Μεταεπιθεώρηση

του Σάββα Πατσαλίδη Ορθά κοφτά: χαίρομαι που ακόμη κυκλοφορούν παραγωγοί που τολμούν να ανεβάζουν θεάματα με 35 άτομα στη σκηνή και 12μελή ορχήστρα λάιβ. Μπορεί κάποιοι, που δηλώνουν έτσι και τις αριστερές τους (τρομάρα τους) προτιμήσεις, να ωρύονται και να λένε ότι αυτό είναι προκλητικό και πως μόνο κάποιος μονόλογος σε κάποια άδεια σκηνή, ή […]

Σάββας Πατσαλίδης
μεταεπιθεώρηση-34310
Σάββας Πατσαλίδης
perdessdd.jpg

του Σάββα Πατσαλίδη

Ορθά κοφτά: χαίρομαι που ακόμη κυκλοφορούν παραγωγοί που τολμούν να ανεβάζουν θεάματα με 35 άτομα στη σκηνή και 12μελή ορχήστρα λάιβ. Μπορεί κάποιοι, που δηλώνουν έτσι και τις αριστερές τους (τρομάρα τους) προτιμήσεις, να ωρύονται και να λένε ότι αυτό είναι προκλητικό και πως μόνο κάποιος μονόλογος σε κάποια άδεια σκηνή, ή κάποιο έργο δύο χαρακτήρων σε κάποιο κακοσυντηρημένο υπόγειο με σεισμόπληκτες καρέκλες, ή κάποιο κακογραμμένο αυτοβιογραφικό στόρι των πενήντα λεπτών ταιριάζουν στα ματωμένα χρόνια που ζούμε, όμως θεωρώ πως to θέατρο είναι πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που βλέπουμε κατά εκατοντάδες τις τελευταίες σεζόν της κρίσης στις σκηνές μας. Κι όσο και να μην αρέσει, ένα υπερθέαμα, ιδίως καλόγουστο, έχει τη θέση του στα πράγματα. Ναι, είναι συνήθως τσουχτερό το εισιτήριο .Σαράντα τόσα ευρώ είναι πολλά. Βέβαια, δεν θέλω να κάνω συγκρίσεις με το τι σημαίνει ακριβό εισιτήριο σε άλλες πόλεις, από το Λονδίνο μέχρι τη Νέα Υόρκη και το Τόκυο. Για τα δικά μας μεγέθη, πάντως, είναι πάρα πολλά.

Ιστορία μετά μουσικής

Σε κάθε περίπτωση, ο Μιχάλης Αδάμ επιμένει να δοκιμάζεται στο Βadminton με παραγωγές που κανείς άλλος δεν μπορεί να κάνει, ούτε τα δύο μεγάλα κρατικά μας θέατρα. Μόνος και μοναδικός. Κι όσο αντέξει. Και μακάρι. Και επιμένω: το ελληνικό θέατρο (όπως και κάθε θέατρο παγκοσμίως) έχει και χώρο και πελάτες για τέτοιου είδους υπερθεάματα, του τύπου «Θα περάσει κι αυτό», το sequel της περσινής (καλύτερης κατά τη γνώμη μου) επιτυχίας ‘’Θα σε πάρω να φύγουμε’ (η οποία κάλυπτε τα χρόνια 1930-1967), που παίζεται αυτή τη στιγμή στο Μέγαρο Μουσικής.

Είναι κάτι αντίστοιχο με αυτό είδαμε πέρυσι στη Μονή Λαζαριστών («Με μουσικές εξαίσιες»), μόνο που εδώ, αντί για την ιστορία της Θεσσαλονίκης, έχουμε την ιστορία της αθηναϊκής επιθεώρησης, και κατά συνέπεια, και της εγχώριας κοινωνικοπολιτικής κατάστασης από το 1967 και μετά. Άγνωστος πόλεμος, ΥΕΝΝΕΔ, Αλίκη, Χατζιδάκις, Μακρόνησος, χίπις, τάκα τάκα, «Μεγιεμελέ Μεγιεμελέ», Πολυτεχνείο. Μια διαδρομή με πάνω και κάτω.

Ενστάσεις

Στο σύνολό τους βρήκα φτωχές τις χορογραφικές και σκηνοθετικές λύσεις του Φωκά Ευαγγελινού. Έχοντας ήδη την εμπειρία της πρώτης δουλειάς, θα περίμενε κανείς αφενός να αποφύγει τα λάθη εκείνης και παράλληλα να επενδύσει περισσότερη φαντασία στις σκηνικές του προτάσεις. Δεν το ‘κανε. Επανέλαβε εαυτόν. Κακώς. Παλιά, πρόχειρα και θαμπά μου φάνηκαν και αυτά που είχε να μας πει ο Πυριόχος. Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Κλισέ, ξενέρωτα αστειάκια, και ό,τι ήθελε προκύψει. Ούτε να γελάσω αισθάνθηκα ούτε να εκνευριστώ. Τέλος θεωρώ άστοχη την επιλογή συμμετοχής λάιβ του Φίλιππου Νικολάου. Δεν την κατάλαβα. Παρ’ όλα αυτά δεν μετανιώνω που πήγα. Η απόδοση ορισμένων ηθοποιών κάλυψε αρκετές από τις κραυγαλέες αδυναμίες της παράστασης.

Συντελεστές

Κορυφαίος της «ευχάριστης μεν αλλά…» παράστασης ο Αντώνης Λουδάρος στην καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, εμφάνισή του στη σκηνή. Εξελίσσεται ραγδαία σε έναν πρώτης τάξεως κωμικό. Ας κοιτάξει να μην εκτροχιαστεί. Έπαιξε την «κυρία Επιθεώρηση» με την άνεση του αυτονόητου. Δεν εκβίασε, δεν στραμπούληξε καταστάσεις κυνηγώντας το εύκολο γέλιο. Κινήθηκε χαλαρά και στοχευμένα και έλαμψε. Δίπλα του, εξίσου δυναμική και επικοινωνιακή η κόρη του, η «Μετεπιθεώρηση» Μίρκα Παπακωνσταντίνου, ηθοποιός που έχει την επιθεώρηση στο αίμα της. Αλλά και ο άνδρας της, ο Μέμος Μπεγνής, με λιτά και ρεαλιστικά μέσα μάρκαρε διαρκώς τη θέση του. Πιο αβέβαιος ως προς το ρόλο του ο κομπέρ της παράστασης, ο «υιός» του ζεύγους, ο Τουσουνίδης. Η «σοσιαλίστρια» Τάνια Τρύπη, αν και με περιορισμένα νούμερα, έκανε αισθητή τη φωνητική της δεινότητα. Όπως και η Ψυχράμη. Γενικά η επιλογή φωνών από τη Λία Βίσση στα υπέρ της παράστασης. Τα κοστούμια της Νάθενα επίσης θετικό σχόλιο σε όλη αυτή τη διαδρομή. Όπως και οι φωτισμοί του Τέλλου, και το γεγονός ότι απουσίαζαν παντελώς οι αγοραίες βωμολοχίες.

Κατακλείδα: παρ’ όλα τα στραβά, ένα υπερθέαμα που βλέπεται ευχάριστα κι ας μην απογειώνει.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα