Μερικές ημέρες στο Άγιο Όρος
Ο Γιάννης Παλαμιώτης γράφει για την επίσκεψή του στο Άγιο Όρος
Επισκέφτηκα το Άγιον Όρος πρώτη φορά τη Μεγάλη Βδομάδα του 1976 σε μαθητική ηλικία.
Εξέδιδα τότε ένα πολυγραφημένο περιοδικό μέσω της ΧΑΝ Καλαμαριάς και στην επιστροφή δημοσίευσα ένα οδοιπορικό, εμφανώς επηρεασμένος από το πνεύμα και τη γραφή του Καζαντζάκη. Με αφορμή αυτό το άρθρο, θέλησα να το ξαναδιαβάσω. Αντιγράφω ένα σημείο: «Μεγάλη Παρασκευή στη Μονή Μεγίστης Λαύρας.
Φωτογραφίζαμε τα δυο μεγάλα κυπαρίσσια της εισόδου όταν πρόβαλε ρασοφορεμένος καλόγερος, ίδιος κοράκι στη λάμψη του ήλιου.
Πήρε το αυστηρό του ύφος και με τόνο που δεν σήκωνε κουβέντα ρώτησε αν είμαστε Έλληνες και Χριστιανοί.
Του αποκριθήκαμε καταφατικά. «Και γιατί δεν μπαίνετε στην Εκκλησία, αφού ξέρετε πως έχει λειτουργία; Θα πρέπει τουλάχιστον να διαβάσατε ότι η Εκκλησία είναι η Κιβωτός κι όσοι άπιστοι μένουν απέξω είναι καταδικασμένοι να εξαφανιστούν».
Φούντωσα. «Είναι πολύ μικρές οι εκκλησίες και λίγες, Γέροντα, για να μας χωρέσουν όλους. Αναγκαστικά θα μείνουν απέξω και θα χαθούν πολλοί από μας» του είπα. «Α, βλέπω πως είσαι υπερόπτης κι εγωιστής, σωστός Θεολόγος!», αποκρίθηκε με βλοσυρότητα. «Θεολόγος δεν είμαι, μα ξέρω καλά όσο κι εσείς πως υπάρχουν καλόγεροι χειρότεροι απ’ τους κοινούς ανθρώπους που ζουν κι αγωνίζονται στην πόλη, έξω απ’ την Εκκλησία. Δεν είναι άδικο να σωθούν κι αυτοί;» Αντί απάντησης με κατσάδιασε επειδή είχα δεμένα τα χέρια από πίσω και κίνησε να φύγει αγανακτισμένος. «Δεν σώζει η Εκκλησία μόνο, Γέροντα!» πρόλαβα να του φωνάξω προτού χαθεί πίσω απ’ τη βαριά χρυσοστόλιστη πόρτα της «Κιβωτού».
Εμφορούμενος από παρόμοιες διαθέσεις εισήλθα και τις επόμενες δύο φορές στο Άγιον Όρος. Από την κούραση της πεζοπορίας και την πείνα τσατιζόμουν εύκολα, απαιτούσα φιλοξενία και τροφή, δεν πάταγα το πόδι μου στις λειτουργίες, αντιμετώπιζα εχθρικά μοναχούς και λαϊκούς, μου έλειπε η θεοσέβεια. Η προηγούμενη μετάβαση ήταν 30 χρόνια πίσω, συστημένος από τον Νίκο Ναουμίδη, έμεινα στο κελί του Ιερόθεου στις Καρυές, με απόλυτη ελευθερία ως προς τις ώρες ύπνου και (εν μέρει) φαγητού, καπνίσματος και κινήσεων.
Στα μέσα του Σεπτέμβρη βρέθηκα εκ νέου στις Καρυές, μετά από κάλεσμα εξοικειωμένου με την περιοχή φίλου, που αρέσκεται να διαβιεί στο «Περιβόλι της Παναγιάς», ψάχνοντας αρχεία και κάνοντας συνομιλίες με σκοπό συγγραφική του εργασία. Μου παραχωρήθηκε μοναχικό δωμάτιο και προσωπικό μπάνιο. Ήταν μια πρόσκληση στην οποία ενέδωσα πιο πολύ από περιέργεια προκειμένου να παρατηρήσω τις εξελίξεις στο Άγιον Όρος, παρότι ήξερα ότι δεν θα πραγματοποιούσα επισκέψεις σε Μονές. Εξάλλου τις περισσότερες τις είχα επισκεφτεί παλαιότερα.
Έξι το πρωί έφευγε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ Χαλκιδικής προς Ουρανούπολη, εκεί με περίμενε έτοιμο το «διαμονητήριο», 25 ευρώ έκαστο, πολύωρη αναμονή ώσπου να αναχωρήσει το πλοίο για Δάφνη κι από εκεί το τοπικό πουλμανάκι μας οδήγησε στις Καρυές μέσω ασφαλτοστρωμένου δρόμου πλέον, μέχρι ενός σημείου, βέβαια, γιατί ένα χαλασμένο τμήμα του επισκευάζεται εδώ και τέσσερα χρόνια.
Πάνω στο πλοίο ο γραφικός υπερήλικας καλόγερος αράδιαζε την «πραμάτεια» των πρόχειρων σουβενίρ, με τσουχτερή τιμολόγηση, συγκεντρώνοντας πλήθος πρόθυμων αγοραστών, εκ των οποίων ελάχιστοι ίσως γνώριζαν πως στη μοναστική πολιτεία, πριν γίνει αποκλειστικά ιερός τόπος του χριστιανισμού, υπήρχε κατά την αρχαιότητα έντονη λατρευτική δραστηριότητα με αγάλματα και ναούς.
Οι Καρυές, αν και «πρωτεύουσα» του Όρους, μοιάζουν σαν ήσυχο κι αραιοκατοικημένο χωριουδάκι, με αναστηλωμένα τα περισσότερα οικοδομήματα, κάτι που συνέβη τα τελευταία χρόνια. Θυμόμουν πολλά ερείπια. Τα κελιά ως επιβλητικές βίλες με τεράστιους κήπους σε αγιορείτικη αρχιτεκτονική, αποτελούν κατά κύριο λόγο ιδιοκτησίες των καλογέρων που μένουν σ’ αυτά. Προφανώς έπεσε μπόλικο χρήμα κι από προγράμματα ΕΣΠΑ.
Πληροφορήθηκα κάτι που δεν ήξερα πριν, ότι σχεδόν κάθε Μονή διαθέτει στις Καρυές κι ένα οίκημα σαν «πρεσβεία» της. Λειτουργούν επίσης μερικά μαγαζάκια με αναμνηστικά είδη, εικόνες, σταυρούς, κομποσκοίνια κ.ά., όλα κινέζικης κατασκευής – η απόλυτη απομυθοποίηση για όσους το γνωρίζουν. Υπάρχουν μπακάλικα, ένας φούρνος με ετοιματζίδικες πίτες και άρτο συμβατικό, δύο ταχυδρομικές εταιρίες, εργαλεία κηπευτικά, σάντουιτς, καφέδες και γλυκά τυποποιημένα, δύο μαγειρεία, ένα μάρκετ ΑΒ Βασιλόπουλος, ένα πωλητήριο με αθλητικά είδη, τίποτα ατόφια τοπικό, μόνο οι συνθήκες τα καθιστούν ιδιαίτερα.
Λειτουργούν και ξενώνες, όπου αναγκαστικά έμεινα κάποτε κι εγώ, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, αφού τα δωμάτια διαθέτουν από τρία έως δεκαπέντε κρεβάτια. Η φιλοξενία στις Καρυές προϋποθέτει συνήθως υψηλό κόστος. Ακόμα και τα κελιά κόβουν ξεχωριστή από το διαμονητήριο μονέδα για τον κάθε επισκέπτη, εκτός αν πρόκειται για φίλους, οι οποίοι δεν παραλείπουν να προσκομίζουν δώρα έναντι αμοιβής στον σπιτονοικοκύρη.
Σ’ ολόκληρη την Αθωνική Πολιτεία κυκλοφορούν συνεχώς και παντού εργάτες, πηγαινοέρχονται από Μονή σε Μονή με τα πουλμανάκια, που εκτελούν περιορισμένα δρομολόγια μέσα στη μέρα, με εισιτήριο διόλου ευκαταφρόνητο. Οι περισσότεροι είναι Αλβανικής ή Γεωργιανής καταγωγής, ενώ τα μοναστήρια διαθέτουν ιδιαίτερους χώρους παραμονής τους, καθότι κάποιοι μένουν επί μήνες εκεί. Τα περιβόλια θέλουν περιποίηση, το ίδιο και τα κτήρια. Πάντως οι συντηρήσεις και αποκαταστάσεις των ζημιών από τον χρόνο και τους σεισμούς είναι αξιοθαύμαστες. Ούτε στα πλουσιότερα οικοδομήματα του «έξω» κόσμου δεν βλέπεις τόση λεπτομέρεια και αρμονία στην αναπαλαίωση, αφού φέρνουν τους πιο εξειδικευμένους τεχνίτες για τέτοιες δουλειές, ειδικά στη συναρμογή πέτρας και μαρμάρων.
Ωστόσο, λόγω της εξωτερικής πολιτικής της Ευρώπης και των επιπτώσεων της κρίσης στην Ουκρανία, οι Ρώσοι προσκυνητές τον τελευταίο καιρό έχουν αραιώσει, σχεδόν εξαφανίστηκαν. Οι επενδύσεις και δωρεές επιχειρηματιών και φίλων του Αγίου Όρους εκ Ρωσίας μειώθηκαν στο ελάχιστο, οι Μονές τα κελιά και το μικροεμπόριο στενάζουν απ’ την απουσία τους, αφού αυτοί άφηναν πολλά λεφτά. Δεν ήταν σφιχτοχέρηδες σαν τους Ρουμάνους, που κατακλύζουν τώρα τη χερσόνησο.
Έτυχε τις λίγες μέρες που βρέθηκα στο Όρος να κηδεύουν τον Αρχιμανδρίτη και πρώην ηγούμενο της Μονής Ιβήρων Βασίλειο Γοντικάκη κι ως εκ τούτου παραβρέθηκα στην κηδεία του, που θεωρήθηκε σημαντικό γεγονός. Η εξόδιος ακολουθία διήρκησε εξαντλητικά, με παραβρισκόμενους όλους τους εν ενεργεία ηγούμενους των Μονών, επειδή θεωρείτο ιερωμένος με χαρισματικό λόγο και μέγας στοχαστής.
Είχε συγγράψει κι ένα βιβλίο με τίτλο «Αποτυπώματα», που το χάρισαν σε όλους μας, μετά το εντυπωσιακό γεύμα στη Μεγάλη Τράπεζα για την ανάπαυση της ψυχής του.
Μέσα στο πούλμαν της επιστροφής από το Άγιον Όρος ξεφύλλισα αυτό το βιβλίο. Παρότι καταδικάζει την εξουσία ανάμεσα στους ανθρώπους, χαρακτηρίζει μέγα Εξουσιαστή τον Κύριο, εν ολίγοις δεν αναγνωρίζει την απόλυτη ελευθερία του ατόμου, αφού μια ανώτερη πάντα δύναμη θα τον τραβάει υποχρεωτικά προς την Πίστη, άρα θα παραμένει φοβισμένος σκλάβος της. Λίγο αντιφατικά μου φάνηκαν τα λόγια του γέροντα Γοντικάκη. Εκεί που μιλάει για καλλιέργεια ψυχής και νου, την ίδια στιγμή προτρέπει να αφεθούμε στην πηγαία Φύση, που μένει αλάνθαστη στις επιλογές της. Δεν θεολογώ, όπως με κατηγόρησε ο μοναχός πριν πενήντα χρόνια, γιατί δεν εντρύφησα στα θέματα περί θρησκείας, ούτε με διακατέχει η άκριτη Πίστη.
Μάλιστα στις παροτρύνσεις φίλου, που θεωρεί τον εαυτό του ακόμα ανάξιο να επισκεφτεί το Άγιον Όρος, να βρω έναν εξομολόγο εκεί, απαντούσα επίμονα πως δεν νιώθω την παραμικρή ανάγκη για εξομολόγηση, αφού ουδέποτε θεώρησα αμαρτωλές τις επιλογές μου…