Μεσοτοιχία: Ο λεπτός τοίχος που χωρίζει την ευγένεια από την παράνοια

Αν δεν μπορούμε να σεβαστούμε τα πέντε εκατοστά τούβλου που μας χωρίζουν από τον διπλανό μας, πώς περιμένουμε να λειτουργήσει οτιδήποτε άλλο στην ελληνική πόλη;

Θωμάς Καραγκιοζόπουλος
μεσοτοιχία-ο-λεπτός-τοίχος-που-χωρίζε-1415205
Θωμάς Καραγκιοζόπουλος

Επιστρέφεις στο σπίτι μετά από οκτώ ή εννιά ώρες δουλειάς. Μπορεί να πέσεις σε κίνηση στην Εγνατία ή βρήκες κίνηση στην Τσιμισκή, ενώ το μόνο που ζητάς είναι η ιερή σιωπή στο σπίτι σου. Το διαμέρισμά σου, αυτό το τετραγωνικό καταφύγιο για το οποίο πληρώνεις σημαντικό μέρος του μισθού σε νοίκι ή δάνειο, θέλεις να είναι ο χώρος σου, η ασφάλειά σου. Αλλά στην ελληνική αστική πραγματικότητα, ο χώρος σου που έπρεπε να σου εξασφαλίζει ηρεμία και αποσυμπίεση, κινδυνεύει, ακριβώς εκεί που ο λεπτός τοίχος της μεσοτοιχίας χωρίζει την ευγένεια από την παράνοια.

Στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, η έννοια της ιδιωτικότητας είναι συχνά ένα ανέκδοτο γραμμένο πάνω σε λεπτό σοβά. Η μεσοτοιχία δεν είναι τοίχος· είναι ένα ηχείο που σου μεταφέρει σε real-time τη ζωή του διπλανού. Είναι το subwoofer που δονεί τα τζάμια σου στις 4 το μεσημέρι, την ώρα που το σώμα σου ζητάει απεγνωσμένα μια ώρα ύπνου. Είναι ο σκύλος που, παρατημένος στο μπαλκόνι, γαβγίζει τη μοναξιά του, μετατρέποντας τον ύπνο σου σε δράμα. Και είναι, φυσικά, οι καυγάδες. Αυτές οι υστερικές κραυγές που σε κάνουν ακούσιο μάρτυρα μιας προσωπικής ζωής που ποτέ δεν ζήτησες να μάθεις, αλλά πλέον ξέρεις μέχρι και τις τελευταίες λεπτομέρειες.

Βέβαια, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Οι γειτονιές όπου η ευγένεια υπερτερεί και ο διάλογος είναι εφικτός. Όμως, η ελληνική αστική εμπειρία όλο και συχνότερα ανήκει στην άλλη, την πιο ηχηρή, κατηγορία.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο θόρυβος· είναι η νοοτροπία. Υπάρχει μια συγκεκριμένη κάστα γειτόνων που θεωρεί ότι η ιδιοκτησία (ή η ενοικίαση) ενός διαμερίσματος τούς δίνει το δικαίωμα να καταργούν τους νόμους της φυσικής και κοινωνικής συμβίωσης.

«Στο σπίτι μου είμαι και κάνω ό,τι θέλω», είναι η επωδός της απόλυτης έλλειψης ενσυναίσθησης και σεβασμού στον άλλον. Μια φράση που αγνοεί επιδεικτικά ότι η ελευθερία σου να ακούς μουσική μέσα στο μεσημέρι ή αργά το βράδυ σταματάει εκεί που ξεκινάει το δικαίωμα του εργαζόμενου γείτονα να μην καταρρεύσει από την αϋπνία την επόμενη μέρα στη δουλειά. Οι «ώρες κοινής ησυχίας» στην Ελλάδα πολλές φορές καταντούν ένα θεωρητικό κείμενο, κάτι σαν τις οδηγίες χρήσης που κανείς δεν διαβάζει.

Εδώ όμως είναι που το πράγμα σοβαρεύει. Το πιο ανησυχητικό φαινόμενο στις πολυκατοικίες μας δεν είναι το μπάσο, αλλά η αντίδραση στην παρατήρηση. Όταν ο θιγόμενος, εξουθενωμένος από τη φασαρία, αποφασίζει να χτυπήσει την πόρτα του διπλανού -συνήθως ευγενικά την πρώτη φορά-, ή να μιλήσει από το διπλανό μπαλκόνι, η απάντηση που εισπράττει αγγίζει συχνά τα όρια της παραβατικής συμπεριφοράς. Αντί για μια συγγνώμη, εισπράττει ειρωνεία. Αντί για χαμήλωμα της έντασης, εισπράττει απειλές, νταηλίκια και μια επιθετικότητα που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν μένεις δίπλα σε γείτονα ή σε ποινικό. Η τάση να μετατρέπεται μια απλή παράκληση για ησυχία σε «επεισόδιο» δείχνει μια κοινωνία σε νευρική κρίση, όπου ο σεβασμός στον άλλον θεωρείται αδυναμία και η γαϊδουριά θεωρείται μαγκιά.

Τελικά, η μεσοτοιχία καταλήγει να είναι ο καθρέφτης του πολιτισμού μας. Αν δεν μπορούμε να σεβαστούμε τα πέντε εκατοστά τούβλου που μας χωρίζουν από τον διπλανό μας, πώς περιμένουμε να λειτουργήσει οτιδήποτε άλλο στην ελληνική πόλη;

Η ησυχία στις μεγαλουπόλεις τείνει να γίνει ένα ακριβό αγαθό. Και όσο εμείς συνεχίζουμε να θεωρούμε τον γείτονα «εχθρό» επειδή μας ζήτησε το αυτονόητο, οι πόλεις μας θα θυμίζουν όλο και περισσότερο μια αρένα. Μόνο που σε αυτή την αρένα, ο εργαζόμενος άνθρωπος είναι πάντα το θύμα, και ο «νταής» του διπλανού διαμερίσματος ο θλιβερός πρωταγωνιστής.

Πόσο κοστίζει τελικά μια απλή συγγνώμη για όλα τα παραπάνω;

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα