξυπνήσω από τον εφιάλτη που έχω εγκλωβιστεί.
Ο ήλιος μόλις έδυσε. Το σκοτάδι αργοκαταπίνει το φως του θαλάμου, στραγγίζει τις λιγοστές δυνάμεις που κατάφερα να μαζέψω σήμερα. Το μαύρο χρώμα του παραθύρου με αναστατώνει. Αδημονώ να κοιμηθώ· στον ύπνο μου κινούμαι ελεύθερα, επανακτώ το χαμένο φως. Συναντώ παλιές αγκαλιές και ξεχασμένες ματιές ανθρώπων που κάποτε αγάπησα με όλη την ύπαρξή μου. Ναι, στο όνειρό μου χύνομαι γυμνός στην άγρια θάλασσα, σε αυτήν την αστείρευτη πηγή ελευθερίας. Στο όνειρό μου παίρνω τη μορφή ενός κίτρινου φύλλου, αποκόπτομαι από το πατρικό κλαδί και στριφογυρίζω στον αέρα ‒ζεϊμπέκικος χορός‒ ώσπου αγγίζω τη γη κι ακουμπώ με το πρόσωπό μου το χώμα που μυρίζει ξεγνοιασιά και παιχνίδι. Είκοσι εννιά Μαρτίου· η μέρα μεγάλωσε κατά μία ώρα, η φρίκη κατά διακόσιους εννιά θανάτους… Είκοσι εννιά Μαρτίου, σήμερα γιορτάζω, γίνομαι τριάντα δυο χρονών. Μέρα με την ημέρα τα πνευμόνια μου βρίσκουν σιγά σιγά την πληγωμένη τους αυτοπεποίθηση. Ναι, στο όνειρό μου πλάθω τον έρωτα, την αλήθεια, τον αγώνα και τη δημιουργία σε κάτι απαράμιλλο· πεισμώνω, μεταμορφώνομαι σε ξωτικό απέναντι στα δαιμόνια των αριθμών.
Χθες επέστρεψα σπίτι. Σαν ψέμα μού φάνηκε όταν βγήκα, μασκοφόρος, από το νοσοκομείο. Ο δροσερός αέρας στο πρόσωπο, ο βηματισμός των ποδιών, η περιπλάνηση στο δρόμο, η διαδρομή του λεωφορείου: τα πάντα φαντάζουν σαν μακρινά, λησμονημένα βιώματα. Αναπνέω σχεδόν κανονικά, θα ζήσεις μου είπε ο γιατρός πριν υπογράψει βιαστικά το εξιτήριο. Λόγω όγκου εισερχόμενων ασθενών με έστειλαν σπίτι πριν αναρρώσω πλήρως, εξού και η υποχρεωτική καραντίνα στο υπνοδωμάτιό μου για λίγο καιρό ακόμα. Ο Κωνσταντής είχε τακτοποιήσει τα πάντα από νωρίς: καθαρά σεντόνια, βιταμίνες, φρούτα, νερά και τα λοιπά· πώς θα ανταποδώσω τέτοια φροντίδα και έγνοια; Ως και την πολυθρόνα του σαλονιού την άφησε στο δωμάτιό μου, δίπλα στο παράθυρο, να με περιμένει. Όλη μέρα κάθομαι εδώ, κοιτάζοντας έξω. Περιμένω στωικά, δεν ξέρω τι, απλά περιμένω αναπνέοντας λειψά… Τουλάχιστον ανταμώνω πάλι με το Μάρκο. Περνάει τη μέρα του πάνω στην αγαπημένη του ξύλινη στέγη. Δείχνει κι εκείνος να περιμένει κάτι ‒ίσως μου κρατά συντροφιά;‒, αν και εξακολουθεί να μη μου δίνει σημασία… Δύο Απρίλη, ημέρα Πέμπτη, μόλις ανακοινώθηκαν πεντακόσιοι εξήντα εννιά καινούριοι θάνατοι. Κάθε Πέμπτη, στις οκτώ το απόγευμα ακριβώς, οι Λονδρέζοι ‒οι συγκαιρινοί κάτοικοι του Οράν‒ χειροκροτούν με όλη τη δύναμη των χεριών τους από κήπους, μπαλκόνια, βεράντες, ταράτσες, παράθυρα. Χειροκροτούν για να μη σταματήσουν να ελπίζουν, για να εμψυχώσουν τους ανθρώπους του Εν‒Έιτς‒Ες, ανθρώπους που δε θα δουν ποτέ, που θα ξεχάσουν σε ένα‒δύο χρόνια. Χειροκροτούν για να ξορκίσουν τους φόβους τους, για να ταυτιστούν με το πληγωμένο πλήθος. Οι αφανείς ήρωες του Μεγάλου Εγκλεισμού χειροκροτούν για να συγχωρήσουν τη συλλογική μας αποτυχία, για να αγγίξουν το χαμένο νόημα… Ακολουθεί σιωπή, όλοι ανυπομονούν να κοιμηθούν, να ονειρευτούν εκείνα που δεν τόλμησαν ποτέ. Αφουγκράσου προσεκτικά μέσα στο σκοτάδι, σύντομα θα ακούσεις ήχους ανθρώπων που τρέχουν, αγκαλιάζουν, αναπνέουν άφοβα.
Πέρασαν κιόλας δέκα μέρες από τότε που βγήκα από το Γουίτιγκτον. Σήμερα το πρωί ολοκληρώθηκε η κατ’ οίκον ‒στην περίπτωσή μου κατ’ υπνοδωμάτιον‒ καραντίνα. Ο Κωνσταντής τη γλίτωσε, ευτυχώς δεν εμφάνισε κανένα σύμπτωμα. Σέρνω την πολυθρόνα πίσω στην αρχική της θέση στο σαλόνι. Επιτέλους καινούριες περπατησιές, συνήθειες, φυγές από ένα διαφορετικό παράθυρο ‒ βέβαια ο κόσμος διευρύνθηκε ως τα φυσικά όρια του διαμερίσματος. Ο γενικός εγκλεισμός είναι πια υποχρεωτικός ‒η θεωρία της αγέλης έδωσε αργοπορημένα τη θέση της σε άτακτη υποχώρηση‒, τα περιοριστικά μέτρα ήρθαν για να μείνουν, η έξοδος από το σπίτι επιτρέπεται μόνο για τα απολύτως απαραίτητα. Η πλατεία μπροστά από το σταθμό τρένων του Φίνσμπουρι Παρκ είναι έρημη. Η μονοτονία του τοπίου ταράσσεται περιστασιακά από λίγους περαστικούς ‒κυρίως δρομείς‒ και από τα άδεια κόκκινα λεωφορεία… Μια άθικτη κούπα ζεστού καφέ κρυώνει μπροστά στα μάτια μου, σαν τους μήνες που μας περιμένουν… Κρατάω στα χέρια μου τη Χαμένη Άνοιξη του Τσίρκα. Μετά από καιρό καταφέρνω και συγκεντρώνομαι στη ροή μιας ιστορίας διαφορετικής από αυτή που ζούμε. Τη διαβάζω αργά, σαδιστικά αργά. Πολλές φορές διαβάζω ξανά και ξανά το ίδιο κεφάλαιο, την ίδια σελίδα, την ίδια παράγραφο. Πρώτη φορά στη ζωή μου δε βιάζομαι να φτάσω στο τέλος. Η Φλώρα, η Ματθίλδη και ο Ανδρέας ερωτοτροπούν, διαδηλώνουν, επαναστατούν στην Αθήνα του εξήντα πέντε. Ζουν και ελίσσονται στη δική τους Ιστορία κι εγώ τους θαυμάζω ακίνητος, στάσιμος στην πολυθρόνα μου… Άραγε, πότε θα καταλαγιάσει η αιωρούμενη οδύνη πάνω σε μια κόλλα χαρτί; Πότε θα καταχωρήσουν το έτος δυο χιλιάδες είκοσι στη γοργοκίνητη Ιστορία τους; Η βασίλισσα διεμήνυσε στο έθνος ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες, ενώ ο Μπόρις μάλλον τη γλίτωσε ‒φαίνεται να ξεφεύγει από το τέλος του Περικλή‒, βγήκε χθες από την εντατική. Άλλοι μνηστήρες πήραν πρόσκαιρα τη θέση του… Δέκα Απρίλη, εννιακόσιοι ογδόντα νέοι θάνατοι ‒ διευκρίνιση: οι στατιστικές που ανακοινώνονται περιλαμβάνουν μονάχα ανθρώπους που πέθαναν στα δημόσια νοσοκομεία, οι υπόλοιποι δε χωράνε στα κατάστιχά τους. Οι περισσότεροι πεθαίνουν μόνοι τους, μεταξύ αγνώστων, μακριά από τους δικούς τους ανθρώπους, χωρίς το λεγόμενο Δικαίωμα στον Αποχαιρετισμό ‒ ως και αυτό τακτοποιήθηκε στο πλαίσιό τους… Εδώ και δέκα μέρες ένα αναπάντητο ερώτημα τριβελίζει συνέχεια το μυαλό μου: πόσες φορές έχουν αλλάξει τα σεντόνια του κρεβατιού τέσσερα στον θάλαμο εννιά;
Μία μετά τα μεσάνυχτα. Με ξυπνάει ένα δυνατό κελάηδημα· κοκκινολαίμης είναι. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή οι σιωπηλοί δρόμοι του Λονδίνου κατακλύζονται το βράδυ από τα τραγούδια τους ‒ απόρροια του φωτεινού νυχτερινού ουρανού της πόλης που αναστατώνει τα βιολογικά ρολόγια των πουλιών. Ανοίγω το παράθυρο μια πιθαμή, θέλω να ακούσω καλύτερα. Είμαι τυχερός, στέκεται κάπου κοντά, σχεδόν δίπλα μου. Καιρό έχω να νιώσω κάτι τόσο όμορφο… Η νύχτα είναι μαλακή. Ξαφνικά τινάζομαι. Ο Πάνος παίρνει κλειστά τις στροφές. Βιαζόμαστε να προλάβουμε το ηλιοβασίλεμα από την κορυφή του πύργου στο Παλιόκαστρο. Δίπλα στον Πάνο ο Ανέστης, πίσω εγώ με την Ειρήνη και τη Νίκη. Σκάσαμε στο φαΐ στην ταβέρνα του Τριαντάφυλλου στον Εμπορειό και κατηφορίζουμε για την πρωτεύουσα της Νισύρου, το Μανδράκι. Σκυφτοί και νευρικοί μέσα στο νοικιασμένο αμάξι, πιανόμαστε από οπουδήποτε μπορούμε ‒ εκτός από τον Πάνο που δείχνει να απολαμβάνει την ταχύτητα. Σε μισή ώρα ο ήλιος δύει. Στριφογυρίζω τη μανιβέλα του πίσω παραθύρου. Ο αέρας, ευεργετικός, γεμάτος δεντρολίβανο και φασκόμηλο, με χτυπά κατακέφαλα και ηρεμώ, σχεδόν κοιμάμαι όρθιος. Δίπλα μου τα κορίτσια διαλέγουν από τώρα τις γεύσεις παγωτού που θα πάρουμε το βράδυ από τον Πειραιώτη, πριν καταλήξουμε για ρακή στο καφενείο του Οξού. Ο δρόμος φιδογυριστός, απέναντί μας εναλλάσσονται μεθυστικά οι ξερολιθιές, η θάλασσα, η Κως, η Κνίδος, το Γυαλί. Φτάνουμε στα Λουτρά και ο Πάνος παίρνει απότομα την τελευταία στροφή, πριν τη μεγάλη ευθεία του παραθαλάσσιου δρόμου που οδηγεί στο Μανδράκι. Τινάζομαι απότομα… Ξημέρωσε… Από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνει μέσα το πρωινό αγιάζι μαζί με το μενεξεδί του ουρανού ‒ προοίμιο καλοκαιριού. Οι καπνοδόχοι των απέναντι σπιτιών στέκονται αγέρωχες και σβηστές, σαν κοιμώμενα ηφαίστεια. Χαμογελώ, ανοιγοκλείνω ήρεμα τα βλέφαρά μου. Κάποτε θα επιστρέψω στη Νίσυρο, μαζί με τον Πάνο, τον Ανέστη, την Ειρήνη και τη Νίκη. Στο ίδιο νοικιασμένο αμάξι θα κυνηγάμε το ίδιο ηλιοβασίλεμα από την κορυφή του πύργου στο Παλιόκαστρο.