Merry Christmas Σαλόνικα!

Και πώς να την γιορτάσεις, λες, μια τέτοια μέρα λαμπρή στην Σαλόνικα; Γράφει ο Θωμάς Κοροβίνης

Θωμάς Κοροβίνης
merry-christmas-σαλόνικα-1257613
Θωμάς Κοροβίνης

Εικόνα: Χρήστος Πιτσάρης

Τα χρόνια δεν κυλούν, κατρακυλούν, όταν πας να γεράσεις. Τα δε φαντάσματα όλο και πιο σφιχτά σε ζώνουν. Ακόμη κι αν ζεις πυκνά, ενεργητικά, γενναία, με το νεανικό χτυποκάρδι σε προκλητική παράταση, και την λίμπιντο να σε εκπλήσσει με σκανδαλώδεις σποραδικές εξάρσεις, ακμαίος εν παρακμή, πλακώνουν απρόσκλητες φωνές, «κραυγές και ψίθυροι», απ’ τα χαλάσματα του καιρού και σου χτυπούν την πόρτα, σημαδιακές απουσίες, μετεφηβικά ξεφαντώματα, ανομολόγητες κραιπάλες, χρονιάρες μέρες μάλιστα με επιμονή περίσσια κι αποτελέσματα αμφίθυμα, παρακρούσεις μάλλον αλγολαγνείας.

Εκτός αν είσαι κάργα ερωτευμένος, μακάρι, γιατί οι γεροντοέρωτες σπανίζουν μα, όπου φυτρώσουν, δρέπουν καρπούς άφατου παραγινωμένου πάθους άχρι ενίοτε σοκαριστικής τελευτής.

Ένα παραπάνω, άμα κοντοζυγώνουν τα Χριστούγεννα, τότε οι δαίμονες απ’ τα ερείπια ξετρυπώνουν και βουρλίζονται, σπάνε τις ενιαύσιες αλυσίδες και σκαρφαλώνουν στα νταμάρια της μνήμης σαν προδρομικοί καλικάντζαροι.

Και συγκίνηση μάλιστα βαθιά!

«Αγάπες μου περαστικές, αγάπες μου χαμένες…. στη στάχτη των ονείρων σας πικρό το δάκρυ στάζει» τραγούδησε κάποτε ο Τσιγγάνος λαϊκός αοιδός.

Και πώς να την γιορτάσεις, λες, μια τέτοια μέρα λαμπρή στην Σαλόνικα; Δεν είσαι τίποτα Λονδρέζος, να ντυθείς την καμηλό παλτουδιά σου, να μοιράζεις δωράκια στους οικείους, γκι και ου, και να σκορπάς ευχές στους γνωστούς, «χρόνια πολλά» και «Merry Christmas»!

Μια κι είσαι Σαλονικιός, διαλέγεις και παίρνεις, άιντε να διαβείς τον πρόναο καμιάς βυζαντινής εκκλησιάς, ν’ ανεβείς ως τη Μονή Βλατάδων, ν’ ακούσεις ψαλμουδιές από κανένα Ρώσο εκκολαπτόμενο μοναχό, να φιλέψεις μπατιρόσπορους στη ζούλα και τα αιχμάλωτα παγώνια της, να περιδιαβείς τις Καστρινές γειτονιές «εις μνήμην ημερών αρχαίων» κι ύστερα να πάρεις τον κατήφορο, απ’ την πλατεία Τσιτσάνη, στον Όσιο Δαβίδ, το Τσινάρι, τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό, τσιπορομεζέ στο «Σπίτι του πασά», Ισλαχανέ, Ροτόντα και Καμάρα, Γαλεριανά παλάτια, κάνα σουλάτσο στην παλιά παραλία, να πιάσεις μια καρέκλα για ποτό σ’ ένα σημείο νευραλγικό και να ασκηθείς στην παρατήρηση των επισκεπτών τελευταίας εσοδείας, Νοτιοβαλκάνιων, Ισραηλιτών και Τούρκων, που η πυκνότητα αλλά και η αγορά οικιών τελευταία τείνουν να αναδιαμορφώσουν το ανθρωπογεωγραφικό σκηνικό της ιστορικής, πριν έναν αιώνα πολυεθνικής πολιτείας κι αποβραδίς να μαζέψεις χήρες κι ορφανά για ρεμπετορεβεγιόν σε κάποιο απ’ τα ισόβια στέκια σου.

Και στο σπίτι; Να στολίσεις δέντρο με λαμπάκια και φούσκες πολύχρωμες;

Ποιό το νόημα;

Σ’ αυτή την πόλη, χρόνο καιρό, βλέπεις κάτι κεντρικά σοκάκια που δεν τα διάβαιναν ποτέ οι ακατάδεχτοι, γύρω απ’ τον Φραγκομαχαλά, την πλατεία Εμπορίου, την Δραγούμη, την Βαλαωρίτου και την Λέοντος Σοφού, όπου κάποτε στεγάζονταν και τα «Αμερικάνικα» που έντυναν πάμφθηνα και φιγουράτα την μποέμικη νιότη μας, στεφανωμένα ψηλά με γιρλάντες ασπαίρουσες και λαμπιόνια μούλτι κολόρε κι από κάτω να αράζουν και να γεύονται ώρες απογευματινές πανάκριβες γκουρμεδιές σε μέγεθος κουτσουλιάς εκπρόσωποι της «χρυσής» νεολαίας μας, σπουδαστές των ποικίλων πανεπιστημιακών σχολών μας, γόνοι ευκατάστατων εμπόρων και καλλιεργητών επαρχιακής γης, τί τα θες τα Λονδίνα, ιδού ένα τρανό μαΐμουδίστικο δείγμα εγγλέζικου ή έστω μυξοευρωπαΐκού μπιχεβιερισμού!

Μα τέτοια μέρα, παραμονή Χριστούγεννα, χαίρε ω θύμηση κι ω μνήμη, γλυκύτατη κι αμείλικτη, με τα αγγελόλουστα κάλαντα και τα φιλέματα, γελαστούρια-πεσκέσια προς χάριν της αγλαής παιδικότητας και με τα τραχιά ανακαλέσματα των προσφιλών απόντων, τα καυτά κάστανα πλάι στην ξυλόσομπα κι απέξω να λυσσομανάει ο γαρμπής εκείνων των καιρών, του ’60 και του ’70, όπου το ξεροστάλιασμα στ’ αγιάζι του μεροκάματου, ο φόβος και η ταραχή στο άκουσμα του χωροφύλακα, του παπά και του δάσκαλου, και οι φουσκοθαλασσιές της πρώιμης και λοβοτομημένης ήβης μας, τα γέλια και τα κλάματα, το άρπαγμα με τους γονείς στο τραπέζι της γιορτής, σφοδρά γαρ η σύγκρουση του παλαιού και του νέου, εξ’ ου και στο δρόμο ο καβγάς με τον γείτονα, κοινωνία οπισθοδρομική να την πεις, μπα, σημεία πάντοτε και παντού των εκάστοτε καιρών, ενώ εμείς ψαχνόμασταν γι’ απάγγειο, ανεμόδαρτα σκαριά που γυρεύαν ν’ αράξουν σε κόρφο φιλόξενο, σε καταφύγια έρωτος και στοργής, καθώς διαλαλούσαν οι καμπάνες την Έλευσιν Εκείνου του Άμωμου σε τούτο τον παλιόκοσμο, που όλο και θα εφευρίσκει νέους Μεσσίες και Λυτρωτές απ’ τον αιώνιο χαμό του, «Χριστός γεννάται, δοξάσατε» της χαρμολύπης, και «πού να βρω την ψυχή μου, το τετράφυλλο δάκρυ», χούντα των χουντών, φαρμάκι η γνώση αργότερα ότι εμάς ο νους μας στα κουντουρντίσματα, -κι από πλάι ο κοπετός του Βλάχου με «Συννεφιασμένες Κυριακές» και η «Κοινωνία ένοχη» του Καζαντζίδη- ενώ πίσω απ’ τα χαρμόσυνα καμπαναριά καλά κρυμμένος στα μπουντρούμια ο σπαραγμός απ’ την φάλαγγα και τα κεντριά πάνω στο κορμί του υπέροχου μάρτυρα της ανθρωπιάς φίλου Περικλή Κοροβέση.

Πάντως οι κωδωνοκρουσίες στην Παλαιά Μητρόπολη, την πολύπαθη βασιλική του Αγίου Μηνά, ενός έτι από τα περίβλεπτα και σεπτά βυζαντινοπρεπή μας καυχήματα, δεν έπαυαν να ηχούν εορταστικά, σκορπώντας αναγεννησιακούς παλμούς στην καρδιά του εμπορικού κέντρου της άλλοτε Συμβασιλεύουσας, προξενώντας ζωογόνα ρίγη στους συνήθως αργόρυθμους και μαχμουρλήδες συμπολίτες μας που μετά τον εκκλησιασμό με βήμα ταχύ έσπευδαν να χωθούν με την φαμίλια τους στο διαμέρισμα για το καθιερωμένο λουκούλειο δείπνο, βαρβάτη γαλοπούλα με γέμιση από ρυζοπίλαφο και σταφίδες, όσοι ήμασταν απ’ τα κοντινά χωριά γευόμασταν τις πουλαδίτσες και τα κοκοράκια μας, φάε κι άλλο, επέμενε η προσφυγίνα γιαγιά μας, πού θα βρεις αλανιάρικο, όλοι το νιώθουν κι ας μην το απολαμβάνουν συχνά, μερικοί ποτέ, πως η γλυκιά αλητεία διαθέτει το πιο νόστιμο ψαχνό, άλλης τάξεως η γεύση και των ανθρωπίνων πλασμάτων ελευθέρας βοσκής ασφαλώς, κάτι θα μυρίζονταν και οι αβροδίαιτοι και θεοφρούρητοι αστοί που σκασμένοι απ’ την ασφυξία της μονοτονίας και της μονογαμίας τους κατέφευγαν χρονιάρες μέρες –τω καιρώ εκείνω- στις τρώγλες κι τα τεκεδάκια των μισοφωτισμένων οδών της ασελγείας του Βαρδαρίου και της Ραμόνας, κάτι θα ήξερε κι ο Μονογενής που πέραν και πλέον της κανονικότητος «ηγάπησεν τον ληστήν και την πόρνην».

Εξήρχοντο του ναού οι ευλαβείς, από καμιά κυρά αλαφιασμένη, με «τζουρνεμένο» πορτοφόλι, οι εκκλησίες παραμένουν εσαεί πεδία επωφελούς δράσης αλαφροχέρηδων, οι δε αυλόγυροι των ναών κατασκηνώσεις επαιτών κάθε τύπου, φαύλων ή αυθεντικών, πάντως στο σωματείο των ημεδαπών μας έχουν προστεθεί τελευταίως επιτήδειοι νέας κοπής, και δη Βαλκάνιων, το μάλλον Βουλγαροτσίγγανων, Ρομά όπως είθισται να αποκαλούνται από τους σύγχρονους καθωσπρεπιστές, για να κουκουλώσουν την γνωστή αντιπάθειά τους. Αντιπάθεια και αποστροφή, φευ, προς ότι ξένο, πολλοί εξ ημών, αδελφοί Θεσσαλονικείς, ουχί προς τιμήν μας, μιας και απόγονοι ενδόξου διαπολιτισμικού παρελθόντος, οπότε και η δέουσα απόψε προσευχή «Απόστρεψον το προσωπόν σου από των αμαρτιών μου», μέρα που ξημερώνει, Κύριε, Κύριε, και ευχές θερμές προς ημάς, αγαπητοί, για «Merry Christmas».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα